Δυο ξυλοκόποι διέσχιζαν ένα μεγάλο δάσος μέσα στο χιόνι, επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Γύρω τα πάντα παγωμένα όταν ξαφνικά κάτι παράξενο που έμοιαζε με λαμπερό αστέρι έπεσε από τον ουρανό. Σκύβοντας να το πιάσουν είδαν πως ήταν ένα παιδί που κοιμόταν πάνω στο χιόνι. Ήταν τυλιγμένο με έναν χρυσοκέντητο μανδύα με αστέρια και ένα φυλαχτό από κεχριμπάρι στόλιζε τον κάτασπρο λαιμό του. «Δεν μπορούμε να το πάρουμε μαζί μας», είπε ο ένας. «Είμαστε φτωχοί και αν το πάρουμε θα τρώει το φαΐ των παιδιών μας». «Όχι», είπε ο άλλος. «Δεν μπορώ να το αφήσω να πεθάνει από το κρύο στην ερημιά. Θα το πάρω σπίτι μου κι ας έχω τόσα παιδιά να θρέψω». Έτσι και έγινε.. Το «Αστερόπαιδο», όπως το αποκαλούσαν, επειδή είχε πέσει σαν αστέρι από τον ουρανό, μεγάλωνε μαζί με τα παιδιά του σπλαχνικού ξυλοκόπου. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι. Τα μαλλιά του σγουρά και ολόχρυσα όμοια με τα μαλλιά των αγγέλων. Τα χείλια του κατακόκκινα και τριανταφυλλένια. Τα μάτια του μαβιά σαν τη βιολέτα και το κορμάκι του καλοσχηματισμένο και λυγερό σαν νέο βλαστάρι.. Όλοι το θαύμαζαν για τη σπάνια κι απόκοσμη ομορφιά του και το Αστερόπαιδο, όσο ένιωθε πως ήταν όμορφο, άλλο τόσο περηφανευόταν για την ομορφιά του και γέμιζε σκληράδα, έπαρση και εγωισμό. Περιφρονούσε τα άλλα παιδιά και όλους γύρω του θεωρώντας που είχαν κατώτερη καταγωγή από εκείνο που είχε γεννηθεί από ένα αστέρι και είχε ευγενική γενιά. Όποιον ήταν άσχημος, αδύναμος, διαφορετικός από εκείνο, τον υποτιμούσε και τον έδιωχνε. Ακόμα και τα μικρά και απροστάτευτα ζωάκια τα βασάνιζε.. Κάποτε ήρθε στο χωριό τους μια ζητιάνα και αποκαμωμένη κάθισε στον ίσκιο ενός δέντρου να ξαποστάσει. Τα ρούχα της είχαν γίνει κουρέλια από τις ταλαιπωρίες και τα πόδια της ήταν ματωμένα, γεμάτα πληγές από τον δρόμο και τα βάσανα. «Μια βρωμερή και άσχημη ζητιάνα», φώναξε και την κορόιδευε υπεροπτικά το Αστερόπαιδο. Κάλεσε και τους φίλους του να τη διώξουν. Μάζεψε πέτρες και τις πετούσε καταπάνω της για να την αναγκάσει να φύγει..
Ο ξυλοκόπος που το μεγάλωσε έτρεξε πικραμένος για τα φερσίματά του να πάρει τις πέτρες από τα χέρια του και το μάλωσε. «Ποιος είσαι εσύ που με μαλώνεις;», τον ρώτησε σκληρά το Αστερόπαιδο. «Δεν είσαι πατέρας μου. Είσαι ένας ξένος που με βρήκε στο δάσος!». Στο άκουσμα τούτων των λόγων η ζητιάνα έβγαλε μια κραυγή και έπεσε κάτω λιπόθυμη. Ο καλός ξυλοκόπος τη λυπήθηκε -όπως άλλοτε είχε λυπηθεί και το Αστερόπαιδο. Τη σήκωσε και την πήγε σπίτι του για να την φροντίσει. Όταν εκείνη συνήλθε, ρώτησε τον ξυλοκόπο, αν όντως είχε βρει το παιδί στο δάσος. «Ναι, πάνε δέκα χρόνια τώρα», της απάντησε ο ξυλοκόπος. «Ήταν τυλιγμένο με έναν χρυσοκέντητο μανδύα με αστέρια και είχε κρεμασμένο ένα φυλαχτό από κεχριμπάρι στον λαιμό του;», ρώτησε η ζητιάνα. «Ναι», της είπε ο ξυλοκόπος και της έφερε τον χρυσοκέντητο μανδύα και το κεχριμπαρένιο φυλαχτό που φορούσε το παιδί τη νύχτα που το έσωσε και τα είχε φυλαγμένα. «Είναι γιος, μου», αποκρίθηκε η ζητιάνα και τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία! «Το αγόρι μου, που το έχασα μικρό καθώς περιπλανιόμαστε περνώντας το πυκνό δάσος. Σε θερμοπαρακαλώ να μου το δώσεις!». Ο ξυλοκόπος έτρεξε να φέρει το Αστερόπαιδο και του εξήγησε πως η ζητιάνα ήταν η πραγματική του μάνα και το ήθελε. Τότε το Αστερόπαιδο θύμωσε φοβερά. «Δεν είσαι εσύ η μάνα μου», ούρλιαζε προς τη ζητιάνα. «Εξαφανίσου από μπροστά μου αμέσως! Σε μισώ και σε σιχαίνομαι». «Κι όμως είσαι το παιδί μου», επέμεινε η φτωχή ζητιάνα απελπισμένη. Στο δάσος φοβεροί ληστές μας επιτέθηκαν, σε άρπαξαν από την αγκαλιά μου και σε εγκατέλειψαν στον παγωμένο τόπο. Έψαξα παντού, όμως μάταια. Δεν μπόρεσα ποτέ να σε βρω. Αλλά τώρα μόλις σε είδα, το κατάλαβα. Να και ο χρυσοκέντητος μανδύας με τον οποίο σε είχα τυλιγμένο. Και το κεχριμπαρένιο φυλαχτό που είχα περάσει στο λαιμό σου». Το Αστερόπαιδο τα άκουγε όλα αυτά με την οργή να ξεχειλίζει στην καρδιά του. Πώς ήταν ποτέ δυνατό να είχε οποιαδήποτε σχέση με την κουρελιασμένη και άσχημη ζητιάνα που είχε εμπρός του. «Αν στ’ αλήθεια είσαι η μάνα μου καλά θα κάνεις να εξαφανιστείς για πάντα, για να πάψω να νιώθω άσχημα και ντροπιασμένος εξ αιτίας σου!», της φώναξε σκληρά. «Θα φύγω γιε μου, αφού το θες», είπε η ζητιάνα. «Μόνο πριν χωριστούμε ξανά, άφησέ με να σε φιλήσω για τελευταία φορά», τον θερμοπαρακάλεσε πέφτοντας στα πόδια του. «Θα ήταν προτιμότερο να με φιλούσε φίδι ή βάτραχος παρά εσύ», της φώναξε ακόμα πιο σκληρά το Αστερόπαιδο. Καθώς η φτωχή ζητιάνα έφυγε πικραμένη, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, το Αστερόπαιδο πήγε να βρει τους φίλους του για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Όμως εκείνοι δεν τον ήθελαν πια. Τον κορόιδευαν και τον έδιωχναν μακριά τους.. «Είσαι φριχτός σαν βάτραχος και σαν το φίδι», του φώναζαν και έτρεχαν να απομακρυνθούν ο ένας μετά τον άλλο. Το Αστερόπαιδο τρόμαξε πολύ με τούτα τα λόγια των