Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Κοντοσιμώστε μου, γιατί έχω να σας πω μια αληθινή ιστορία, που έχει να κάνει με μένα και με το ξύπνημα του Χρέους του Αθρώπου και της Αριστεράς εντός μου.
Δώδεκα χρονών ήμουνα. Το θυμούμαι, γιατί πρώτη φορά είχα φορέσει στην κεφαλή μου το μαθητικό καπέλο της πρώτης τάξης της Εμπορικής Σχολής Ηρακλείου, με την κουκουβάγια.
Προσπαθούσα να συνδυάσω το σκολειό με το μεροκάματο, γιατί η οικογένειά μου περισσότερο χρειαζόταν το μεροκάματο από ότι χρειαζόταν το σκολειό μου.
Εδούλευα τότε σαν παραγιός στο καφενείο του Ζαχαρία Λυρατζάκη, στην ομώνυμη στάση του αστικού, λίγο πριν τη Χανιόπορτα. Το πρωί στην Εμπορική και μετά το σκόλασμα στο καφενείο. Να κουβαλώ καφέδες και να μαθαίνω πράματα που δε μας μαθαίνανε στο σκολειό.
Κομμουνιστής ήτανε ο Ζαχαρίας Λυρατζάκης. Αγαπημένος άθρωπος. Επόθανε, έμαθα, πριν πολλά χρόνια, μα λόγω τιμής, ακόμη και σήμερα τον βλέπω στα όνειρά μου, να μοιράζει στη μέση τη φρατζόλα το ζεστό ψωμί που αγόραζε από τον απέναντι φούρνο του Βενιέρη, να μετρα τα δυό κομμάτια και να μου δίνει το μεγαλύτερο.
Κομμουνιστές ήτανε και τ’ αδέρφια του, που είχανε κολλητά στο καφενείο τα μαγαζιά τους, ο ένας ποδηλατάδικο, ο δεύτερος βιβλιοπωλείο, ο τρίτος χρωματοπωλείο και ο τέταρτος επιπλοποιείο. Ο Μύρος, ο Μανόλης, ο Γιώργος και ο Αλέκος.
Ήτανε κι άλλοι κομμουνιστές στη γειτονιά, όπως ο Πατρικαλάκης ο σιδεράς, μα εγώ θυμούμαι πιότερο τον κυρ Γιώργο, τον λαχειοπώλη.
Μάλλον ήτανε ο καθοδηγητής, γιατί όλοι τον σεβόντουσαν, όπως τον σεβόμουν κι εγώ.
Θυμούμαι, Δεκέμπρης ήτανε. Τα Χριστούγεννα κοντοσιμώνανε και στο καφενείο του κυρίου Ζαχαρία μαζεύτηκαν όλοι οι ομοϊδεάτες της γειτονιάς. Ρακές έπιναν, με οφτή πατάτα και λάχανο.
Παρότι ήμουν από πάνω τους, γιατί τους σερβίριζα, δεν καταλάβαινα και πολλά απ’ όσα έλεγαν. Μόνο που έβλεπα να δίνουνε όλοι λεφτά στον καθοδηγητή τους.
Μετά από ώρα, ο κυρ Γιώργος ο λαχειοπώλης, με φώναξε και μου ‘δωσε παραγγελιά να πάω στη Χανιόπορτα και να φέρω στο καφενείο ένα γνωστό σε όλους μας κοπελιδάκι, που ζούσε με τον πατέρα του μέσα σε μια σπηλιά, που είχε σκαφτεί στο χωμάτινο μπεντένι που στήριζε τη Χανιόπορτα.
Μια τρύπα στο χώμα και πράμα άλλο δεν ήτανε η σπηλιά. Εκεί βασίλευε η δυστυχία, κάνοντας παρέα στους αθρώπους, που δεν την προσκυνούσαν, μα και δε μπορούσαν να της ξεφύγουν.
