Της Aννας Μανουκάκη – Μεταξάκη
Μετά τη μάχη της Σύμης, αργά στις 12-9-1943 οι αντάρτες αποσύρθηκαν από τα υψώματα της ανατολικής και δυτικής πλευράς της κοιλάδας με τον ένα νεκρό και τους δύο τραυματίες τους ενώ οι Γερμανοί μετέφεραν με πολλά ζώα τους δικούς τους 12 χιλιομ. στην Αν. Βιάννο.
Οι Γερμανοί σκότωσαν τους άντρες που βρήκαν στην Κάτω Σύμη και στον Πεύκο και 2 μέρες μετά τη μάχη, την Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα του Τιμίου Σταυρού έβαλαν φωτιά στα 2 χωριά. Ταυτόχρονα, αφού κύκλωσαν τα χωριά Βαχνό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά και Αγ. Βασίλειο, σκότωσαν όλους τους άντρες που δεν πρόλαβαν να φύγουν ή πιστεύοντας στις υποσχέσεις που τους έδωσαν την παραμονή το βράδυ, ότι τάχα κινδυνεύουν έξω και όχι στα σπίτια τους, παρέμειναν.
Ξημερώματα στις 14-9-1943 άρχισαν σε όλα τα χωριά οι ομαδικές εκτελέσεις. Στο χωριό Αμιρά, κάτω από το Ηρώο, εκτελέστηκαν 114 άνδρες. Ύστερα οι Γερμανοί άρχισαν την εκκαθάριση όλης της περιοχής σε πλάτος 5 χιλιομέτρων από την παρασλία (“νεκρή ζώνη”) σκοτώνοντας αδιακρίτως όποιους έβρισκαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. 401 νεκροί, ανάμεσά τους οικογένειες που ξεκληρίστηκαν όπως της Κυριακής Συγγελάκη από τα Αμιρά (ο πατέρας και 4 γιοί του) και του Εμμ. Δημητριανάκη από τα (Δόχια (5 νεκροί), έγκυες γυναίκες, παράλυτοι, ανάπηροι και γέροι. Παιδιά, όπως εκείνα του Γ. Βερβελάκη από το Κεφαλοβρύσι 8, 12 και 15 χρόνων που βασανίστηκαν και ύστερα κατακρεουργήθηκαν γιατί δεν μαρτύρησαν πού ήταν οι γονείς τους. 300 ομήρους έκλεισαν στο Γυμνάσιο της Βιάννου, από τους οποίους 137 άνδρες από το Καλάμι και το Συκολόγο που αποπειράθηκαν 2 φορές καθ’ όδον να τους εκτελέσουν. Οι 300 που θα εκτελούνταν σίγουρα χωρίς την παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, του τότε αρχιμανδρίτη Ευγένιου Ψαλιδάκη και του Επισκόπου Πέτρας Διον. Μαραγκουδάκη, αφέθηκαν ελεύθεροι στις 25-9-1943.
Στις 14-10, ακριβώς ένα μήνα μετά τις φοβερές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία Γερμανών κατεδάφιζαν και πυρπολύσαν τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατά Πεύκο, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγο των οποίων την εκκένωση από τις 30-9 είχαν διατάξει.
Λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν και τα χωριά της δυτικής Ιεράπετρας Μύρτος, Γδόχια, Μουρνιές και ο οικισμός “Καημένου” της Ρίζας.
Το αντάρτικο βέβαια διαλύθηκε χάνοντας τα στηρίγματα και τους τροφοδότες του και λίγο αργότερα ο Μ. Μπαντουβάς έφυγε για τη Μέση Ανατολή.
Η φρίκη, η πείνα, η ορφάνια, η προσφυγιά και η ζητιανιά των χηράδων για να θρέψουν τα ορφανά τους και αργότερα να τα σπουδάσουν ακολούθησαν για χρόνια.
Κι όμως (για να κατανοήσομε το μεγαλείο της Βιάννου, για το οποίο και σταυρώθηκε) 5 μήνες μετά το ολοκαύτωμα στα ίδια λημέρια ο λαός της πάλι διαφύλαξε και τροφοδότησε το αντάρτικο του ΕΛΑΣ (επί 8 μήνες από το Μάρτιο ως τον Οκτώβριο 1944) που έδωσε τις μάχες της Παναγιάς, του αεροδρομίου Καστελλίου και Μαραθίτη – Φορτέτσας.
Κι ας είχε βιώσει ανείπωτη φρίκη που έμεινε στην ψυχή του πάντοτε, όπως από πρώτο χέρι θα μας διηγηθεί 52 χρόνια μετά στα 63 της η τότε ενδεκάχρονη Ελπίδα, κόρη του δασκάλου Νικ. Τσαγκαράκη από τα Αμιρά, ενός από τους εκεί 1214 εκτελεσμένους άνδρες. (Από την έκδοση των Βιαννίτικων Νέων: “Μνήμες από το Ολοκαύτωμα της Επαρχίας Βιάννου το Σεπτ. του 1943” Ηρ. 1995).
