Η ομιλία του Πέτρου Μηλιαράκη μετά τις προσφωνήσεις, Εξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας
Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες, κ. Υπουργέ, κ. Περιφερειάρχη Κρήτης κτλ.
Με ιδιαίτερη ευθύνη και ηθικό βάρος, ανέλαβα να επιτελέσω το καθήκον της επιγραμματικής ιστόρησης των τραγικών γεγονότων των οποίων την επέτειο τιμούμε με την εξόχως σημαντική παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, έχοντας κατά νου ότι: το πάχος των χειρογράφων δεν ωφελεί. Αντιθέτως ο πυρήνας του ιστορούμενου γεγονότος, είναι πάντοτε «το ζητούμενο», κυρίως όταν αυτός επικαιροποιείται.
Με βάση τη θέση αυτή, ας μου επιτραπεί η αναφορά στην αναγκαία, άλλωστε, αλλά αληθή εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία κυρίως εστιάζουν επιγραμματικώς στα παρακάτω:
Τον Αύγουστο του 1943 οι Γερμανοί κατακτητές εγκατέστησαν ένα φυλάκιο στο χωριό Κάτω Σύμη, στους πρόποδες των Λασιθιώτικων ορέων. Το γεγονός ότι το φυλάκιο αυτό βρισκόταν ακριβώς στο δρόμο που συνέδεε τα χωριά της επαρχίας Βιάννου με το λημέρι των ανταρτών, αποδεικνύει τον αληθή προορισμό και σκοπό του συγκεκριμένου φυλακίου. Ελάχιστο χρόνο αργότερα, τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου 1943, δύο από τους τρεις στρατιώτες του γερμανικού φυλακίου της Σύμης (γιατί ο τρίτος απουσίαζε), εκτελέσθηκαν από συνεργάτες του Μανώλη Μπαντουβά. Μετά την εκτέλεση των δύο Γερμανών, μεγάλη δύναμη γερμανικού στρατού συγκεντρώθηκε στην Άνω Βιάννο, και στις 12 Σεπτεμβρίου με μηχανοκίνητα μέσα και πλήρη οπλισμό, προχώρησε ανατολικά με κατεύθυνση προς την Κάτω Σύμη. Κατά τη διαδρομή τους από τα διάφορα χωριά, οι Γερμανοί συνέλαβαν είκοσι (20) ομήρους, μεταξύ αυτών και τον Ιερέα και δάσκαλο του Κεφαλοβρυσιού Ματθαίο Γιαλιαδάκη, τον οποίο συνέλαβαν με τα άμφιά του, την ώρα που ιερουργούσε στην εκκλησία του χωριού, διακόπτοντας τη Θεία Λειτουργία. Ήταν Κυριακή πρωί!
Το γεγονός αυτό, της σύλληψης των ομήρων και της κατ’ ουσίαν απαγωγής του Ιερέα κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αστραπιαία μεταφέρθηκε στους αντάρτες που ειδοποιήθηκαν για τις κινήσεις των Γερμανών και τις προθέσεις τους.
Έτσι, οι αντάρτες εγκαίρως κατέλαβαν τις κατάλληλες θέσεις στην Κάτω Σύμη και στα υψώματα που βρίσκονται στην ανατολική και δυτική πλευρά της κοιλάδας, στο δρόμο προς την Κάτω Σύμη. Όταν δε οι Γερμανοί, περίπου κατά τις 10 το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου, άρχισαν να εισέρχονται στην κοιλάδα με τους ομήρους ως προμετωπίδα και πλησίαζαν προς το χωριό, αιφνιδιάστηκαν από καίρια επιχείρηση των ανταρτών. Η αιφνιδιαστική κίνηση των ανταρτών επέτρεψε στους ομήρους (συμπεριλαμβανομένου και του Ιερέα), να ενωθούν με τους αντάρτες χωρίς απώλειες και να δράσουν από κοινού. Επακολούθησε δε σκληρή μάχη από το πρωί, έως αργά το απόγευμα. Οι απώλειες των ανταρτών ήταν ένας (1) νεκρός, ο Απόστολος Βαγιωνάκης και δύο (2) τραυματίες, ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης και ο Εμμανουήλ Ηλιάκης. Αντιστοίχως οι απώλειες των Γερμανών αφορούσαν 45 νεκρούς και ανεξακρίβωτο αριθμό τραυματιών. Επίσης συνελήφθησαν, διαφόρων βαθμών ιεραρχίας, συνολικώς 12 Γερμανοί (στρατιώτες και αξιωματικοί) καθώς και ο διερμηνέας τους από τις Αρχάνες ονόματι Αγογλωσσάκης. Τους αιχμαλώτους αυτούς κράτησαν υπό την κατοχή τους οι αντάρτες στο βουνό.
Στη συνέχεια, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα Τρίτη, οι Γερμανοί με τις υπόλοιπες δυνάμεις τους, και με νέες δυνάμεις, εκτελούσαν όσους άνδρες έβρισκαν στα χωριά Κάτω Σύμη, Πεύκο, Βαχό, Αμιρά, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά και Άγιο Βασίλειο. Μόνο στην πλαγιά κάτω από το Ηρώο που βρισκόμαστε εκτελέστηκαν 114 άντρες, όλοι από τον Αμιρά.
Επίσης, σημαντικός αριθμός εκτελέσεων έλαβε χώρα σε άλλα χωριά της Βιάννου και στα όμορα χωριά της Ιεράπετρας. Από τις 14 μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1943 ο συνολικός αριθμός των εκτελεσθέντων ανερχόταν σε 461 άτομα, που αφορούσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ενώ πολλές από τις γυναίκες κυοφορούσαν. Παραλλήλως με τις εκτελέσεις, συνελήφθησαν από τα χωριά Καλάμι και Συκολόγο 137 όμηροι, που οδηγήθηκαν στην Άνω Βιάννο και κρατήθηκαν στο κτήριο του εκεί Γυμνασίου. Στον ίδιο χώρο οι Γερμανοί ήδη κρατούσαν ομήρους και από άλλα χωριά, συμπεριλαμβανομένων και πολλών γυναικών. Το σύνολο των κρατουμένων, αφορούσε περίπου 300 άτομα με την απειλή της εκτέλεσης. Η απειλή αφορούσε στο ότι: η εκτέλεση θα ελάμβανε χώρα εάν δεν ανταλλάσσονταν οι όμηροι του Γυμνασίου που είχαν συλληφθεί υπό τις προαναφερόμενες ασύμμετρες συνθήκες με τους 12 αιχμαλώτους πολέμου που κρατούσαν οι αντάρτες, μετά τη μάχη της Σύμης.
Έτσι, στις 17 Σεπτεμβρίου μετέβη 6μελής Επιτροπή στο στρατηγείο των ανταρτών, και μετέφερε την απαίτηση των Γερμανών να παραδοθούν οι αιχμάλωτοι πολέμου, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των ομήρων του Γυμνασίου της Βιάννου. Η ανταλλαγή θα ήταν δώδεκα (12) έναντι τριακοσίων (300). Αυτό ήταν, κατά το φασισμό, το «ισοζύγιο» της «αξίας του ανθρώπου». Η Επιτροπή επέστρεψε άπρακτη στις 21 Σεπτεμβρίου μεταφέροντας την ανένδοτη δήλωση των ανταρτών ότι: οι αιχμάλωτοι θα μεταφερθούν στην Αφρική, γιατί οι αντάρτες δέχονται εντολές μόνο από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και συνεπώς οι Γερμανοί αιχμάλωτοι θα ανταλλαγούν με δικούς μας αιχμαλώτους πολέμου. Κατόπιν τούτου υπήρξε απόκρημνη κατάσταση. Ασφαλώς μετά την αποτυχία της Επιτροπής, οι Γερμανοί θα είχαν προχωρήσει στην εκτέλεση των ομήρων, εάν δεν ελάμβαναν χώρα δραματικές διεργασίες με αντιπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, αλλά και με την έντονη παρουσία της Εκκλησίας μας. Με αυταπάρνηση (προσφέροντας ακόμη και τον εαυτό του όμηρο για τη διάσωση των αιχμαλώτων) παρενέβη ο Μεγάλος Ιεράρχης μας, ο τότε Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, μακαριστός Ευγένιος Ψαλιδάκης καθώς και ο τότε Επίσκοπος Πέτρας, μακαριστός Διονύσιος Μαραγκουδάκης. Ιδού και ο σημαντικότατος ρόλος της Εκκλησίας μας στον ιερό αγώνα κατά του κατακτητή.
Ας ολοκληρώσουμε όμως δια βραχέων τα λοιπά γεγονότα. Από 14 Οκτωβρίου, ένα μήνα μετά τις ομαδικές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία Γερμανών άρχισαν κατεδαφίσεις χωριών που είχαν εκκενωθεί, ενώ ολόκληρες περιοχές τέθηκαν στη γέενα του πυρός. Η περιοχή κηρύχθηκε «νεκρή ζώνη», ορθότερα θα λέγαμε «κρανίου τόπος». Το ίδιο συνέβη και στα χωριά της Ιεράπετρας, Μύρτος, Γδόχια, Μουρνιές και στον οικισμό «Καημένου» της Ρίζας, που λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Ο απολογισμός ήταν ολοκαύτωμα, ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση. Κατά τρόπο δε αδιστάκτως βέβαιον η θηριωδία αυτή δεν αφορούσε πράξεις γενναίων ανδρών.