Επήγα στη Χανιόπορτα, εβρήκα το κοπελιδάκι να κάθεται με τον πατέρα του πάνω από ένα μαγκάλι με πυρήνα, σκεπασμένο με αλουμινόχαρτα από τσιγάρα για να μη σβύνει η πυροστιά κι απάνω στ’ αλουμινόχαρτα, μια χαχαλιά ξεροκούκια εψηνότανε.
Είπα στον πατέρα ποιοί με έχανε πέψει, και σε λίγο εγώ και το ρακένδυτο κοπελιδάκι ήμασταν στο καφενείο.
Από κει και ύστερα, πολλά πράματα δεν κατάλαβα, μήτε και θυμούμαι.
Θυμούμαι, όμως, πως το βράδυ, την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά, ο κυρ Γιώργος ο λαχειοπώλης, που είχε εξαφανιστεί με το αγόρι της Χανιόπορτας, ήρθε πάλι στο καφενείο, σέρνοντας μαζί του ένα άλλο παιδάκι που πρώτη φορά έβλεπα.
Ήσανε φορτωμένοι και σακούλες και πακέτα ο κυρ Γιώργος και το παιδάκι.
Τόσα πολλά ήτανε τα ψώνια, που ο κυρ Γιώργος είχε ζευτεί στους ώμους του τη μακριά βέργα με τα λαχεία και σ’ αυτήν είχε περάσει τις σακούλες από τα χερούλια τους, για να μπορεί να τις μεταφέρει.
Το αγοράκι δεν το γνώρισα, αλλά το πρόσωπό του κάτι μου θύμιζε. Σιγά μη γνώριζα ένα πλουσιόπαιδο ντυμένο στην τρίχα, με ρούχα που ποτέ μου δεν είχα διανοηθεί πως θα μπορούσα να τα φορέσω εγώ.
Μόνο όταν ο Ζαχαρίας Λυρατζάκης μου ‘πε ”άμε το κοπέλι στον πατέρα του και πες του να βρει ένα καρότσι και να ‘ρθει να πάρει τα πράματα”, κατάλαβα.
Μόνο τότε εγνώρισα το κοπέλι της σπηλιάς της Χανιόπορτας, ντυμένο σαν πριγκιπόπουλο, που εθάρρουνα πως δεν επάθιε στο χώμα, από φόβο μη λερώσει τα λουστρινένια παπούτσια, που για πρώτη φορά εσπαργανώνανε τα γυμνά πόδια του.
Θαρρώ, φτερά είχανε φυτρώσει στους ώμους μου και πετώντας επήγα το κοπέλι στη σπηλιά του και είπα στον κύρη του το μαντάτο του κυρ Ζαχαρία.
Και θαρρώ, πως όσο του μήλουνα κι όσο εξάνοιγε το γιό του, ετσαφαρίζανε τ’ αλουμινόχαρτα απάνω στο μάγκάλι, καθώς εστάζανε πάνωθε τους σταλαμαθιές από τα μάθια του.
Ήταν μια μέρα του Δεκέμπρη.
Εκοντοσίμωναν τα Χριστούγεννα.
Στο σπίτι μας, στα Καμίνια, χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είχαμε ποτέ μας.
Μα εκείνα τα Χριστούγεννα, ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στολισμένο στην καρδιά μου.
Μάλλον η καρδιά μου ήτανε στολισμένη σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ένα δέντρο, που όλα τα κλαδιά και τα στολίδια του ήτανε κατακόκκινα σαν το αίμα.
Ακόμη κι ο Χριστός στη φάτνη, ακόμη και η Παναγιά, ακόμη και ο Ιωσήφ, ακόμη και τα ζούμπερα απου εζεσταίνανε το νιογέννητο με τα χνώτα τους, κατακόκκινα ήτανε.
Από τότε, δεν το ξεστόλισα εκείνο το κόκκινο δεντρό στην καρδιά μου και μήτε πρόκειται να το ξεστολίσω.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας