Γράφει ο Μιχάλης Ανδριανάκης
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα της περιόδου της Βενετοκρατίας, ένα έργο ευλάβειας και σοφίας, που δαμάζει κυριολεκτικά την άγρια φύση.
Παρά τους ισχυρισμούς διαφόρων που το χρονολογούν μέχρι και τον 7ο (!!!) αιώνα (και αυτό έχει περάσει και στην παλιότερη βιβλιογραφία), δεν είναι παλιότερο από τα τέλη του 16ου αιώνα.
Είναι δηλαδή ακόμη νεότερο από την κυρίαρχη Μονή Γουβερνέτου (Γδερνέτου τη λέγανε) και δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητη Μονή, δεν έφυγαν ποτέ οι μοναχοί επειδή τους ενοχλούσαν οι πειρατές να πάνε να χτίσουν στο κοντινό οροπέδιο τη νέα Μονή.
Τέλος δεν έχει καμιά σχέση με την επανάσταση του Καντανολέοντα, που έγινε το 1527, όπως λέει ο Ζαμπέλιος στο ιστορικό μυθιστόρημά του “Οι Κρητικοί Γάμοι” για τον απλούστατο λόγο πως ούτε το Καθολικό, ούτε η Μονή Γουβερνέτου είχαν κτιστεί ακόμη.
Το Καθολικό κτίστηκε από τους μοναχούς του Γουβερνέτου στις απότομες πλαγιές και τον πυθμένα ενός άγριου φαραγγιού, που είναι γνωστό με το όνομα “Του Αγίου το Αυλάκι”, σε λίγα μέτρα απόσταση από την είσοδο της σπηλιάς, όπου έζησε και “κοιμήθηκε” κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα ο τοπικός άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης.
Για πολλά χρόνια οι ευσεβείς Χανιώτες, που είχαν θεωρήσει σαν “σημάδι” την εμφάνισή του σε μια εποχή που η Τουρκική εισβολή φαινόταν βέβαιη, πήγαιναν στον έρημο τόπο και προσκυνούσαν τον τάφο του μέσα στο σπήλαιο.
Η κοντινή Μονή Γουβερνέτου ανέλαβε τα της λατρείας του και κάποια στιγμή έκτισε μια εκκλησία μέσα σε μια άλλη μικρή-εν μέρει τεχνητή-σπηλιά, με ένα επίσης τεχνητό, μικρό προαύλιο μπροστά της, που στηρίζεται σε δυο θολωτούς χώρους.
Τέλος έφτιαξαν και μια εν μέρει κτιστή, εν μέρει λαξευτή κλίμακα στον κάθετο βράχο του φαραγγιού.
Επειδή η κοσμοσυρροή ολοένα και μεγάλωνε και δεν ήταν αρκετό το μικρό προαύλιο, ούτε και η εκκλησία με τους δυο θολωτούς χώρους για να χωρέσουν και να προστατέψουν το πλήθος από τις συνήθως κακές καιρικές συνθήκες του Οκτωβρίου, έκτισαν μια μεγάλη γέφυρα-πλατεία μπροστά από την εκκλησία, που ενώνει τις δυο απότομες όχθες του φαραγγιού και δυο διώροφα κτήρια για τη φιλοξενία και προστασία των τολμηρών προσκυνητών.
Την επέκταση αυτή, όπως και την ανέγερση του νέου ναού στην κυρίαρχη Μονή Γουβερνέτου, έχω αποδώσει στον Ιερεμία Τζαγκαρόλο, που ορίστηκε προσωρινά ηγούμενος του Γουβερνέτου γύρω στα 1621.
Στην απογραφή των εκκλησιών των Χανίων του 1637, εμφανίζεται με ετήσια έσοδα 100 υπέρπυρα, το μεγαλύτερο στο διαμέρισμα των Χανίων.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό μνημείο της όψιμης Βενετοκρατίας, στο οποίο η Κάντω Φατούρου-Ησυχάκη αναγνώρισε επιδράσεις από το έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Sebastiano Serlio.
Συνδυάζει καινοτόμες λύσεις με παραδοσιακές μορφές σε ένα εξαιρετικά δύσκολο χώρο, όπως είναι ένα φαράγγι. Παρά την επί χρόνια εγκατάλειψή του σώζεται σε άριστη κατάσταση με κάποια προβλήματα.
Στο παρελθόν και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, είχαν πραγματοποιηθεί κάποιες στερεωτικές εργασίες από τη 13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και σώθηκε από την κατάρρευση. Να ελπίσουμε ότι η όποια απόπειρα αποκατάστασης, δεν θα έχει σχέση με τα όσα έγιναν στην κυρίαρχη Μονή;
Τρεις διαφάνειες του 1983 από το αρχείο μου.
* Ο κ. Μιχάλης Ανδριανάκης είναι επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων