Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, οι Αρχές του Ελσίνκι και η Δύση: Νομική και Πολιτική Ανάλυση στον Πόλεμο της Ουκρανίας

12 λεπτά ανάγνωσης

Του Σωκράτη Αργύρη

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 έφερε ξανά στο προσκήνιο διεθνείς συμφωνίες που υπογράφηκαν δεκαετίες πριν, όπως το Μνημόνιο της Βουδαπέστης (1994) και οι Αρχές του Ελσίνκι (1975). Τα κείμενα αυτά συχνά επικαλούνται ως πλαίσιο προστασίας της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Ωστόσο, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η αναφορά σε αυτά δεν συνεπάγεται αυτόματα στρατιωτική ή άλλη υποχρεωτική προστασία.  

Ας εξετάσουμε λοιπόν το νομικό και πολιτικό πλαίσιο αυτών των συμφωνιών, την  διαφορά μεταξύ διαβεβαίωσης και εγγύησης, καθώς και η σημασία τους κατά την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία.

Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης υπογράφηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1994 μεταξύ της Ουκρανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η συμφωνία συνδέθηκε με την απόφαση της Ουκρανίας να παραδώσει το σύνολο των πυρηνικών όπλων που είχε κληρονομήσει μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθιστώντας την το πρώτο κράτος που παραιτήθηκε εθελοντικά από πυρηνικό οπλοστάσιο τέτοιας κλίμακας. Παράλληλα, Λευκορωσία και Καζακστάν συνήψαν παρόμοια μνημόνια.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικό στοιχείο αφορά τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν. Ως πρεσβευτής των ΗΠΑ κατά την υπογραφή του Μνημονίου της Βουδαπέστης το 1994, υπέγραφε το κείμενο εκ μέρους της χώρας του, το οποίο τότε παρουσιαζόταν ως εγγύηση ασφάλειας για την Ουκρανία και σταθερό πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ενώ ο Μπλίνκεν ήταν Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η στάση της Δύσης διαφοροποιήθηκε: οι εγγυήσεις του Μνημονίου επικαλούνται κυρίως ως ηθική και πολιτική βάση καταδίκης της ρωσικής επιθετικότητας, χωρίς νομική υποχρέωση στρατιωτικής επέμβασης. Η αντίθεση ανάμεσα στις δηλώσεις και στις πρακτικές πολιτικές επιλογές υπογραμμίζει τα όρια των «πολιτικών διαβεβαιώσεων» και τη διαφορά τους από τις δεσμεύσεις του διεθνούς δικαίου.

Σημαντικό στοιχείο είναι ότι το Μνημόνιο δεν είναι διεθνής συνθήκη που απαιτεί επικύρωση από τα κοινοβούλια των υπογραφόντων και δεν επιβάλλει ρητές νομικές υποχρεώσεις για στρατιωτική παρέμβαση σε περίπτωση επιθετικότητας. Αντίθετα, παρέχει πολιτικές και ηθικές διαβεβαιώσεις (assurances). Οι διαβεβαιώσεις αυτές έχουν σημασία για τη διεθνή νομιμοποίηση και τη διατήρηση της διεθνούς πίεσης, αλλά δεν αποτελούν νομικά enforceable obligations.

Οι υπογράφοντες δεσμεύτηκαν απέναντι στην Ουκρανία να:
1. Σέβονται την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και τα υπάρχοντα σύνορά της.
2. Απέχουν από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας της.
3. Απέχουν από οικονομικό εκβιασμό με σκοπό την επιβολή πολιτικών ή οικονομικών αποφάσεων.
4. Απέχουν από τη χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της Ουκρανίας, με μόνη εξαίρεση το ενδεχόμενο η Ουκρανία να εμπλακεί σε επιθετική ενέργεια κατά κράτους που διαθέτει πυρηνικά ή κατά συμμάχου του σε συνδυασμό με πυρηνική δύναμη.
5. Ζητήσουν την άμεση δράση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ σε περίπτωση που η Ουκρανία αποτελέσει αντικείμενο απειλής ή επίθεσης με πυρηνικά όπλα. Προχωρούν σε διαβουλεύσεις σε περίπτωση που προκύψει κατάσταση σχετική με τις παραπάνω δεσμεύσεις.

Η έμφαση στις διαβεβαιώσεις αντί στις εγγυήσεις είναι ουσιώδης. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο γεγονός ότι μια διαβεβαίωση παρέχει μια υπόσχεση ή δήλωση πολιτικής βούλησης, χωρίς νομικές συνέπειες αν δεν τηρηθεί, ενώ μια εγγύηση θα δημιουργούσε υποχρέωση για άμεση δράση. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι άλλοι υπογράφοντες μπορούν να παρέχουν στρατιωτική βοήθεια, οικονομική στήριξη ή να επιβάλουν κυρώσεις για ηθικούς ή πολιτικούς λόγους, αλλά δεν υποχρεούνται νομικά να αντιδράσουν στρατιωτικά σε κάθε παραβίαση της κυριαρχίας της Ουκρανίας.

Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης κάνει ρητή αναφορά στις Αρχές του Ελσίνκι του 1975, που καθορίζουν διεθνείς κανόνες όπως: σεβασμός της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, ειρηνική επίλυση διαφορών.  

Οι Αρχές του Ελσίνκι, στο πλαίσιο της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), αποτέλεσαν ένα πολιτικό πλαίσιο κατευθύνσεων για τη διασφάλιση της ειρήνης, της ασφάλειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.  

Ωστόσο, όπως και το Μνημόνιο, οι Αρχές του Ελσίνκι δεν έχουν δεσμευτική νομική ισχύ. Είναι πολιτικά και ηθικά πλαίσια που δημιουργούν προσδοκίες για τη συμπεριφορά των κρατών, αλλά δεν υποχρεώνουν τα υπογράφοντα κράτη σε στρατιωτική δράση. Αυτό εξηγεί γιατί η Δύση μπορεί να επικαλείται τις Αρχές και το Μνημόνιο για να καταδικάσει την επιθετικότητα της Ρωσίας, χωρίς όμως να παραβιάζει κάποια δεσμευτική νομική υποχρέωση.

Καθώς οι πολιτικές διαβεβαιώσεις του Μνημονίου δεν είναι νομικά δεσμευτικές, οι δυτικές χώρες δεν έχουν νομική ευθύνη για στρατιωτική υπεράσπιση της Ουκρανίας. Οι ενέργειες όπως οικονομικές κυρώσεις ή στρατιωτική βοήθεια είναι προαιρετικές και εθελοντικές. Στην πράξη, η Δύση ενεργεί για να υπερασπιστεί διεθνείς αρχές και να περιορίσει τις επιπτώσεις της επιθετικότητας, όχι επειδή δεσμεύεται από το Μνημόνιο ή τις Αρχές του Ελσίνκι.

Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και άλλες δυτικές χώρες κατά της Ρωσίας δεν απαιτούν ρητά την έγκριση του ΟΗΕ, εφόσον πρόκειται για μονομερείς ή πολυμερείς οικονομικές και διπλωματικές κυρώσεις που εφαρμόζονται εντός των εθνικών δικαιοδοσιών των επιβάλλουσων κρατών. Το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να επιβάλλει δεσμευτικά μέτρα κυρώσεων για τη διατήρηση ή αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (άρθρα 39-42).

Οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν ως νομική βάση κυρίως το εθνικό δίκαιο των κρατών-επιβάλλουσων και τις ενωσιακές ρυθμίσεις της ΕΕ, όπως και την αρχή της αυτοάμυνας και της διασφάλισης διεθνούς τάξης σε απάντηση σε παραβιάσεις διεθνών συνθηκών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ωστόσο, από πολιτικονομική σκοπιά, η έλλειψη επίσημης έγκρισης από τον ΟΗΕ δίνει στη Ρωσία τη δυνατότητα να αμφισβητεί τη νομιμοποίηση των κυρώσεων, παρά το γεγονός ότι η διεθνής πρακτική αποδέχεται ευρύτατα τα συγκεκριμένα μέτρα ως νόμιμα εργαλεία πίεσης.

Η Ρωσία παραβιάζει τον Χάρτη του ΟΗΕ και θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως η απαγόρευση χρήσης βίας και ο σεβασμός των συνόρων. Η Δύση μπορεί να καταδικάζει, να επιβάλλει κυρώσεις και να παρέχει βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει νομική υποχρέωση της λόγω του Μνημονίου για στρατιωτική επέμβαση.

Η διάταξη περί πυρηνικών στο Μνημόνιο είναι κρίσιμη καθώς απαγορεύει ρητά στους υπογράφοντες να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα εναντίον της Ουκρανίας, εκτός εάν η τελευταία επιτεθεί πρώτη σε πυρηνικό κράτος ή σε κράτος που βρίσκεται σε στρατιωτική συμμαχία με πυρηνική δύναμη. Η πρόβλεψη αυτή αποτυπώνει την προσπάθεια να δοθούν στην Ουκρανία ισχυρές διαβεβαιώσεις ασφάλειας, προκειμένου να παραιτηθεί από τα πυρηνικά της όπλα χωρίς να αισθάνεται στρατηγικά εκτεθειμένη.

Η αναφορά του Ντμίτρι Μεντβέντεφ σε ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών όπλων κατά της Ουκρανίας υπερβαίνει το γράμμα και το πνεύμα του Μνημονίου της Βουδαπέστης και αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  

Στη ρητορική του Μεντβέντεφ, η «χρήση πυρηνικών» επεκτείνεται σε υποθετική προληπτική ή εκφοβιστική δράση και επικαλείται το ρωσικό πυρηνικό δόγμα περί «υπαρξιακής ή στρατηγικής απειλής». Από νομική σκοπιά, η επίκληση αυτή όχι μόνο παραβιάζει τις δεσμεύσεις της Ρωσίας στο Μνημόνιο, αλλά και υπονομεύει τις βασικές αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, ειδικότερα τις διατάξεις περί απαγόρευσης απειλής ή χρήσης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους (άρθρο 2 παρ. 4) και την υποχρέωση επίλυσης διαφορών με ειρηνικά μέσα.

