Σε έναν υπόδουλο επί τέσσερις αιώνες τόπο, όπου γενιές και γενιές ανθρώπων έχουν γεννηθεί και αναπτυχθεί στη σκιά της διαφθοράς και της ραθυμίας του κατακτητή, η σύσταση κράτους φάνταζε σταγόνα σε έναν ωκεανό ελευθερίας πάνω στον οποίο οι καρδιές δεν ήξεραν καλά καλά να αρμενίσουν. Με την υποδούλωση, βλέπεις, οι φωτισμένοι, οι έχοντες και μόρφωση και χρήμα έφυγαν από την Ελλάδα κι έριξαν γερές τις ρίζες της μεγάλης ομογένειας στο εξωτερικό. Έτσι, η φτώχια, η πείνα και η εξαθλίωση καλλιέργησαν στον δύσμοιρο τόπο μία πληθυσμιακή πλειοψηφία ανήξερη από ανεξαρτησία, ανίδεη από πόθο για πατρίδα αυτόνομη, ανεξάρτητη… «Ο λαός ουδέποτε εσυλλογίσθη περί ελευθερίας, μητ’ αισθάνεται τι εστί πατριωτισμός» έγραφε στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος Δεληγιάννης, κοτζαμπάσης του Μοριά και ένθερμος υποστηρικτής της επανάστασης, την οποία χρηματοδότησε από προσωπική του περιουσία.
Όπως μαρτυρούσε ο ίδιος, οι έγκριτοι, οι λόγιοι, οι πλούσιοι ήταν πάντα οι μπροστάρηδες του λαού. «Εκείνους ακολουθούν πάντες…». Σ΄ εκείνους, στους ολίγους καλοστεκούμενους που διάλεξαν είτε από επιλογή, είτε από υποχρέωση, να ζουν στην Ελλάδα και στους φιλέλληνες του εξωτερικού απευθύνθηκαν οι Φιλικοί και βρήκαν τους εμπνευστές και χρηματοδότες του αγώνα. Κι όταν πια το πρώτο, το μεγάλο άλμα προς τη λευτεριά από τους Οθωμανούς έγινε, η χώρα μπήκε σε μια άλλη περιπέτεια. Να παλέψει με τους δικούς της δαίμονες. Να ανοίξει και να κλείσει εμφυλίους, να βρει κυβερνήτη με γνώση και όραμα, να τον δοκιμάσει, να τον εμπιστευτεί, να γίνει κράτος. Ελεύθερο.
Ο Καποδίστριας, διακεκριμένος διπλωμάτης της ρωσικής αυλής, ήταν «ο κατά πράξιν και θεωρίαν πολιτικός Έλλην, δια να κυβερνήση κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας» ανέφερε το ψήφισμα της εν Τροιζήνι την 2 Απριλίου 1827 Εθνικής Γ΄ των Ελλήνων Συνέλευσις. Τον εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδος εν ονόματι του ελληνικού έθνους και του εμπιστεύτηκε τη νομοτελεστική της δύναμη.
Ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας έπρεπε να στήσει κράτος με κοινή γλώσσα, οικονομία, δομές και υποδομές. Πάνω από όλα, όμως, έπρεπε να εμπνεύσει έναν λαό. Να δημιουργήσει ένα έθνος με ομοψυχία αυτή τη φορά όχι στην πορεία του προς την ελευθερία, αλλά προς την ανάπτυξη. Η ιστορία μαρτυρά πως σπάνια πολιτικός συγκέντρωσε τόσο αντιφατικά ακραίες κρίσεις. Από τον έπαινο στην κατακραυγή και από τη λατρεία στην περιφρόνηση και το μίσος. Ωστόσο ο ίδιος, ως Κερκυραίος και έχων το γονίδιο της φυλής, γνώριζε πως η Ελλάδα είχε απαιτήσεις από εκείνον: «αν αρνηθώ και η Ελλάδα υποκύψει θα πουν για μένα “στεκόταν ο άνθρωπος που μπορούσε να τη σώσει κι όμως προτίμησε να κρατήσει την περίβλεπτη θέση του στη Ρωσία και η πατρίδα του χάθηκε”» απάντησε στη μητέρα του Ρώσου αυτοκράτορα Νικόλαου, όταν εκείνη πληροφορήθηκε την πρόταση των Ελλήνων και προσπάθησε να τον αποτρέψει να την αποδεχθεί («Δεν αποκλείεται να αποπειραθούν να σας δολοφονήσουν. Σεις δεν ξέρετε με ποιον τρόπο οι Έλληνες τρώγονται μεταξύ τους στο πάθος τους να εξουσιάζουν»!).
