Του Μιχάλη Στρατάκη*
Το χωριό που γεννήθηκα είναι οι Γκαγκάλες.
Κακόηχο όνομα, ακαταλαβίστικο, δίχως παραπομπές σε παραδεισένιους τόπους ή, έστω, σε μαρμαρένια αλώνια όπου ποταμοί τρέξανε τα αίματα Τούρκων καταχτητών μακελεμένων από κατσούνες Γκαγκαλιανών ημίθεων.
Στον καρποφόρο μεσσαρίτικο κάμπο είναι κουκουβισμένο το χωριό μου, εκεί που σμίγουν και σφιχταγκαλιάζονται οι αέρηδες του Ψηλορείτη και των Αστερούσιων βουνών, εκεί που ‘χει κάνει μόνιμο κονάκι της η κατσιφάρα, η κρυγιότη και η κάψα.
Για τους μουστερήδες, που καμιά ρίζα τους δε φτάνει ίσαμε τα γκαγκαλιανά χώματα, το χωριό μου δεν είναι όμορφο.
Δεν είναι από τα χωριά εκείνα που τα βρίσκουν οι τουρίστες σε καρτ ποστάλ που πουλιούνται στα μαγαζιά που πουλούνε όμορφες θύμησες στους μονομερήτες περασάρηδες.
Παρότι το όνομα του χωριού μου υπάρχει στα επίσημα κιτάπια του 1300, σίγουρα δε συμπεριλαμβάνεται στους χάρτες των ”αξιοθέατων” της Κρήτης, μήτε και βρίσκεται στο σεντούκι των γνώσεων των ξεναγών, ιδιαίτερα αυτών που θεωρούν πως η ιστορία της Κρήτης τελείωσε με το θάνατο το Μίνωα.
Όμως, για μένα, αυτό το ασήμαντο για όλους τους άλλους χωριό, είναι ό,τι πιο ωραίο η μοίρα με αξίωσε να γνωρίσω.
Έχει την ομορφιά της μήτρας που με γέννησε, του βιζιού που με βύζαξε, της αγκαλιάς που μ’ έσφιξε, του παξιμαδιού που μ’ έθρεψε, της ελιάς που με σκιάνεψε, των χαρακιών που με σβολώσανε, των προβάτων που με ζεστάνανε, του Στρατογιάννη που με δασκάλεψε, του Μπουνταλογιάννη που μου ορμήνεψε, του καφενείου με το λουξ όπου επρωτομέθυσα, τον ολονύχτιο θρήνο του μοσχαρακιού όταν το κόβανε από το γάλα της μάνας του, τον χαραματιανό χτύπο των πετάλων του αλόγου του Ζαβιδόκωστα στο πέτρινο καλντερίμι, τις αγριοφωνάρες του Κρουσανιώτη στη γυναίκα του, τα στιβάνια του κύρη μου που για να τα βγάλει έπρεπε να κάτσω στη μύτη τους ενόσο αυτός τραβούσε τα πόδια του, ο ιδρώτας της μάνας μου που έσταζε στο χώμα καθώς τον εμάζωνε από το κούτελό της με το χοντρό δαχτύλι της χέρας της, οι μιλιές των θειαδών μου, οι μυρωδιές της καβαλίνας, της βερβελίθρας και της λεμονιάς, τα παιχνίδια με τους συνομίλικους φίλους μου, τον Κουτσαυτογιώργη, τους Δαριβιανάκηδες και τους ποδέλοιπους, τον γάιδαρο των θειαδών μου που καταλάβαινε ό,τι κι αν του ‘λεγα, τις μυριάδες πεταλούδες που φτερούγιζαν στα σωθικά μου, σαν εθώρουνα μια κοπελιά να μου γελά, στα χνάρια των ποδιών μου καθώς επήγαινα στο φαράγγι, αυτά τα χνάρια που ακόμη και σήμερα κάθε φορά που πάω στο χωριό μου είμαι βέβαιος πως θωρώ αναλλοίωτα στο κοκκινόχωμα.
Δεν είναι όμορφο το χωριό μου για όλους τους άλλους.
Είναι, όμως, κορώνα στην κεφαλή της ωραιότητας για μένα.
Μόνο εκεί καταλαβαίνω το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Μόνο στην εκκλησία των Γκαγκαλών αιστάνομαι πως μπορώ να συναντηθώ με τον Θεό και να κουβεντιάσω μαζί του.
Μόνο εκεί αιστάνομαι να μεταλαβαίνω τα άχραντα μυστήρια, σαν ρουφώ τις μυρωδιές των χωριανών και του καλιμέντου τους, σαν γεύομαι τη ρακή στο κονάκι του αδερφού μου του Βασίλη, σαν γροικώ τα σιγαρδέλια στο φαράγγι, σαν ξανοίγω το σπίτι του Στρατογιάννη, σαν σφίγγω στα δαχτύλια μου ρήγανη και φασκομηλιά, σαν τα ζάλα μου με οδηγούνε στο νεκροταφείο και αρχίζω να ρίχνω δροσερό νερό στις ταφόπλακες της ριζοβολιάς μου.
Χρωστούσα ετούτες τις αράδες στο χωριό μου και στην ψυχή μου.
Έγραψα για να ξωφλήσω το χρέος μου.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος