Κείμενο: Ελευθέριος Γουλιελμάκης
ΚΤΕΛ ΧΑΝΙΟΠΟΡΤΑ
Κάποτε ήταν το σημείο που ανάβλυζε Μεσσαρίτες στο Ηράκλειο, το ΚΤΕΛ στη Χανιώπορτα. Το λεωφορείο σχεδόν κολλημένο στο πεζοδρόμιο, με τα πλαϊνά ανοιχτά για τις αποσκευές και τα πακέτα. Και από τις δυο μεριές ανοιχτά — άμα έσκυβες από τη μια, έβλεπες τα μπατζάκια του εισπράχτορα στην άλλη.
Η γριά κουρασμένη, όλο το πρωινό στο Ηράκλειο στους γιατρούς. Το καταλαβαίνεις γιατί κρατά ακτινογραφίες που δεν τσι βάνει στσι τσάντες, μην τσι χαλάσει. Ανεβαίνει να κόψει εισιτήριο μέσα στο καφενειο στην ξύλινη εξέδρα, στην κορυφή της οποίας εδέσποζε το ταμείο και ο ευγενής υπάλληλος του — λες και ήταν ο Μίνωας στο θρόνο.
Η γριά μιλά αλλά δεν ακούγεται έξω που στέκεις και περιμένεις, αλλά ακούγεται αυτός γιατί έχει τη μούρη του στο μικρόφωνο και έχει ξεχάσει τον ενισχυτή ανοιχτό.
– Πού πας;
Ο πληθυντικός απαραίτητος μόνο αν έβλεπε κ’ άλλους εκτός από σένα. Τον ευγενείας δεν τον ξέρει, γιατί εκείνα τη μέρα που τον είπανε στο σχολείο, αυτός έλειπε.
Παύση… Μιλά η γριά, δεν ακούγεται.
– Πάει!! Κιαμέ δε μπάει; Το πρωί με το ίδιο αμάξι δεν ήρθες;
Της απαντά ο υπάλληλος, για τον οποίο η ευγένεια δεν αποτελούσε αξιοσημείωτο στοιχείο του χαρακτήρα του.
Παύση… Μιλά η γριά, δεν ακούγεται.
– Όχι να μη ντα πάρεις τα πράματα μέσα, γιατί αγγαρεύει τα καθίσματα. Να τα δώσεις του Νικολή να τα βάλει από κάτω.
Παύση – Μιλά η γριά, δεν ακούγεται.
– Του Νικολή, θεία! Νάτονε το Νικολή εκέ όξω, δώσε του τσι τσάντες κι αυτός να τσι βάλει εκειδά που πρέπει.
Παύση – Μιλά η γριά, δεν ακούγεται.
– Όπου κατεβείς, θα κατεβεί και ο εισπράχτορας να στση δώσει. Δεν τσι χάνεις.
Δεν περνά πολλή ώρα.
– Για Σίβα, Βενεράτο, Αυγενική, Αγία Βαρβάρα, Αγίοι Δέκα, Γόρτυς, Μοίρες, Πομπια, Πετροκεφάλι, Πιτσίδα, Μάταλα στο 58, που στέκει όξω από το σταθμό.
– Για Βούτες, Πετροκέφαλο, Καστελιανά, Μεγάλη Βρύση στο 36, απέναντι.
Παύση…
– Εδά δεν τόπα; Δε δρικάτε; Δηλαδή, καθενός θα το λέμε χώρια;
Στο λεωφορείο η μυρωδιά από τα πλαστικά στα καθίσματα με ανακατεύει. Από την πόρτα, η εξάτμιση μας χαρίζει επιπλέον νότες δροσιάς. Προσπαθώ να κάθομαι πιο μπροστά να βλέπω το δρόμο.
Ο οδηγός βλαστημά. Είναι ψηλά στο λεωφορείο και τα αμάξα μπροστά ντου τον ενοχλούνε. Του φαίνονται μελιτάκοι, έτοιμοι να τσι πατήσει. Αλλά δεν τσι πατεί, γιατί είναι φιλότιμος.
Μ’ αρέσει να κοιτάζω την κεφαλή του. Η κορυφή της κεφαλής έχει εδώ και καιρό μαδήσει. Σέρνει τα μαλλιά από το πλάι με ένα χτενάκι κοκαλένιο, ταρταρούγα, και χώνει τα γυαλιστερά σημεία από τα αδιάκριτα βλέμματα. Δανεική φράντζα τη λένε αυτή — πρώτος, λέει, την έκανε ο Αριστοτέλης στην αρχαία αγορά της Αθήνας.
Μετά αρχίζει να μιλεί με τον εισπράχτορα. Τα λεωφορεία έχουνε ιδιοκτήτη — αυτός είναι ο οδηγός. Πως δεν τσι παλεύει μπλιό. Πως τως το ’χει πομένο πως θα σηκωθεί να φύγει, και ξάτως. Πως αυτός, ό,τι του λέει δα του εισπράχτορα, το λέει και ομπρώς τως. Σιγά μη κωλώσει.