«Το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έγραψε κάποτε ο Σολωμός και ο Καποδίστριας το ήξερε. Οι αλήθειες που του κληροδοτήθηκαν όταν ανέλαβε να στήσει ένα ελεύθερο κράτος και να μετατρέψει τον ταλαιπωρημένο λαό του σε ένα ομόψυχο, δυνατό έθνος, ήταν η γλώσσα και η θρησκεία, που τον κρατούσαν ενωμένο. Πρώτα είχε να δώσει έναν διπλωματικό πόλεμο με φίλους και διώκτες του τόπου, κι έπειτα να δημιουργήσει υποδομές δημόσιας διοίκησης, να ρίξει τα θεμέλια για οικονομική εξυγίανση και πρόοδο και κυρίως, να μπολιάσει με πατριωτισμό και εθνική έξαρση τον γονατισμένο λαό από τους έξω και έσω δυνάστες του. Και επειδή κράτος χωρίς δικό του νόμισμα δεν υπάρχει, επέλεξε αυτό το πεδίο για να στείλει ένα δυνατό μήνυμα στους Ρωμιούς. Η υποδουλωμένη Ελλάδα ήταν τόπος, όπου το χρήμα δεν είχε ταυτότητα. Τα οθωμανικά γρόσια και οι παράδες κυκλοφορούσαν για τον φτωχό λαό, αλλά τα σεντούκια των προυχόντων του σουλτάνου και των ολίγων Ρωμιών ευνοουμένων τους ήταν παραγεμισμένα κυρίως με ξένα χρυσά και αργυρά. «Φουντούκια», «μαχμουδιέδες», «αϊναλιά» (ισοδυναμούσαν το καθένα με 11, 26 και 33 γρόσια αντίστοιχα) αλλά και γαλλικά ναπολεόνια, βρετανικές λίρες, κορώνες και αυστριακά «τάλιρα Ρεγγίνα». Η ανάγκη –για ψυχολογικούς πρωτίστως λόγους- να αποκτήσει η Ελλάδα το δικό της νόμισμα είχε ήδη διαγνωσθεί πολύ πριν την έλευση του Καποδίστρια. Ανάμεσα στα ζητούμενα προς όφελος του έθνους και πολύ πριν ολοκληρωθεί ο αγώνας, η Α΄ Εθνοσυνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων, είχε θέσει με εξουσιοδότηση στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να φέρει εις πέρας την κυκλοφορία ελληνικού εθνικού νομίσματος, του οποίου το όνομα θα ήταν Δραχμή. Το όνομα επιλέχθηκε ως τονωτική ένεση στο ηθικό αγωνιστών και λαού, καθώς μαρτυρούσε το ιστορικό βάθος του έθνους (η Δραχμή ήταν νομισματική μονάδα της αρχαίας Ελλάδας και ισοδυναμούσε με έξι οβολούς ή οβελούς. Οι οβολοί ήταν νομίσματα μακρόστενα σαν σουβλιά και έξι από αυτά χωρούσαν σε μια ανδρική παλάμη, δηλαδή σε μια δράκα, παράγωγο του ρήματος δράττομαι / αδράχνω, αρπάζω με το χέρι – εξ ου και το ουσιαστικό δραχμή).
