Του Αντώνη Κουκλινού
Παραμονή Πρωτοχρονιάς…
Σε κάθε σπίτι, σε κάθε αυλή, ούλα νοικοκυρεμένα….
Οι νοικοκεράδες τα φέρανε βόλτα για άλλη μνιά χρονιά.
Χριστόψωμα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, Βασιλόπιτες, σε κάθε κονάκι οι μυρωδιές στουμπώνουνε τσι μύτες τω ν’ αθρώπω.
Ούλες τσι μέρες τω Χριστουγέννω ακονίζανε τα μαχαίργια να ‘ναι κοφτερά για να ποσάσουνε το χοίρο απου κρέμεται στο τσιγκέλι.
Λουκάνικα, απάκια, τσιλαδιά, σίγλινα, θα βαστάξουνε μέρες ακόμη, να βγάλουνε τσι μέρες σάμε τ’ Αγιάντωνιού.
Τα κοπέλια θα βγούνε για τα κάλαντα από τη ταχινή και θα πχιάσουνε πόρτα, πόρτα, το χωργιό.
Θα βαστούνε τα παγουράκια να μαζώνουνε το λάδι και σα γεμίσουνε, θ’ αγλακούνε στου μπακάλη να το πουλήσουνε για να πάρουνε λεφτά.
Τα δώρα του Άη Βασίλη ονειρεύγεται κάθε κοπέλι σήμερο.
Να κατεβεί από τη καμινάδα και να το βάλει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο και σαν θα ξυπνήσει τη ταχινή να το βρεί να κάμει τη χαρά ντου.
Ετσά το περίμενε και το Χριστινιό…
Ήχασε το ν’ αφέντη ντου πριν λίγους μήνες και στο σπίτι δε γροικάς μυρωδιές Πρωτοχρονιάτικες, μόνο λιβάνι, απου θυμνιάζει η χήρα μάνα κάθ’ αργά.
Η πόρτα επόμεινε κλειστή και μήδε κάλαντα εκουστήκανε στη ν’ αυλή οφέτος.
Το μυαλουδάκι όμως ενούς μικιού κοπελιού δε μπορεί να καταλάβει ούλα ετούτανά…
Πως άμα θα χάσεις το γονιό σου δε λες κάλαντα, δε στολίζεις δέντρο, δε περιμένεις το ν’ Άη Βασίλη να ‘ρθει και για σένα.
Η μαυροφόρα μάνα μέσα στο πένθος τση, ότι και ήκαμε τα εξαμήνια του μακαρίτη.
Τα δυό τζη μεγάλα κοπέλια καταλαβαίνουνε τη κατάσταση και δε βγάνουνε άχνα.
Το μικιό όμως δεν αντιλαμβάνεται τη κατάσταση και ποκρεμάται απου το παραθύρι να ξανοίγει τα κοπέλια στο δρόμο με τα ντενεκάκια στα χέργια να λένε τα κάλαντα.
Ούλα όμως κατέχουνε πως σε τούτο νά το σπίτι, σε τούτη νά τη ν’ αυλή, οφέτος δε πρέπει να τα πούνε κ’ ετσά προσπερνούνε και πάνε αλλού.
Εμεσημέργιασε μπλιό και ετοιμάζανε το βρισκούμενο να φάνε.
Απάνω στη ν’ ώρα ήρθενε η Κατινιά, η γειτόνισσα και φωνιάζει απόξω τση Παγώνας να πορίσει απου τη θέλει.
-Ίντα με θες γειτόνισσα… έλα πέρασε μέσα να μη στέκεις στο δρόμο στη κρυγιώτη.
-Να σου ζητήξω θέλει Παγώνα μνιά χάρη και θέλω να μου τη νε κάμεις.
-Πέ μου ίντα θες κ’ ανε μπορώ θα σου πω.
-Το μικιό σου το Χριστινιό θωρώ απου τη ταχινή και ποκρεμάται να ξανοίγει τα κοπέλια που περνούνε και λένε τα κάλαντα…. Ήρθανε και μου το ‘πανε και τα δικά μου πως ποκρεμάται στο παραθύρι από τη ταχινή… Πέντε χρονώ κοπέλι δε καταλαβαίνει το πόνο σου.
-Ντροπή είναι μα θα στο πω… ήρθα να το πάρω στο σπίτι μαζί με τη μικρή μου να κάτσουνε παρέα και να ιδείς πως θα του φύγει η στενοχωρία ντου και εσυ δε θα το χεις στα πόδια σου να σου χτυπομουρίζει.
