Του Γιώργου Μαμάκη
Στο φαράγγι της Άρβης δεν πας απλώς για να περάσεις — πας για να χαθείς και να ξαναβρείς τον εαυτό σου. Είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα και καθηλωτικά φαράγγια της Μεσογείου· άγριο, σκοτεινό, στοιχειακό. Ένα φαράγγι που δεν προσφέρεται, αλλά απαιτεί. Δεν αποκαλύπτεται — σε καταπίνει. Δεν είναι απλώς μια πρόκληση της φύσης· είναι μια εμπειρία μεταμορφωτική, μια κάθοδος στην καρδιά του άγνωστου.
Η καρδιά του χτυπά μέσα σε μια φυσική σπηλιά — ένα στενό, υποχθόνιο πέρασμα, χαραγμένο στον χρόνο και σμιλεμένο από το νερό. Είναι ένα τμήμα της διαδρομής που διαφέρει απ’ ό,τι έχεις βιώσει: σκοτεινό, υγρό, απόλυτο. Εκεί όπου ο ήλιος δεν φτάνει και η ανάσα σου αντιλαλεί σαν κραυγή μέσα σε έναν άλλον κόσμο. Δεν υπάρχει όραση — μόνο αφή, μόνο ήχος, μόνο ψυχή. Το σχοινί γίνεται δεσμός ζωής, η κάθε κίνηση απόφαση. Η σπηλιά δεν είναι μέρος της διαδρομής· είναι η ουσία της. Είναι το κατώφλι που σε ξεγυμνώνει από κάθε βεβαιότητα.
Το canyoning στην Άρβη είναι πράξη μύησης. Δεν είναι άθλημα· είναι τελετουργία. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι, το σώμα υποχωρεί και παραδίδεται στη γη, γίνεται προέκταση του βράχου, ακολουθεί τη ροή του νερού. Η σιωπή δεν είναι απουσία· είναι παρουσία. Κάθε πτώση, κάθε κατάβαση, κάθε ρίψη είναι μια βουτιά στην εσωτερική σπηλιά — στην εσωτερική σιωπή.
Κι όταν τελικά η διαδρομή ανοίγει και το φως ξεχύνεται ξανά μπροστά σου, δεν έχεις απλώς βγει από το φαράγγι. Έχεις διασχίσει μια σκοτεινή πύλη και έχεις επιστρέψει στο φως αλλιώς: πιο άδειος απ’ ό,τι σε κρατούσε πίσω, πιο γεμάτος απ’ ό,τι δεν ήξερες πως αναζητούσες. Δεν έχει αλλάξει το τοπίο· έχεις αλλάξει εσύ.
Το φαράγγι της Άρβης είναι εμπειρία-σφραγίδα. Είναι ένας ζωντανός μύθος, λαξευμένος στο πέτρινο κορμί της Κρήτης· μια ιεροτελεστία κάθαρσης μέσα από το σκοτάδι· μια τελετή επιστροφής στο φως. Και γι’ αυτό, δεν το ξεχνάς ποτέ. Γιατί όταν η φύση γίνεται αλήθεια, γίνεται κομμάτι σου. Για πάντα.