Την άνοιξη του 1822, λοιπόν, ο Μαυροκορδάτος πρότεινε τη δημιουργία ελληνικού νομισματοκοπείου στο Άργος, σε πλαγιά δυσπρόσιτη, ελεγχόμενη και ως εκ τούτου απολύτως ασφαλή για την παραγωγή νομίσματος. Έμενε ο τρόπος με τον οποίο θα έκοβαν δραχμές. Και τότε εντόπισαν έναν κιβδηλοποιό από τη Μάνη, ο οποίος είχε στήσει στον τόπο του ένα μηχάνημα κοπής κίβδηλων νομισμάτων. Η αγοραπωλησία ήταν σύντομη και τον Μάρτιο του 1822 το «ανορθόδοξο» πρώτο νομισματοκοπείο της Ελλάδας, στο Άργος, απέκτησε και το μηχάνημά του παραγωγής νομισμάτων, τη «μάκινα» όπως το αποκαλούσαν λατινιστί. Στο πρόσωπο του Αρμένη Χατζηγρηγόρη (Χατζη Κρικόρ) Πυροβολιστή ο Μαυροκορδάτος βρήκε και τον ικανό χαράκτη του νέου νομίσματος. Η απόφαση ήταν για αρχή, να κοπούν το ασημένιο πεντάδραχμο και ο χάλκινος οβολός (ως υποδιαίρεση της δραχμής). Ο στόχος ήταν, μετά την απελευθέρωση, να κοπεί και χρυσή δραχμή.
Αλλά όλα αυτά αποδείχθηκαν όνειρο άπιαστο… Όπως για την παραγωγή κάθε προϊόντος απαιτείται πρώτη ύλη, έτσι και για την κοπή δραχμών απαιτείτο μετάλλευμα, χρυσός, ασήμι, χαλκός. Και πού να βρεθεί σε έναν εμπόλεμο τόπο, όπου τα λάφυρα μοιράζονται σε καταπονημένους αγωνιστές και καπεταναίους; Ο Μαυροκορδάτος πρότεινε ως έσχατη λύση να επιταχθούν και να λιωθούν τα ασημένια ιερά σκεύη των εκκλησιών. Αλλά, ακόμη κι αν υπήρχε πρώτη ύλη, η αγώνας μαινόταν και ο οθωμανικός στρατός, που στα τόσα χρόνια σκλαβιάς είχε μάθει το ελληνικό έδαφος, δεν άργησε να φτάσει και στο Άργος. Το καλοκαίρι του 1822 η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη Πασά πέρασε χωρίς να βρει αντίσταση από τον Ισθμό της Κορίνθου. Στις 13 Ιουλίου μπήκε στο Άργος. Κατέκαψε την πόλη και έσφαξε τους κατοίκους της. Η λειτουργία του νομισματοκοπείου στο Άργος ναυάγησε.
Αλλά η αναγκαιότητα για ύπαρξη εθνικού νομίσματος επανέρχεται έναν χρόνο μετά, στην Β΄ Εθνοσυνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων (έναρξη 29 Μαρτίου, Άστρος). Στη δραματική συζήτηση σε κλίμα καχυποψίας, δυσπιστίας και εχθρότητας, ψηφίζεται ένα νέο αναθεωρημένο σύνταγμα, που «χωράει» και αποφάσεις περί εθνικών συμβόλων (καθιέρωση στη σφραγίδα της Διοίκησης της θεάς Αθηνάς ως συμβόλου σοφίας και του κυανόλευκου ως χρωμάτων της σημαίας) αλλά και σοβαρή υπόμνηση για ανάγκη και καθήκον κοπής εθνικού νομίσματος. Στις 99 παραγράφους του νέου συντάγματος μάλιστα προσδιορίζεται ότι πρέπει να κοπούν ασημένιες δραχμές και χάλκινοι οβολοί, με ισοτιμία μία δραχμή ανά 100 οβολούς. Αλλά ούτε και αυτή τη φορά ευοδώνεται η απόφαση… Γιατί ο πόλεμος συνεχίζεται. Είναι σφοδρός και εμφύλιος. Η Ελλάς αφήνεται στον αλληλοσπαραγμό των παιδιών της και ο Οθωμανός βρίσκει την πόρτα ανοιχτή και εισβάλλει… Ο Ιμπραήμ πασάς μπαίνει στο αφύλαχτο Μωριά και τον ρημάζει.
