Γράφει η Μαρία Μαυρουδή*
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα των ημερών είναι η Βασιλόπιτα και η κοπή της. Και όσες συνταγές κι αν υπάρχουν για την παρασκευή της, όλες καταλήγουν στο έξης σημείο: «στο…πολυπόθητο φλουρί».
Η ιστορία της βασιλόπιτας ξεκινά, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας. Την εποχή εκείνη που ο Μέγας Βασίλειος, ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να τη λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν με πίστη για να σώσει ο Θεός την πόλη. Όταν ξημέρωσε η καινούρια μέρα ο στρατηγός αποφάσισε με το στρατό του να περικυκλώσει την Καισαρεία. Μπήκε λοιπόν με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.
Ο Μέγας Βασίλειος του απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε. Ήταν φτωχοί και πεινούσαν. Ο στρατηγός όταν άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του. Υπήρχε και το ενδεχόμενο να τον σκότωνε.
Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και αποφάσισαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και αμέσως έδωσε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα!
Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του εξαμφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως, ο δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αφού έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης που του τα είχαν δώσει και η μοιρασιά έπρεπε να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό όμως ήταν αρκετά δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα . Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία ταυτόχρονα. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.
* Η Μαρία Μαυρουδή είναι Δασκάλα και Υποδιευθύντρια στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Μοιρών