-Ο Θεός να σε βλέπει γειτόνισσα, εγώ με τη κατάστασή μου δε ν’ έχω όρεξη για πράμα και ούτε απου ‘δωκα σημασία του κοπελιού… να το πάρεις κ’ ο Θεός να σου το ξεπλερώσει ετούτο νά το μιστό απου μου κάνεις… περίμενε να του φωνιάξω να ‘ρθει.
Με το που ήκουσε το κοπέλι πως θα πάει στη γειτονιά με τη φιλενάδα ντου να κάτσει, εγλάκα κ’ έπαιζε πήδους απ’ τη χαρά ντου.
-Έλα Χριστινιό να πάμενε στο σπίτι να παίξεις με τη φιλενάδα σου απου σ’ ανημένει.
Ένα βάρος ήφυγε από τη ψυχή τση μάνας του και το δάκρυ έτρεχε στα μάθια τζη, για τη καλοσύνη τση Κατίνας.
Το Χριστινιό παρέα με το σοκαιρίτικο γειτονάκι εβάλανε μπροστά τα κουτσουνικά να παίξουνε τσι κυρίες.
Η κερά Παγώνα έχει τον τρόπο να μαλακώνει τσι καρδιές και βάνει τη ρόμπα να πορίσει και πάει στση μάνας τση το σπίτι.
-Έλα μάνα απου σε θέλω…
Σήμερο θα κάμεις ένα μεγάλο μιστό και κατέχω πως δε θα μου το χαλάσεις.
-Ίντα θες κόρη μου ίντα συμβαίνει….
Ήκαμέ τζη τα χαρτί και καλαμάρι πως επήρε το κοπέλι στο σπίτι για δε ν’ άντεχε να το θωρεί να ποκρεμάται να ξανοίγει όξω τα άλλα κοπέλια που περνούνε και να στενοχωράται.
-Τη κούκλα απου επουσούνισες τση εγγονής σου θα τη δώσωμε του Χριστινιού και άντες να πάμενε στο σπίτι, να σου πούνε τα κάλαντα μαζί με τη θυγατέρα μου.
-Και ίντα θα δώσω μωρή εδά του κοπελιού μας, απου θα μου μανίσει.
-Άντες εδά και θα ιδούμενε… πράμα δε σου λέει για θα το πχιάσω με το μαλακό και θα καταλάβει.
Ούλα θένε τρόπο ακόμη και τα μικιά κοπέλια, πχιάνουνε λόγο.
Σα ν’ εκάτσανε το βράδυ στο πυρόμαχο, επήρενε στη (μ)ποδιά τζη το Χριστινιό να του πει ένα παραμύθι και η θυγατέρα είχενε το δικό τζη το γλάνι στα γόνατά τζη ν’ αφρουκάται.
-Μια φορά κ’ ένα καιρό ήτονε ένα όμορφο κοριτσάκι, που περίμενε καρτερικά τον Άγιο Βασίλη να ‘ρθει… όσο αργούσε τόσο μεγάλωνε η αγωνία ντου.
Του ‘χενε γράψει ένα γράμμα να του φέρει μια κούκλα με μακριά ξανθά μαλλιά και ντυμένη στα κόκκινα μεταξωτά.
Κάθε λίγο και λιγάκι επήγενε στη καμινάδα και ξάνοιγε να ιδεί μπας και κατεβαίνει να του φέρει το δώρο.
Ο Άη Βασίλης όμως δε προλαβαίνει να πάει σε ούλα τα σπίθια οφέτος γιατί έπχιασενε κακοκαιρία και ήσυρε ο ποταμός και δε μπορεί να περάσει να μοιράσει τα δώρα σε ούλα τα κοπέλια… έτσι όσο καρτερούσε μέσα στην αγωνία το πήρε ο ύπνος….
Μέσα στο όνειρο συνάντησε το μπαμπά ντου, που είχενε φύγει ένα μακρινό ταξίδι.
Το πήρε αγκαλιά και του δίδει μια όμορφη κούτα τυλιγμένη με μνιά Χριστουγεννιάτικη κορδέλα….
-Κόρη μου ο Άγιος Βασίλης δε μπορεί νά ‘ρθει και μου ‘δωκε το δώρο που του ζήτηξες, να στο φέρω… άστραψε από χαρά το κοριτσάκι και πήρε αγκαλιά το όμορφο πακέτο και τρέχει στη μητέρα του να τση το δείξει….
Όσο η γιαγιά έλεγε το παραμύθι, εθώργιενε τα μάθια ντου να κλειούνε μέχρι απου εποκοιμήθηκε….