Η επόμενη απόφαση περί κοπής εθνικού νομίσματος είναι πλέον του κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Σαν από διάθεση να ξορκίσει την «κακοδαιμονία» ενός νομίσματος που δεν κατάφερε ποτέ να κυκλοφορήσει, αλλά κυρίως σαν από ανάγκη να μπολιάσει με δύναμη τον ταλαιπωρημένο λαό που δεν του έφταναν οι αιώνες της υποδούλωσής του και είχε τώρα να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές φατρίες και τη διχόνοια, ο Καποδίστριας εκτοπίζει τη Δραχμή από τα σχέδιά του και προτιμά τον συμβολισμό του Φοίνικα, που του προτείνει ο τραπεζίτης και πολιτικός Αλέξανδρος Κοντόσταυλος. Έτσι θα λέγεται το νόμισμα της Ελλάδας και θα απεικονίζει το πουλί, στο οποίο αναφέρθηκε για πρώτη φορά ο Ηρόδοτος στα Ιστορικά του: «Υπάρχει και ένα ιερό πουλί, που τ᾽ όνομά του είναι φοίνιξ […] Και πηγαίνει λένε, όταν πεθάνει ο πατέρας του, κάθε 500 χρόνια στην Αίγυπτο, στο ιερό του Ηλίου […] Τα φτερά του είναι άλλα χρυσωπά, άλλα κόκκινα. Στην εμφάνιση και το μέγεθος μοιάζει πολύ με τον αετό. Και λένε ότι ξεκινάει από την Αραβία φέρνοντας στο ιερό του Ηλίου τον πατέρα του τυλιγμένο μέσα σε σμύρνα και τον θάβει εκεί στο ιερό […] Και τον φέρνει με τον εξής τρόπο: πρώτα φτιάχνει από σμύρνα ένα αυγό τόσο βαρύ όσο να μπορεί να το σηκώσει, και ύστερα σχηματίζει στο αυγό ένα κοίλωμα, βάζει μέσα τον πατέρα του, γεμίζει με άλλη σμύρνα το κοίλωμα και το πηγαίνει στο ιερό […] Κι εκεί καίγεται. Και γίνεται στάχτη από τη φωτιά του Ήλιου και ξαναγίνεται από την αρχή».
Γνωρίζοντας πολύ καλά τον συμβολισμό του Φοίνικα, ο Καποδίστριας θέλει να τον δει στο πρώτο, δικό του νόμισμα που θα πιάσει στα χέρια του ο Ρωμιός, αλλά να στείλει και το μήνυμα στις εχθρικές και φίλιες χώρες της Ελλάδας. Ο Φοίνικας είναι σύμβολο της δύναμης μιας χώρας που ξαναγεννιέται δυνατότερη από τις στάχτες της…
Για τη δε κοπή των φοινίκων, με εισήγηση του λόγιου, κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δ. Βυζάντιου, προτείνεται η Αίγινα, όπου υπάρχει διαθέσιμος χώρος, στο ισόγειο του κτηρίου, που είχε στεγάσει την πρώτη κυβέρνηση του Καποδίστρια, πριν εκείνος μεταβεί στο Ναύπλιο και μεταφέρει την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η πρόταση γίνεται αποδεκτή και ο Κοντόσταυλος φεύγει για τη Μάλτα. Εκεί υπάρχουν σε αχρησία δύο μηχανήματα κοπής νομισμάτων, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες, πριν εγκαταλείψουν το νησί. Ο Κοντόσταυλος τα αγοράζει αντί 100 στερλινών και τα μεταφέρει στο ισόγειο της Αίγινας. Ωστόσο, τα ανοικτά μέτωπα είναι πολλά και η υπόθεση εθνικό νόμισμα καθυστερεί. Το νομισματοκοπείο είναι έτοιμο από τον Ιούλιο του 1828, αλλά πιάνει δουλειά σχεδόν έναν χρόνο μετά… Τα πρώτα νομίσματα της ελεύθερης Ελλάδας κόβονται στις 27 Ιουνίου του 1829. Είναι ο ασημένιος φοίνικας, τα χάλκινα λεπτό, πεντάλεπτο, δεκάλεπτο και τον επόμενο χρόνο το χάλκινο εικοσάλεπτο.