Η αφήγηση
“Ζούσα στο χωριό Αμιρά. Γερμανική κατοχή. Ήμουν 11 χρονών και μπορούσα να θυμάμαι καλά όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το φοβερό Σεπτέμβρη του 43, το μήνα που σημάδεψε τη ζωή μου ολόκληρη, γιατί έχασα ό,τι πιο ακριβό είχα στη ζωή μου, τον πατέρα μου…
Στήθηκαν λοιπόν τα πολυβόλα και οι άνδρες χωρίστηκαν σε ομάδες από 25-30 άτομα η καθεμιά. Τα πολυβόλα έσπασαν τη νεκρική σιγή που είχε απλωθεί. Οι πρώτοι νεκροί άρχισαν να πέφτουν…
Ο πατέρας μου έτυχε στην ομάδα με τους τελευταίους. Η τραγική ειρωνεία σ’ όλο της το μεγαλείο: να περιμένεις το θάνατο με τη σειρά σου! Τώρα που το σκέφτομαι, θαρρώ πως δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε τραγικότερο…
Όταν τέλειωσαν το απάνθρωπο έργο τους, δόθηκε η άδεια να πάμε να δούμε τους νεκρούς μας και το γρηγορότερο να τους θάψουμε, αλλιώς θα τους έκαιγαν…
Μια γιαγιά οδύρεται για τον άνδρα της και τους γαμπρούς της, μια μάνα ετοιμόγεννη (γέννησε σε 12 μέρες την άτυχη αδελφή μου) να ξεσκίζει τις σάρκες της για τον άνδρα της, τον πατέρα της, τους συγγενείς, κι εγώ 11 χρονών παιδί στη μέση αυτού του κυκεώνα ν’ αντικρίζω έναν πατέρα κομματιασμένο με την καρδιά να φαίνεται στο στήθος του και το κεφάλι του διαλυμένο – τα μυαλά του είχαν εκσφενδονιστεί πολλά μέτρα πιο πέρα – ένιωσα να φτάνω τα όρια της τρέλας…
Η μάνα μου με υποχρέωσε να γυρίσω στο σπίτι και να φέρω ένα υφαντό σεντόνι και μια μεταξωτή πετσέτα για να τυλίξουμε το σώμα του πατέρα μου. Ο φόβος με διαπερνούσε, όμως δεν μπορούσα να της αρνηθώ… Επέστρεψα στον τόπο των εκτελέσεων, κρατώντας το σεντόνι και την πετσέτα. Το στρώσαμε καταγής με τη γιαγιά μου, σηκώσαμε τον άτυχο γιο αυτής της γης… σαν άχραντα μυστήρια, και τον βάλαμε πάνω στο σεντόνι. Προσπάθησα να μαζέψω όσα μυαλά γινόταν από δω κι από κει που είχαν πεταχτεί και με την πετσέτα δέσαμε όσο κεφάλι είχε απομείνει απ’ τον αγαπημένο μου πατέρα.
Η θέα της καρδιάς του, που δεν κτυπούσε πια, μ’ έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Έπρεπε όμως να συνέλθω και να σταθώ, γιατί οι Γερμανοί δεν άφηναν περιθώριο για εκδηλώσεις συναισθηματικές. Τον δέσαμε λοιπόν στο σεντόνι, τον φορτώσαμε στο γαϊδούρι και κινήσαμε για το νεκροταφείο. Όταν φτάσαμε εκεί, ο θρήνος είχε πάρει άλλες διαστάσεις. Έπρεπε να βρεθούν μνήματα για όλους. Ο πατέρας μου, ο λατρευτός μου πατέρας, πού θα ‘βρισκε ανάπαυση; Ξεκινά λοιπόν ένας μαραθώνιος, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η γιαγιά μου άρχισε να σκάβει κι εγώ με το φουστάνι μου έβγαζα τα χώματα απ’ έξω. Η μάνα μου δίπλα στον πατέρα μου να οδύρεται και να βγάζει τα μαλλιά της. Τέλειωσε η ταφή του πατέρα μου, φυσικά χωρίς παπά, χωρίς ψαλμωδία, χωρίς καμία διαδικασία για κανέναν. Αρχίζει η ταφή του θείου και φτάνει η σειρά του παππού μου. Τότε άρχισαν ξανά τις απειλές οι Γερμανοί, πως, αν δεν τελειώναμε μέσα σε 2-3 ώρες, θα τους έκαιγαν”.