Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Γρηγορίου Σταματάκης
Δυτικά των Καπετανιανών βρίσκεται η Μονή. Σκέτη. Χωρίς κανένα συνοδευτικό όνομα, διότι δεν το χρειαζόταν για να ξεχωρίζει.
Πρόκειται για το πιο αρχέγονο, απομακρυσμένο απομονωμένο και ερημικό σημείο των Αστερουσίων. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Η ύπαρξη καλής πηγής νερού και η ιδιαιτερότητα του χώρου, οδήγησαν πολύ νωρίς τους ανθρώπους ως εδώ. Πενήντα αιώνες πριν, οι πρώτοι που χαρακτηρίστηκαν ως μινωίτες, άφησαν ισχυρά σημάδια από την κατοίκηση τους. Το ίδιο και την Ελληνιστική εποχή, που η πολυτελής επιφανειακή μελανοβαφή κεραμική οδηγεί στην υπόθεση για χώρο σημαντικής λατρείας. Παράλληλα το μέρος θεωρείται ένα από τα τρία επικρατέστερα για την τοποθέτηση της αναζητούμενης αρχαίας πόλης Αστερουσίας που ονόμασε όλο το βουνό και η οποία ισορροπεί ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία, γνωστή κυρίως από τους άντρες της που ως μισθοφόροι τοξότες, ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στο σημερινό Αφγανιστάν όπως διηγούνται οι λαϊκές μεταγενέστερες φυλλάδες.
Ακολούθησαν πολλοί αιώνες που χάνεται από το προσκήνιο για να επανεμφανιστεί τον 14ο αιώνα, όταν οι αντιρρητές Θεολόγοι με το ανυπολόγιστο θρησκευτικό εθνικό και πολιτιστικό έργο, ιδρύουν και εδώ ένα από τα μοναστήρια τους. Δεν ξέρουμε ούτε γι αυτό πολλά παρά μόνο ότι ξεχώριζε απ΄ όλα τα άλλα και γι αυτό δεν του δόθηκε όνομα. Ήταν «Η Μονή».
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους και για όλους τους γνωστούς λόγους η Μονή των Αντιρρητών Θεολόγων ερημώνεται και ερειπώνεται πλήρως. Έμειναν τα ερείπια και το όνομα της ως τοπωνύμιο πλέον: «Η Μονή»
Δυόμιση αιώνες αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, ο μοναχός Θεόδουλος από την Μονή Κουδουμά με καταγωγή από τον Ζαρό, εγκαταστάθηκε μόνος του εδώ και με ανυπέρβλητες δυσκολίες ξεκίνησε να ξανακτίζει το μοναστήρι. Αναστήλωσε τον ήδη υπάρχοντα ερειπωμένο ναό, πρόσθεσε παρεκκλήσι έκτισε κελιά….. Τα πάντα τα κατασκεύαζε με πέτρα, δεν είχε άλλο υλικό. Ακόμη και οι κυψέλες των μελισσών του είναι πέτρινες. Για να δημιουργήσει σχέσεις με τους Καπετανιανούς, βάπτισε 10 παιδιά και τους έδωσε τα ονόματα των Αγίων Δέκα που ευλαβούνταν πολύ. Έτσι επανέφερε στο προσκήνιο αρχαία ονόματα όπως Αγαθόπους, Σαντρονίνος, Ευάρεστος, Βασιλείδης κλπ.
Όλη του η ζωή και κυρίως η κοιμήση του ήταν οσιακή και κατετάγη στην συνείδηση των παροικούντων, ως Όσιος και πολλά είναι αυτά που ακόμη διηγούνται γι αυτόν.
Μετά τον Θεόδουλο δεν υπήρξε μοναστική συνέχεια. Τα κελιά ερειπώθηκαν ξανά και η εκκλησία περιήλθε στην ενορία Καπετανιανών της οποίας μέχρι και σήμερα αποτελεί ξωκκλήσι. Εορτάζει κάθε χρόνο την Παρασκευή της Διακαινησίμου διότι είναι αφιερωμένη στην Σύναξη της Παναγίας-Ζωοδόχου Πηγή.
Γι αυτό κι εμείς πήγαμε σήμερα ως εκεί και λειτουργηθήκαμε. Εόρταζε η Μονή και απέκτησε πάλι έστω και για μια μέρα ζωή.
Ο Ιλαρίωνας και ο Αιμιλιανός ήρθαν από τον Κουδουμά, λειτούργησαν και τέλεσαν τρισάγιο στον τάφο του Θεοδούλου.
Οι πιστοί από τα Καπετανιανά, αλλά και από την Λούκια, την Κουμάσα, την Βαγιωνιά, το Φουρνοφάραγγο και τον Ζαρό –κατά σάρκα συγγενείς του Θεοδούλου- έφεραν τις αρτοπλασίες και τις προσφορές τους.
Οι βοσκοί πρόσφεραν στην Παναγία τα τασιμάρικα αρνιά, δίνοντας τον τόνο στο χρώμα του τόπου.
Ο Γιώργης Κοκκινάκης, από τα Καπετανιανά που με την οικογένεια του φροντίζει το ναό, μας δεξιώθηκε κάτω από τα εναπομείναντα δέντρα, πλουσιοπάροχα στο τέλος.
Το πανηγύρι της Μονής δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι το καλύτερο διότι σε μια εποχή που χάθηκε η αίσθηση του αυθεντικού και του μέτρου, αυτό παραμένει «όπως πρέπει»!!!