Του Γιάννη Τσουχλαράκη *
Στην Κωνσταντινούπολη, 550 χρόνια πριν, όταν έγινε η άλωσή της από τους Τούρκους στις 29 Μαΐου του 1453, έλαβε χώρα κι ένα γεγονός που κάνει εμάς τους Κρητικούς να αισθανόμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι για τους προγόνους μας.
Πιο συγκεκριμένα, ο συγγραφέας Γεώργιος Φραντζής, φίλος και μυστικοσύμβουλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Πρωτοβεστιάριος και Μέγας Λογοθέτης στην Κωνσταντινούπολη, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της άλωσης, γράφει:
«Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους». Θέλοντας να δείξει στους δικούς του στρατιώτες ότι η αφοσίωση στο καθήκον και η αυτοθυσία αμείβεται, ώστε να παραδειγματιστούν.
Για τους Κρήτες που έλαβαν μέρος, ως εθελοντές μαχητές, στην άμυνα της Βασιλεύουσας κάνει λόγο και ένας άγνωστος ποιητής το 15ο αιώνα σε έργο του με τίτλο: «Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», τονίζοντας πως όσοι σώθηκαν επέστρεψαν με ένα καράβι, φέρνοντας το θλιβερό μήνυμα της Άλωσης της Πόλης.
Περισσότερες πληροφορίες, όμως, για τους Κρητικούς αυτούς μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ’ Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός. Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν τους 3 πύργους (που αναφέραμε), από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια, οι Κρήτες τις λίγες στιγμές της ξεκούρασης, ανάμεσα στις πολλές ώρες της μάχης, τραγουδούσαν, προτρέποντας σε ηρωισμούς και αυτοθυσίες. Κατά την προφορική παράδοση και όπως αυτή καταγράφεται από το μεγάλο μουσικό Κωνσταντίνο Παπαδάκη ή Ναύτη, ο οποίος διέσωσε τις μαρτυρίες παλιότερων μουσικών, όπως του Νικόλαου Κατσούλη ή Κουφιανού (1877-1947), του Μαριαναντρίκου (1858-1938) και άλλων, οι πολεμιστές από τη Μεγαλόνησο συνδυάζοντας την πανάρχαιη πυρρίχια κρητική μουσική, τις μαντινάδες και το βυζαντινό μέλος, συνέθεσαν δύο νέες μελωδίες (σκοπούς), τις οποίες αυτοί που σώθηκαν γυρίζοντας τις έφεραν στην Κρήτη.
Κατά τη λαϊκή πίστη, οι μελωδίες αυτές διαδόθηκαν στην επαρχία Κισσάμου και διατηρήθηκαν στα τοπικά τραγούδια (ως μελωδία και χωρίς να χορεύονται) μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, όπου στο γάμο κάποιου Πατερομάνου στα Πατεριανά Λουσακιών Κισσάμου, με κουμπάρους Γραμπουσιανούς καπεταναίους, ο περίφημος βιολάτορας Στέφανος Τριανταφυλλάκης ή Κιώρος από το Γαλουβά Λουσακιών Κισσάμου, προσκεκλημένος στο γλέντι, μετά από παραγγελία των οπλαρχηγών για χορό, έπαιξε με το βιολί του τους δύο τιμημένους μουσικούς σκοπούς. Στις μέρες μας οι σκοποί αυτοί λέγονται «πρώτος χανιώτικος» και «δεύτερος χανιώτικος» ή «κισσαμίτικος».
Οι καπεταναίοι, υπό τη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργούσαν κάποιοι τοπικοί επαναστατικοί σχεδιασμοί εναντίον των Τούρκων και θέλοντας να τιμήσουν τους Κρητικούς που επέστρεψαν από την Πόλη, φαίνεται πως χόρεψαν έναν παλιό κρητικό χορό, πιθανόν μετασχηματίζοντας τα βήματά του, πάνω στις δύο μελωδίες που έπαιξε ο Κιώρος. Έτσι λέγεται ότι διαμορφώθηκε ο «χανιώτικος συρτός», ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών. Ένας χορός μοναδικός, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω του ξεχωριστού χορευτικού τρόπου απόδοσής του στην επαρχία Κισσάμου, όπου στον κύκλο του χορού χορεύουν πάντα οι εκάστοτε δύο πρώτοι και του πολύ μεγάλου αριθμού συνοδευτικών μελωδιών (μουσικών σκοπών), δημιουργήματα σπουδαίων μουσικών(7) του 19ου και του 20ου αιώνα.
Πράγματι, προκαλεί εντύπωση η ορθότητα της προφορικής παράδοσης για τη διαμόρφωση του χανιώτικου συρτού, που επικαλείται ένα αιτιολογικό υπόβαθρο σύμφωνο με τις ιστορικές πηγές, οι οποίες, σημειωτέον, σχετικά πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν. Και η έκπληξή μας γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε ότι οι αναφορές αυτές διατηρήθηκαν από το λαό προφορικά για αιώνες, αφού τα κείμενα του Γεωργίου Φραντζή και το χειρόγραφο της μονής Βατοπεδίου ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό, κάτι ανάλογο με τα Ομηρικά Έπη και τον Ερωτόκριτο.
Βάσει διασταυρωμένων μαρτυριών, οι μελωδίες (σκοποί) του χανιώτικου συρτού άρχισαν να διαδίδονται από τα Χανιά στην υπόλοιπη Κρήτη την Περίοδο του Μεσοπολέμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο “πρώτος χανιώτικος” και ο “δεύτερος χανιώτικος” ή “κισσαμίτικος” ήταν τελείως άγνωστοι ως σκοποί στους άλλους νομούς. Έτσι, ο χορός (βήμα και μουσική) απέκτησε παραλλαγές στο ύφος και την έκφραση.
Επειδή τα τελευταία χρόνια ορισμένοι, είτε από άγνοια είτε από δυσερμήνευτη σκοπιμότητα, αμφισβήτησαν την χρονική αφετηρία της ευρείας διάδοσης των μελωδιών του χανιώτικου συρτού στην υπόλοιπη Κρήτη, θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ σε μερικές αξιόπιστες μαρτυρίες περί αυτού. Πλην του σπουδαίου Κισσαμίτη βιολάτορα Κωνσταντίνου Παπαδάκη ή Ναύτη, που σε βιβλίο του μας πληροφορεί αναλυτικά για τη διάδοση του χανιώτικου συρτού στο Ρέθυμνο την περίοδο του Μεσοπολέμου, πολλές είναι οι μαρτυρίες που προέρχονται από μη Χανιώτες. Ας δούμε μερικές.
Ο αξιόλογος Ανωγειανός λυράρης Μανώλης Πασπαράκης ή Στραβός (1911- 1987), σε συνέντευξη του στη Μαρία Βούρα (Καθηγήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιου Χάρβαρντ στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης) το καλοκαίρι του 1986, είχε πει πως σπάνια παίζονταν ή χορεύονταν τα συρτά στα Ανώγεια και πως αυτός και ο συνάδελφός του ο Μανουράς τα έκαναν αγαπητά στο χωριό τους κατά τη δεκαετία του 50’.
Ο περίφημος λυράρης Κώστας Μουντάκης (1926-1991) από την Αλφά Μυλοποτάμου, στην τιμητική εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί στο Πέραμα Μυλοποτάμου στις 24 Ιουλίου 1985, για τους λυράρηδες Νίκο Ξυνιώρη (Δεληδάκη), Δημήτρη Καφφάτο και Γιορβασογιάννη ή Πυλινό, αναφερόμενος στους σκοπούς που έπαιζαν αυτοί, είχε πει ότι σπάνια έπαιζαν χανιώτικα συρτά, τα οποία ήταν μάλλον άγνωστα σαν μελωδίες και σαν χορός στη περιοχή τους κι ότι ήταν γνωστά μόνο στις δυτικές περιοχές της Κρήτης.
Ο εξαίρετος λυράρης Γεράσιμος Σταματογιαννάκης (γεννηθείς το 1933) από τ’ Ακούμια Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, σε συνέντευξή του στο Θοδωρή Ρηγινιώτη, ανέφερε ότι ελάχιστοι ήταν οι παλαιότεροι καλλιτέχνες συντοπίτες του που έπαιζαν τα χανιώτικα συρτά, μόνο δυο τρεις σκοπούς σε ένα ολονύχτιο γλέντι, κι ότι ο συρτός έγινε γνωστός στο Ρέθυμνο στα χρόνια που έζησε ο Ροδινός.
Ο λυράρης Αλέξανδρος Παπαδάκης, από τον Άδραχτο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, σε συζητήσεις με το γράφοντα, επανειλημμένως έχει πει πως όταν ο παππούς του Γεώργιος Παπαδάκης (γεννηθείς το 1921) άρχισε να ακούει χανιώτικα συρτά, κατά τη δεκαετία του 30’, αυτό εθεωρείτο από τους παλαιότερους Αγιοβασιλιώτες νεωτερισμός.