Τα προαναφερόμενα τα οποία επιγραμματικώς Σας εξέθεσα μας υποχρεώνουν στην επισημείωση των παρακάτω: Όταν η Γερμανία κήρυξε το πόλεμο κατά της Ελλάδας, η Σύμβαση της Χάγης του 1907 αναφερόταν με βάση το άρθρο 3, τόσο στις αξιώσεις αποζημίωσης λόγω των εχθροπραξιών, όσο και στην ευθύνη «δια πάσας τας υπό των συμμετεχόντων της στρατιωτικής δυνάμεως ενεργεθείσας πράξεις». Επίσης το Δίκαιο του Πολέμου εστιάζει ειδικώς στα πολεμικά εγκλήματα (war crimes). Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 του Κανονισμού του Διεθνούς Στρατοδικείου (γνωστού υπό την ονομασία και ως Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης), τα εγκλήματα πολέμου αφορούν όχι μόνο εγκλήματα κατά της ειρήνης γενικώς, αλλά και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις «ειδικές» τους εκδηλώσεις. «Ειδικές εκδηλώσεις» δε, αφορούν τα γεγονότα που Σας προανέφερα. Τούτων δοθέντων: Είναι απαράγραπτες και διαρκώς ενεστώσες οι υποχρεώσεις της ενοποιημένης πλέον Γερμανίας και νόμιμης διαδόχου του Γ’ Ράϊχ να ανταποκριθεί στις μεταπολεμικές υποχρεώσεις της αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που της αναλογούν και της ανήκουν, τόσο στο επίπεδο του κατοχικού δανείου που αφορά ευρύτερα στην Ελλάδα, όσο και στο επίπεδο των επανορθώσεων, που αφορούν ειδικότερες αξιώσεις και αντίστοιχες υποχρεώσεις. Άλλωστε, οι πρόνοιες της Συνθήκης της Βόννης του 1952 περί πολεμικών επανορθώσεων παραμένουν εκκρεμείς, ακόμη και ως προς τη Συνθήκη Ειρήνης. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να απευθυνθώ στον παριστάμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τα εξής:
Κύριε Πρόεδρε, Στις συναντήσεις Σας με το Γερμανό ομόλογό Σας, Σας παρακαλούμε να του γνωρίσετε τα εξής:
Η γενιά που έζησε το ολοκαύτωμα με τα στυγερά εγκλήματα και το αποκρουστικό θέαμα του θεάτρου ενός άδικου πολέμου, καθώς και η αμέσως επόμενη και μεθεπόμενη γενιά, παρά που το πένθος δεν είχε επιλυθεί και παρά που τα προβλήματα ήταν σωρευμένα και δυσβάστακτα, εν τούτοις αυτός ο λαός, αυτή η κοινωνία, δεν αντέταξε μίσος στο γερμανικό λαό. Αναφέρομαι στην αξιοπρέπεια μεγαλειώδους σπονδής των δακρύων. Ασφαλώς Κύριε Πρόεδρε, η σπονδή αυτή των δακρύων και η αίσθηση πραγματικής φιλίας της κοινωνίας της Βιάννου με το Γερμανικό λαό, επουδενί μπορεί να παρερμηνευθεί ως αιτία «παραγραφής» των εγκλημάτων του πολέμου (τα οποία άλλωστε νομικώς ουδέποτε παραγράφονται), ως διάθεση «παραίτησης» επί αξιώσεων τις οποίες η διεθνής έννομη τάξη ιδρύει. Σε κάθε περίπτωση δε, πρέπει να καθίσταται σαφές ότι αυτή την κοινωνία, της οποίας σε λίγο αναγορεύεστε επίτιμος δημότης, δεν τη χωρίζει μόνο άβυσσος με το φασισμό και το ναζισμό, αλλά τη διαχωρίζουν ιστορικώς και αμετακλήτως το αίμα, η φωτιά και το σίδερο.
Παρερχόμενος το βήμα τούτο, επιτρέψατέ μου να ολοκληρώσω τα όσα έχω την τιμή να Σας εκθέτω και με τα εξής:
Στο παρόν ετήσιο μνημόσυνο παρίσταται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εκτιμώντας το βίο και την πολιτεία του Προέδρου, μπορούμε εμείς, η τοπική κοινωνία, να διερμηνεύσουμε το σκοπό και το συμβολισμό της παρουσίας του. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρίσταται όχι μόνο για να δηλώσει το σεβασμό της Πολιτείας στη θυσία των νεκρών μας, αλλά και για να τιμήσει ως Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων τον τόπο αυτό που επαναβεβαίωσε το δόγμα του Έθνους «μολών λαβέ».
Με την παρουσία του επικυρώνει την Αρχή ότι ο κάθε πολίτης, με πρώτο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έχουμε χρέος καθόσον είμαστε παρόντες, να υπερασπιζόμαστε τα έννομα συμφέροντα της πατρίδας και του Έθνους. Το χρέος δε αυτό αφορά και σ’ αυτούς που θα ’ρθουν, στους αγέννητους. Πρωτίστως όμως χρωστάμε σ’ αυτούς που πέρασαν και φύλαξαν Θερμοπύλες, σε όλους εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας. Γιατί, από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά, είναι βγαλμένη η ελευθερία μας. Γιατί χρωστάμε να διατηρούμε αιωνία τη μνήμη αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι.
Αιωνία αυτών η μνήμη!