Το αργυρό νόμισμα από τη μία όψη του φέρει απεικόνιση του ιερού πουλιού, που αναγεννάται από τις στάχτες του ατενίζοντας σταυρό, περιβαλλόμενο από τις λέξεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ενώ από κάτω του μνημονεύεται με γράμματα ο αριθμός 1821 (αωκα) ως χρονολογία έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Στην άλλη όψη του νομίσματος αναγράφεται η αξία του (1 ΦΟΙΝΙΞ) περιβαλλόμενη από τις λέξεις «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ Ι.Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», ενώ στη βάση είναι χαραγμένη η χρονολογία 1828, κατά την οποία ανέλαβε ουσιαστικά καθήκοντα ο κυβερνήτης του κράτους (χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν ότι στα πρώτα νομίσματα που κόβονται αναγράφεται ανορθόγραφα η λέξη ΚΥΒΕΡΝΙΤΗΣ – με «ι» αντί του ορθού «η», αλλά το λάθος εντοπίζεται εγκαίρως και διορθώνεται).
Έως την απόσυρση του φοίνικα από την αγορά, κόβονται 11.978 ασημένια νομίσματα
«…χρεωστούντες να εξεύρωμεν τον τρόπον να θεραπεύσωμεν την ανάγκην ταύτην (την έλλειψη χρημάτων) χωρίς να επιφορτίσωμεν με νέους φόρους την γεωργίαν και το εμπόριον, τα οποία πρέπει να αναζωογονήσωμεν ως παθόντα εκ της παρελθούσης ανωμαλίας…», ανακοινώνει ο Καποδίστριας το 1831, αιτιολογώντας την απόφασή του να κυκλοφορήσει χάρτινο φοίνικα. Ο προγραμματισμός είναι να τυπωθεί χαρτονόμισμα συνολικής αξίας 3 εκατ. φοινίκων. Ωστόσο, τυπώνονται αξίας 500.000. Τα πρώτα χαρτονομίσματα των 5, 10, 50 και 100 φοινίκων τυπώνονται στην Αίγινα την 1η Ιουλίου του έτους, αλλά, μη φέροντας την αξία μετάλλου, τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι δεν είναι ακόμα έτοιμοι να τα αποδεχθούν στις συναλλαγές τους και δεν κερδίζουν την εμπιστοσύνη.
Η δολοφονία του Καποδίστρια τον Οκτώβριο του ίδιου έτους δρομολογεί και τον θάνατο του φοίνικα, που έκτοτε δεν ξαναγεννήθηκε… Επί αντιβασιλείας του Όθωνα, που επρόκειτο να αντικαταστήσει τον δολοφονηθέντα κυβερνήτη, έπαυσε η λειτουργία του Νομισματοκοπείου της Αίγινας και ο φοίνικας ρίχτηκε μια για πάντα στη φωτιά του. Σε πολύ λίγο η Ελλάδα θα είχε νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, νέο νομισματοκοπείο, το Βασιλικό, επί της (σημερινής) πλατείας Κλαυθμώνος και νέο νόμισμα, τη Δραχμή.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