Έρευνα – διατύπωση: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.
Ο μεγάλος λαογράφος Pierre Augustin Guys, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Καλών Τεχνών της Μασσαλίας, στις περιηγήσεις του στον ελλαδικό χώρο τον ΙΗ αιώνα, συγκέντρωσε πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση, τον γεωργικό, ναυτικό και αλιευτικό βίο, για τη βιοτεχνία, τη λαϊκή κατοικία, την ενδυμασία, τη διατροφή, τη γέννηση, το γάμο, το θάνατο, τη λαϊκή λατρεία, το λαϊκό δίκαιο, τα ήθη, τα έθιμα, τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις, για τη μαγεία, τη μαντική, τις παροιμίες, παραδόσεις, τα παραμύθια, την ψυχαγωγία, την κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή.
Ανάμεσα στα ελληνικά λαϊκά έθιμα που περιγράφει ο Guys, είναι και ο κλήδονας.
Τα στοιχεία που παραθέτει αποτελούν την παλαιότερη πηγή πληροφοριών για τη λαϊκή μαντική:
Την παραμονή, στις 23 Ιουνίου (παραμονή της εορτής του γενέσιου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου), δύο κοπέλες συγκεντρώνουν από τα κορίτσια και τα αγόρια διάφορα αντικείμενα, όπως είναι ένα δαχτυλίδι, ένα νόμισμα ή κάτι τέτοιο, τα λεγόμενα ριζικάρια και τα τοποθετούν σε μία στάμνα.
Ύστερα πηγαίνουν με σχολαστική σιωπή στη βρύση για να την γεμίσουν με το αμίλητο ή βουβό νερό.
Συνήθως πήγαιναν στη βρύση ένα αγόρι ή ένα κορίτσι ή και τα δύο μαζί.
Θα έπρεπε να είναι αμφιθαλή και οι γονείς τους πρωτοστέφανοι.
Στη συνέχεια σκεπάζουν τη στάμνα με φύλα μυρτιάς και δάφνης ή την δένουν με ένα τουλουπάνι, ενώ την κλειδώνουν με ένα λουκέτο και την τοποθετούν στη ρίζα μιας τριανταφυλλιάς, ενώ την αφήνουν όλη τη νύχτα κάτω από τ’ άστρα, απαγγέλοντας το δίστιχο ”κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Άη-γιανιού τη χάρη / κι’ όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να το πάρει.
Την άλλη μέρα μαζεύονται όλες, την ορισμένη ώρα.
Η μία απ’ αυτές τις Εστιάδες, ξεσκεπάζει τη στάμνα, ενώ η άλλη τραγουδάει δίστιχα ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, ανοίγουν όπως λένε, τον κλήδονα.
Καθεμιά και καθένας, ακούγοντας το όνομά του, απαγγέλλει έν δίστιχο και η κοπέλα, ή τα παιδιά που έφεραν το αμίλητο νερό, βγάζει από τη στάμνα ένα αντικείμενο και το δίνει σ’ εκείνον που ανήκει.
Η σχέση ανάμεσα στο δίστιχο και το αντικείμενο επιτρέπει την ερμηνεία, ευνοϊκή ή όχι, για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Αυτά τα λόγια, τα σχόλια δηλαδή πάνω στο δίστιχο, είναι χρησμοί που δίνει ο ένας στον άλλο και η τελετή συνεχίζεται ώσπου να βγουν από τη στάμνα όλα τα αντικείμενα.
Το νερό που απομένει το πίνουν για να μαντέψουν αν θα γίνει αυτό που λαχταρούν.
Αν το νερό δείχνει σα να χοχλακίζει μόλις ζυγώνουν τα χείλη, αυτό είναι καλό σημάδι. Αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα.
Σε μερικές περιπτώσεις, όταν υπάρχουν δυσαρεστημένοι, ξαναμπαίνουν τα αντικείμενα στην στάμνα και αρχίζει από την αρχή η τελετή.
Αλλά τώρα πρόκειται για παρωδία και καθένας λέει με μια ελευθεριότητα συχνά άσεμνη, ότι του αρέσει, όπως:
Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα, η γάτα να διαβάζει,
τότε και συ θα παντρευτείς, να κάμει ο κόσμος χάζι.
