Σήμερα στο πρωινό μου διάβα βρήκα ένα φρετζούνι. Το άκουσα να χαρχαλεύει μέσα σε κάτι αστιφύδες και πήγα κοντά. Ήτανε ανήμπορο να πετάξει, φοβισμένο, με κοιτούσε και είχε το στόμα του ανοιχτό και το χοντρό του ράμφος έτοιμο για το τσίμπημα της άμυνας.
Περάσανε ολοταχώς από το μυαλό μου όλες οι παιδικές μου μνήμες με τα φρετζούνια, που τα θεωρούσαμε τότε ως τα πιο φοβερά και τρομερά από όλα τα μικρόπουλα και ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας, να μη μας τσιμπήσουν.
Έσκυψα και το έπιασα. Με κατατσίμπησε και μου έδιωξε όλους τους παιδικούς μου φόβους. Το πήγα σε έναν γείτονα που έχει κανάρια και κλουβάκια αδειανά, το βάλαμε σε ένα απ’ αυτά να ηρεμήσει, να φάει και να πιει κάνα δυο μέρες και βλέπουμε. Ήτανε χτυπημένο στο δεξί φτερό από κάποια σκάγια μάλλον. Μπορεί να ζήσει και να μείνει στο κλουβί για το υπόλοιπό του, θα δούμε, μπορεί και να ξαναπετάξει.
Πολλά λαβωμένα πουλιά περισυλλέγω τώρα τελευταία. Κάτι μάλλον σημαίνει αυτό.
“Τα πουλιά είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, είναι η συνείδησή μας τα πουλιά”, λέει ο ήρωάς μου ο Θόδωρος ο Πεπόνας στο βιβλίο “Του Θεού το μάτι”.
Άλλοι λαβώνουν την συλλογική μας συνείδηση μάλλον και άλλοι την διασώζουν…