Ο λυράρης Γεώργιος Μουζουράκης (1904 -2001) από την Παντάνεσσα Αμαρίου, σε ηχογραφημένη συνέντευξή του(11) είχε πει ότι άκουσε για πρώτη φορά συρτά στα Χανιά στις αρχές τις δεκαετίας του 20’, όταν υπηρετούσε ως χωροφύλακας εκεί, και πως ήταν από τους πρώτους που έφεραν τα συρτά στο Ρέθυμνο. Μάλιστα μου είχε πει πως μετά τη θητεία του στα Χανιά υπηρέτησε στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου έμενε σε ένα σπιτάκι κοντά στο φούρνο που είχε η οικογένεια του Ανδρέα Ροδινού κι ότι ο μικρός τότε Ροδινός, που έπαιζε μόνο μαντολίνο, πήγαινε συχνά σκαστός στο σπίτι του Μουζουράκη, ο οποίος του πρωτόδειξε να παίζει λύρα καθώς και ορισμένες μελωδίες χανιώτικου συρτού που είχε μάθει στα Χανιά.
Ο παραδοσιακός μουσικός Γιάννης Χανιωτάκης (1910-2001) από το Θραψανό Ηρακλείου είχε πει στο σοβαρό μελετητή της ηρακλειώτικης παραδοσιακής μουσικής Σάββα Πετράκη ότι γνώριζε τους σπουδαίους Χανιώτες παραδοσιακούς μουσικούς Νικόλαο Χάρχαλη και Κουφιανό (Νικόλαο Κατσούλη) από την περίοδο του Μεσοπολέμου, που τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτα τα μέσα ενημέρωσης, όταν για πολλές εβδομάδες, ίσως μήνες, μαζί με άλλους Ηρακλειώτες πηγαίνανε και μένανε στην περιοχή των Χανίων όπου και λειτουργούσανε τα καμίνια για πιθάρια, σταμνιά και λοιπά και γυρίζοντας στην Πεδιάδα, εκτός από τους παράδες, φέρνανε μαζί τους και τους κισσαμίτικους σκοπούς.
Τα παραπάνω ειπώθηκαν με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, την οποία έχουμε υποχρέωση να διασώσουμε. Γιατί είναι απαράδεκτο να εκφράζονται ατεκμηρίωτες απόψεις περί της δημιουργίας του χανιώτικου συρτού, ως μελωδίες και χορός, στα τέλη του 19ου αιώνα, από ανθρώπους, «ειδικούς» και μη, που αφ’ ενός μεν αγνοούν την προφορική παράδοση αφ’ ετέρου δε αδιαφορούν για την ενημέρωσή τους και προτιμούν να διατυπώνουν ή να υιοθετούν απόψεις που ούτε ως απλές θεωρίες δεν μπορούν να σταθούν. Και αναφέρομαι, μεταξύ άλλων, αφ’ ενός μεν στο Γεώργιο Μουζουράκη, που στα τέλη του 2000 και μετά από πιέσεις «καλοθελητών» ανασκεύασε τις δηλώσεις του σε μένα, διατυπώνοντας αυθαίρετους και ανυπόστατους ισχυρισμούς περί δημιουργίας του χανιώτικου συρτού στα τέλη του 19ου αιώνα (1890), και αφ’ ετέρου στον κ. Παντελή Καβακόπουλο, που φαίνεται να αποδέχεται αβασάνιστα τέτοιες απόψεις.
Πώς αλλιώς, παρά μόνο ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας ανάπτυξης και εξέλιξης, μπορεί να εξηγηθεί η σύνθετη δομή των κισσαμίτικων σκοπών του Χανιώτικου Συρτού με τις δύο πάρτες (μουσικές φράσεις), που μπορεί να είναι τετράμετρες, εξάμετρες ή οκτάμετρες, τους άγραφους κανόνες που διέπουν την απόδοση του χορού (μουσική και βηματική), όπου οι τετράμετρες παίζονται δύο, τέσσερις ή έξι φορές, οι εξάμετρες αυστηρώς τέσσερις και οι οκτάμετρες μια , δύο ή τρεις φορές, όπου ο χορευτής ξεκινά το χορό του με το τελευταίο βήμα του τυπικού βηματισμού (το ενδέκατο, κατά το οποίο το αριστερό πόδι σηκώνεται στο αέρα), που πρέπει να συμπίπτει με το τέλος της μουσικής φράσης, ώστε η έναρξη του βασικού βηματισμού να συμπίπτει με την έναρξη της μουσικής φράσης, καθώς και ένα σωρό άλλα στοιχεία που γνώριζαν και γνωρίζουν οι παλιοί μουσικοί και χορευτές, αλλά αγνοούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι νεώτεροι.
* Εισήγηση στην ημερίδα του ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΙΚΗΣ ΤΟΥ Τ.Ε.Ι. ΚΡΗΤΗΣ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΡΕΘΥΜΝΗΣ (9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003)
Πηγή: tsouchlarakis.com