Η ρητορική αυτή επιχειρεί να μεταθέσει τη νομική αιτιολόγηση από το πλαίσιο δεσμευτικής συμφωνίας σε ένα ευρύτερο πολιτικονομικό πεδίο, όπου η απειλή πυρηνικής κλιμάκωσης λειτουργεί ως εργαλείο στρατηγικής πίεσης. Ωστόσο, η επίκληση του δόγματος της Ρωσίας για «νόμιμη άμυνα» αντιστρατεύεται τόσο τις διεθνείς δεσμεύσεις της ίδιας όσο και τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς κοινότητας, δημιουργώντας ένα δομικό νομικο-πολιτικό παράδοξο: η Ουκρανία, παραιτούμενη από το πυρηνικό της οπλοστάσιο βάσει διεθνούς συμφωνίας, τίθεται υπό εκβιαστική απειλή που το Μνημόνιο και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών προέβλεπαν να αποκλείεται.

Η χρήση πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας θα αποτελούσε:
• Παραβίαση των δεσμεύσεων του Μνημονίου.
• Παραβίαση της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT), στην οποία η Ρωσία είναι συμβαλλόμενο μέρος.
• Παραβίαση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, το οποίο απαγορεύει τη χρήση όπλων που δεν διακρίνουν μεταξύ μαχητών και αμάχων ή προκαλούν δυσανάλογη καταστροφή. |
• Μια τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε τη Ρωσία σε πλήρη διπλωματική απομόνωση και θα μπορούσε να προκαλέσει απρόβλεπτες στρατηγικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης πιθανής απάντησης από το ΝΑΤΟ.

Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης και οι Αρχές του Ελσίνκι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα «ήπιου δικαίου» (soft law), δηλαδή κειμένων που διαμορφώνουν ισχυρές πολιτικές και ηθικές δεσμεύσεις χωρίς να παράγουν νομικά εκτελεστές υποχρεώσεις. Η αδυναμία τους να προστατεύσουν την Ουκρανία αναδεικνύει τη διαφορά ανάμεσα στις διαβεβαιώσεις και στις πραγματικές εγγυήσεις, όπως αυτές που παρέχει το ΝΑΤΟ μέσω του άρθρου 5. Παράλληλα, η αποτυχία υλοποίησης των δεσμεύσεων του Μνημονίου επηρεάζει την αξιοπιστία της Δύσης και θέτει ερωτήματα για το μέλλον του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

Ωστόσο, η σύγκρουση φωτίζει και μια βαθύτερη διάσταση: οι διεθνείς κρίσεις συχνά εκδηλώνονται όταν οι ισχυροί θεωρούν ότι μπορούν να επιβάλουν ένα παγκόσμιο status quo χωρίς σοβαρή αντίδραση, υποτιμώντας την αποφασιστικότητα εκείνων που εμφανίζονται ως «ανίσχυροι». Η Ρωσία, ήδη από το 2008 στον πόλεμο της Γεωργίας, είχε δείξει ότι δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη όταν θεωρεί ότι απειλούνται τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Παρά τα προειδοποιητικά αυτά σημάδια, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ υποτίμησαν τη βούληση της Μόσχας να αντιδράσει, με αποτέλεσμα σήμερα να βιώνουν τις συνέπειες αυτής της λανθασμένης εκτίμησης μέσα από την απώλεια εδαφών της Ουκρανίας.

Την ίδια στιγμή, η δυτική διπλωματία απέδειξε την γνωστή της ματαιότητα: αντί να αξιοποιήσει την αδυναμία της τότε Σοβιετικής Ένωσης για να δώσει μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση ασφάλειας, προτίμησε ευκαιριακές συμφωνίες που έδιναν την ψευδαίσθηση σταθερότητας. Ίσως, άλλωστε, ποτέ δεν έπαψε να φοβάται την πυρηνική ισχύ μιας αποδυναμωμένης αλλά υπαρκτής Ρωσίας, η οποία είχε ήδη «χαρίσει» στη Δύση το μεγαλύτερο γεωπολιτικό δώρο του 20ού αιώνα: τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Έτσι, η Ουκρανία μετατράπηκε σε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων, με τις συνέπειες να αντανακλώνται στη Δύση σε οικονομικό, κοινωνικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι δυτικές κοινωνίες δεν διαθέτουν τα μέσα να προστατευθούν πλήρως από τις επιπτώσεις ενός πολέμου που ανέδειξε τα όρια της ισχύος τους.

Πηγή: anoixtoparathyro.gr

Μοιραστείτε το άρθρο