Του Πολυχρόνη Στιβακτάκη
Είκοσι έξι τ’ Αύγουστου η του σαράντα τρία
λένε οι γέροντες πολλά και λίγα τα βιβλία
‘κείνη τη μαύρη ταχινή ως χάραζε στη ρίζα
πάνω ‘πό χίλοι Γερμανοί κυκλώνουν τα Βορίζα.
Κρατούν τση Σκρόφας το νερό, τσι Φούρνους στο Φαράγγι
κι απού το πόρο τση Σποριάς είσαμε τ’ Αγκουτσάκι.
Απ’ το Κουρούτι εμπήκανε αρματωμένοι ούλοι
τα χαρκιδιά περάσανε βγαίνουν στο Φαραγγούλι.
Βγάνουνε την απόφαση εκειά να χωριστούνε
και στο Ξετρύπι μπαίνουνε τσ’ ανθρώπους βλαστημούνε.
Σα τα οζά τσι βάνουνε σειραδιαστούς τσι πάνε
γέρους και γυναικόπαιδα άσκημα πράματα ‘ναι.
Κι άπ’ τ’ αποδέλειπο χωριό ομπρός τως τσι λαλουνε
στην εκλησά μαζώνουτζοι μ άρματα τσι παντούνε.
Γρικάτε μπαλοτοκοποιό στου Τραχειλιού το μπόρο
κι όπου κι αν είναι βγόριζμα βρυχάται πολυβόλο,
Μηδέ γερόντους σέβουντε μηδέ κοπέλια οι σκύλοι
γιατί κρατούν και πολεμούν αντάρτες στο Τραχείλι.
Εσέρνανε οι Γερμανοί που ‘ρθανε στο κατόπι
το Γερμανοδοσίλογο τον άντρα τον προδότη.
Μπήκεν από της εκκλησιάς την πίσω πορτοπούλα
και στ’ Άγιο Βήμα εστάθηκε και φόριε τη κουκούλα.
Εδιάλεγε τσι πλιά καλούς τσι νέικους που θωριε
κι ας είχανε μικρά παιδιά ο σκύλος πώς εμπόριε;
Χήρεψε κι εμαυρόντυσε γυναίκες και μανάδες
κι ήφηκε βυζανάρικα με δίχως πατεράδες.
Σαν εχορτάσαν τα θεριά τσ’ ομήρους τως κρατούνε
μιαν ώρα δίδουν εντολή των χωριανών να μπούνε.
Να πάρουν απ’ τα σπίθια ντως ότι μπορούν σα θένε
γιατί θα κάψουν το χωριό ντελόγο τοσε λένε.
Ποιος να σηκώσει κεφαλή που παραδειγματίζει
στη κάθε στράτα ‘νας νεκρός το κόσμο φοβερίζει.
Δυό δρόμους παίρνουν κι αγλακούν στα σπίθια ντως να πάνε
όμως πλια κάτω κοίτουντε δυό σκοτωμένοι χάμε.
Ήντα να σκώσουν να μπορούν στη στράτα για να μπούνε
μόνο σεντόνες τ’ άτυχα τσι νύχτες μην εργούνε.
Από τη μπάντα του Ζαρού έρχουντ’ αεροπλάνα
και χάν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Οι ανθρώποι εσκορπίσανε στα ρυάκια να χωστούνε
σιντεροφτέρωτα πουλιά το θάνατο σκορπούνε.
Πέφτουνε βόμβες στο χωριό μαύρος καπνός και σκόνη
σε τούτηνε τη κόλαση ποιος ζει και ποιος γλυτώνει.
Οτι κρατούν αφήνουντο πορεύγουντε να βγούνε
μεσ’ από τούτη τη φωθιά να φύγουν να σωθούνε.
Αλέξαντρος, Χαράλαμπος, Σφινιάς σ’ ένα κατώι
μ’ έναν ακόμη ορτάκι ντως το Γιαννουλομανώλη.
Πιάνουνται στη μεσοχωριά στου φούρνου το σπιτάκι
την αναπνιά ντως πέρνουνε από ‘να θυριδάκι.
Κι αρπά φωθιά τ’ ανώφυλλιο τση πόρτας και πλαντούνε
βγάνουν για να γλυτώσουνε και τηνε κατουρούνε
του Βάγγελου ο Χαράλαμπος μου ‘πε την ώρα εκείνη
μηδε στο ( ντουχιουμανη σου ο θιός να μην τη δίνει).
Τοίχοι δεν επομείνανε δώματα στεγιασμένα
σοδιές και σπίθια και φωθιά όλα γενίκαν ένα.
Στο κατώι ήταν οι. Τσαφαντάκης Αλέξανδρος, Χατζηδάκης Χαράλαμπος, Λεονταράκης Μανούσος, ή Σφηνιάς ή Κοκινομανούσος και Γαννουλάκης Εμμανουήλ