Αποκοιμήθηκε μέσα στη γαλήνη του παραμυθιού, στη ζεστή αγκαλιά τση γιαγιάς.
Έγειρε στο κρεβατάκι σκεπασμένο με τη ν’ αγάπη και τη καλοσύνη τση καλής γειτόνισσας.
Σαν εποκοιμηθήκανε και τα δυό σοκαιρίτικα, έκοψε ένα μερί από το χοίρο που κρέμεται στο τσιγκέλι, επήρε κουραμπιέδες, μελομακάρονα και πάει στη χαροκαμένης το σπίτι.
Εκόντευγε μεσάνυχτα…
Ώρα να πούνε τα χρόνια πολλά και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος.
Σα ν’ επέρασε το κατώφλι θωρεί τη μάνα με τσι δυό γιούς να κάθουνται στο πυρόμαχο θλιμμένοι και σκουτουργιασμένοι.
-Καλησπέρα γειτόνισσα… κοντεύγει μεσάνυχτα μα δε ντο κάνει η καρδιά μου και ήρθα.
-Ότι κι εποκοιμήθκενε το Χριστινιό και κοιμούνται με τη θυγατέρα μου στο κρεβάτι.
-Έλα πάρε ετούτη νέ τη παραγγελιά και να μας τ’ αξιώσει ο Θεός και του χρόνου.
-Αύριο θα ν’ άρθει το και κοπέλι να σα σε κάμει και το ποδαρικό, μονό να μη στενοχωράσαι, να σε θωρούνε τα κοπέλια σου ετσά λογιώς.
Με δάκρυα στα μάθια επήρε το καλάθι να το αδειάσει στο τραπέζι.
-Έλα μέσα Κατίνα έλα πέρασε….
Ο Θεός να σου ξεπλερώσει το καλό απου θες του σπιθιού μου.
Δε πρέπει να στενοχωρώ τα κοπέλια μου, μα έτσά μεγάλο πόνο, δε μπορώ να το νε παλέψω και θέλω δε θέλω τα μαυροκαρδίζω τα κακονίζικα.
Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος η κούκλα του Χριστινιού, είναι δίπλα στο προσκέφαλο ντου, δεμένη με τη Χριστουγεννιάτικη κορδέλα, οντε θα ξυπνήσει να τη νε βρεί.
Η πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου, θα του χαρίσει το ΑγιοΒασιλιάτικο χαμόγελο, που δε ν’ ήρθενε από τη καμινάδα, μα ήρθενε από τη καλή καρδιά τση Κατινιάς.
Σαν εξημέρωσε, ο Θεός τη ν’ ημέρα, το γλάνι ήτονε μες τη τρελή χαρά.
Εβάστανε στη ν’ αμπασκάλη τη κούκλα, τη χτένιζε, τση μίλιενε και έλαμπε από ευχαρίστηση.
Μέσα ντου πιστεύγει πως είναι το δώρο του μπαμπά ντου, που ήρθενε στη θέση του Άη Βασίλη και θέλει να πάνε ντελόγω στο σπίτι να το δείξει τση μάνας του.
Σαν είδενε τη λάμψη στο χαμόγελο του κοπελιού, με τη κούκλα αγκαλιά, ν’ αγλακά να τση τη δείχνει, εχαμογέλασε κ’ εκείνη πρώτη φορά εδά και έξε μήνες.
-Χρόνια πολλά μαμά…!!!
-Καλώς το Χριστινιό μου καλώς τη ν’ αγάπη μου…. Έλα παιδί μου να μα σε κάμεις το ποδαρικό έλα αγάπη μου….!!!
Η καλή πράξη έπχιασε τόπο….
Το χαμόγελο στα χείλη τση χαροκαμένης μάνας, είναι το μεγαλύτερο και ακριβότερο δώρο, που μπορεί να κάμει άθρωπος τ’ αθρώπου.
Και η κυρά Κατίνα η γειτόνισσα ήκαμε το χρέος τση απέναντι στο (μ)πόνο και την αθρωπχιά.
Το Χριστινιό δε χρειάζεται να ποκρεμάται στο παραθύρι στεναχωρημένο και με τη κούκλα στη ν’ αμπασκάλη, έφερε το καλύτερο ποδαρικό για το καινούργιο χρόνο.
Καλή χρονιά και σ’ εσάς φίλοι μου, απίκραντος κι ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…
Η φωτογραφία ειναι τυχαία επιλογή απο το διαδίκτυο.