του Αντώνη Κουκλινού
Το αργαστήρι έβγαλε παράπονο και κλαίει,
στη ν’ αποθήκη αμοναχό, τσ’ υφάντρας του τα λέει.
-Εγω ‘μουνε που σού ‘βγανα, υφάδια στο καιρό σου,
κ’ είχες τσι πατανίες σου, τη προίκα τω παιδιώ σου.
-Εξόμπλιαζα με τσι κλωστές, πετσέτες και στρωσίδια,
και κουρελούδες να πατείς, να κάθεσαι πιτήδια.
-Αμέτρητες αργαδινές, τα πέταλα μου επάθιες,
κ’ ύφαινες τσι βελέντζες σου, το χτένι μου εκράθιες.
-Τη ρόκα τα μασούργια σου, τ’ αδράχτι το σφοντύλι,
ούλα τα παραπέταξες, μαζί με το θρομύλι.
-Ξάνοιξε τη ν’ ανέμη σου, τη παραπονεμένη,
πέ μου γιάντα σταμάτησε, ο κόσμος και δε φαίνει.
-Με τω προβάτω το μαλλί, εφαίνετε γαμπάδες,
να τσι φορούνε οι βοσκοί, κρυγιώτες και σκολάδες.
-Ελλάξετε συνήθειες, μάνες και θυγατέρες,
και δα δε φαίνει κοπελιά, ετούτε’ σές τσι μέρες.
-Εφήκετε τα έτοιμα, να παίρνου’ τζι παράδες,
και δε θωρώ να πχιάνουνε, πλεχτό νοικοκεράδες.
-Και με παραπετάξετε, στο γύρω του σπιθιού σας,
για δε με ξαναβάνετε, στη σκέψη και στο νού σας.
Μέσα στη βούργια τση ζωής, μη βάνεις ότι να ναι,
και μη ν’ αφήνεις τσ’ εποχής, τσι μόδες να σε φάνε…