“…Σιγά- σιγά περνά ο βαρύς χειμώνας και η άνοιξη αρχίζει να χαμογελά στον Λασιθιώτικο κάμπο.
Ο ήλιος ψηλώνει, θερμαίνει, καίει.
Η γη αρχίζει να βράζει και οι μύλοι δειλά- δειλά βγαίνουν από την χειμερία νάρκη τους.
Στολίζονται τα παρδαλά φορέματα τους και κάνουν τα πρώτα τους σκιρτήματα στις πνοες του ανοιξιάτικου αέρα.
Ύστερα από λίγο ακόμη όταν πια φτάσει το καλοκαίρι , όλοι τους είναι στολισμένοι και αρχίζουν την κοπιαστική δουλειά τους ,που βαστά ολόκληρο το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο ακόμα.
Μερώνει ο τόπος και ενώ σε άλλα μέρη η εξοχή νεκρώνεται με τα κυνικά καύματα του Ιούλη ο Λασιθιώτικος κάμπος πανηγυρίζει.
Η κίνηση του μοιάζει με την κίνηση στις λουτροπόλεις στην καρδιά του καλοκαιριού.
Γεμίζει με ανθρώπους από φωνές και φασαρία.
Εδώ όμως οι άνθρωποι παν να κάνουν λουτρό ιδρώτα από την δουλειά.
Οι μύλοι σαν χιλιάδες κότερα βρίσκονται πάντα σε αγώνα αναμεταξύ τους, αρμενίζοντας μέσα στην πρασινάδα.
Είναι η εποχή της πιο εντατικής δράσης τους.
Καθένας τους έχει και την δική του φυσιογνωμία.
Βλέπεις μύλους με τέσσερα πανιά σταυρωτά,που σου χαμογελούν σαν ανοιξιάτικα αγριολούλουδα.
Βλέπεις άλλους με πέντε και έξι πανιά, συνοφριωμένους και κατσούφηδες , μαχμουρλήδες ,σαν να τους έχει μεθύσει η νυχτερινή Λασιθιώτικη δροσούλα .
Βλέπεις άλλους σόμπανους και με τα οχτώ πανιά τους δηλαδή και νομίζεις πως είναι κάτασπρες η χρωματιστές μαργαρίτες στο πράσινο λιβάδι.
Μερικοί από αυτούς είναι σοβαροί και δουλεύουν σιωπηλά χωρίς να τους ακούει κανένας.
Υπάρχουν όμως και οι φλύαροι, απελπιστικά φλύαροι,που στριγκλιζουν όλη την ημέρα και δεν αφήνουν κανένα να ησυχάσει.
Τα πιο πολλά βράδια κουρνιάζουν σαν τα πουλιά, γιατί ο άνεμος παύει να φυσά.
Τα πανιά τους ξεφουσκώνουν και κρέμονται πλαδαρά.
Ησυχάζουν ως το άλλο πρωί,που θα αρχίσει να φυσά και πάλι ο αέρας.
Ο αέρας φυσά στο Λασίθι το καλοκαίρι από ορισμένο μέρος του οροπεδίου.
Η Λαγκάδα κάτω από την επαρχία Πεδιάδος διαμορφώνει μια χοάνη που μαζεύει όλο τον αέρα και τον διοχετεύει στο οροπέδιο από την Άμπελο.
Έτσι οι μύλοι όπου κι αν βρίσκονται στον κάμπο, στρέφουν το πρόσωπο τους προς την κατεύθυνση αυτή.
Κάποτε ξεσπά καμμιά καλοκαιρινή τραμουντάνα που καβαλικεύβει τα Λασιθιώτικα βουνά και ξεχύνεται μανιασμένη στον κάμπο.
Είναι ο πιο μεγάλος εχθρός των ανεμόμυλων.
Αμέσως αρχίζει η συγκίνηση μεταξύ τους.
Τρίζουν , σειούνε τις ουρές τους τρελά, αγκομαχούν,, αγωνίζονται και στο τέλος μερικοί πέφτουν σαν ανδρείοι μαχητές στον αγώνα.
………”
Στέργιος Σπανάκης 1963
Πηγή: Nikolaos Foukarakis