Αρκούδα κακομούτσουνη με μαλλιαρά ποδάρια,
δεν ντρέπεσαι που περπατείς, μπροστά στα παλληκάρια;;
Λεβέντης είσαι μάτια μου σαν τ’ άλλα παλληκάρια
μα είναι τα μάτια σου στραβά, τα αφτιά σαν αχνάρια.
Ο Guys παραθέτει και πέντε δίστιχα από το χρησμολογικό παιγνίδι του κλήδονα:
Άνοιξε τον κλήδονα να βγει ο χαριτωμένος,
όπου τα κάστρα πολεμά και βγαίνει κερδεμένος.
Τι με φελούν οι ομορφιές, τι με φελούν τα κάλλη,
της όρεξης μου τα κλειδιά να τα κρατούσιν άλλοι;;
Τα γέλια και τα κλάματα, με τη χαρά η πίκρα
μια ώρα εσπαρθήκασι κι’ ομάδι γεννηθήκα.
Τοιούτος(;)μάζα;) γυρίζουσι και τόνα τάλλο αλλάσει
κι’ όποιος εγέλα το ταχύ κλαίγει πριχού βραδιάσει.
Μοίρα κακή κι’ αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα,
ποια πάθη από τον έρωτα, ποιες πρίκες δεν επήρα;;
Έχουμε και δυο μεταγενέστερα ανοίγματα του Κλήδονα:
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει το ριζικάρι
κι απού ‘ναι καλορίζικος να σκύψει να το πάρει.
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει η χαριτωμένη,
του χρόνου τούτο το καιρό θε νάναι παντρεμένη.
Πληροφορίες για τον κλήδονα κατέγραψε και ο Γάλος Sonnini, που περιηγήθηκε το Αιγαίο το 1778 – 1779:
Ο Άη-Γιάννης είναι για τους Έλληνες ότι ο Άη-Νικόλας στη Γαλλία.
Σ’ αυτόν απευθύνουν τις ευχές να ευοδωθούν τα όνειρα τους.
Την παραμονή της ημέρας που γιορτάζεται η μνήμη του, συγκεντρώνονται οι κοπέλες συντροφιές συντροφιές για να φέρουν τ’ αμίλητο νερό από τη βρύση ή τη στέρνα.
Το πρόσωπο που επιφορτίζεται μ’ αυτή την αποστολή δεν πρέπει να μιλήσει ότι και αν του συμβεί.
Γεμίζουν μ’ αυτό το νερό μια μεγάλη στάμνα όπου κάθε μια ρίχνει ένα μήλο.
Σκεπάζουν τη στάμνα, ασφαλίζουν το καπάκι της με κλειδί και την αφήνουν όλη την νύχτα στην ταράτσα του σπιτιού.
Το πρωϊ, την ημέρα του Αγίου, μαζεύονται τα κορίτσια, αμέσως μετά τη λειτουργιά, και απευθύνουν μερικές ευχές στον Άη-Γιάννη, ”που στην πραγματικότητα αποτελούν ερωτικές επικλήσεις”.
Ύστερα φέρνουν τη στάμνα με ιερή ευλάβεια, την ανοίγουν και κάθε κοπέλα αντλεί με μια μικρή κούπα νερό, μαζί με το μήλο της.
Κάνει τρεις φορές το σταυρό της και λέει:
”Άγιε μου Γιάννη, δείξε πως θα παντρευτώ τον τάδε αν αυτή η κούπα στρίψει δεξιά.
Κι’ αν δεν είναι γραφτό να με πάρει, να στρίψει αριστερά.
”Το κορίτσι που διατυπώνει σιωπηλά αυτή την ευχή σμίγει τα χέρια κρατώντας τους αντίχειρες υψωμένους και μακριά τον ένα από τον άλλο.
Μια από τις συντρόφισσες παίρνει θέση μπροστά της και κάνει το ίδιο.
Τοποθετούν ύστερα την κούπα πάνω στους τέσσερις ορθωμένους αντίχειρες.
Κι’ αυτή στρέφεται πότε δεξιά πότε αριστερά δίνοντας απάντηση στα ερωτικά ερωτήματα των κοριτσιών.
Έπειτα βγαίνουν στο δρόμο και το πρώτο αντρικό όνομα που θα ακούσουν είναι του συζύγου που τους προορίζει η μοίρα.
Την ίδια μέρα οι γυναίκες μαζεύουν το αλάτι που χρησιμοποιείται για τα νεογέννητα.