φίλων του. Έσκυψε γεμάτο αγωνία πάνω από ένα πηγάδι και καθώς καθρεφτιζόταν στα νερά του, είδε με φρίκη την όψη του που είχε γίνει αποκρουστική.. Το πρόσωπό του είχε πάρει τη μορφή βατράχου και το σώμα του είχε καλυφθεί από λέπια σαν το φίδι.. Έντρομο ξέσπασε σε λυγμούς που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Το κορμί του τραντάζονταν από τα κλάματα και την καρδιά του την είχε κυριεύσει η απόγνωση και η ταραχή. «Αρνήθηκα την ίδια τη μάνα μου», είπε στον εαυτό του. «Καλώς τιμωρούμε λοιπόν γι’ αυτό. Της φέρθηκα σκληρά και την πλήγωσα και τώρα πληγώνομαι κι εγώ με την ίδια σκληρότητα. Θα βρω τη μάνα μου και θα την ικετεύσω να με συγχωρήσει. Μόνο τότε θα ησυχάσω», είπε και έτρεξε στο δάσος για να τη βρει. Περιπλανήθηκε μάταια παντού. Ολόκληρη η πρώτη μέρα πέρασε και σαν ήρθε το βράδυ αποκοιμήθηκε πάνω στο χώμα αποκαμωμένο. Τα ζώα και τα πουλιά που το αντίκριζαν έφευγαν γρήγορα μακριά του τρομαγμένα και μόνο ένας βάτραχος και ένα φίδι απέμειναν ατάραχα κοντά του. Πέρασαν μέρες πολλές που έψαχνε ασταμάτητα τη μητέρα του και κάθε πλάσμα που συναντούσε έφευγε τρέχοντας μόλις έβλεπε την τρομακτική όψη του. Ακόμα και οι χωρικοί αρνούνταν να του παραχωρήσουν λίγο χώρο στους αχυρώνες τους να κοιμηθεί, επειδή φοβόντουσαν ότι ως και τα σπαρτά θα σάπιζαν από την ασκήμια του.. Πέρασαν έτσι τρία χρόνια και το Αστερόπαιδο δεν είχε καταφέρει να βρει τη μητέρα του. Κάποτε έφθασε περιπλανώμενο μπροστά σε μια μεγάλη καστροπολιτεία. Κανείς δεν του άνοιγε να μπει μέσα εκτός από έναν φρουρό με λαμπερή πανοπλία που το άρπαξε και το πούλησε, για μια κούπα κρασί, σε έναν πανούργο γέρο μάγο. Αυτός έκλεισε το παιδί σε ένα σκοτεινό λαγούμι, όπου του πέταξε ένα ξεροκόμματο ψωμί και λίγο γλυφό νερό να πιει. Την άλλη μέρα του είπε: «Στο δάσος υπάρχουν χαμένες τρεις πλάκες χρυσού: μία λευκή, μια κίτρινη και μία κόκκινη. Σήμερα θα πας και θα μου βρεις την άσπρη, αλλιώς θα σε δείρω φρικτά. Πήγαινε λοιπόν και πριν δύσει ο ήλιος φρόντισε να επιστρέψεις με το λευκό χρυσάφι!». Το δάσος που οδήγησε ο γέρος το παιδί ήταν μαγεμένο. Το Αστερόπαιδο έψαχνε όλη μέρα ματώνοντας τα πόδια του στα μυτερά αγκάθια που φύτρωναν παντού. Πουθενά δεν μπόρεσε να βρει το λευκό χρυσάφι που είχε ζητήσει ο γέρος. Κατάκοπο και πικραμένο είδε στην άκρη του δάσους ένα λαγουδάκι πιασμένο σε μια παγίδα των κυνηγών που έκλαιγε και ζητούσε βοήθεια για να σωθεί. Το Αστερόπαιδο το λυπήθηκε και το ελευθέρωσε από την παγίδα. Το λαγουδάκι χοροπηδούσε ξένοιαστο και οδήγησε το Αστερόπαιδο στη φωλιά του, όπου ήταν κρυμμένη η πλάκα του λευκού χρυσού που του την έδωσε από ευγνωμοσύνη.
Το Αστερόπαιδο πήρε το χρυσάφι και ξεκίνησε για το σπίτι του γέρου, όμως στο δρόμο συνάντησε έναν φτωχό ζητιάνο που του ζήτησε να τον ελεήσει καθώς πέθαινε από την πείνα. «Έχω μονάχα ένα κομμάτι χρυσού πάνω μου», του είπε το Αστερόπαιδο. «Αν δεν το πάω στον αφέντη μου θα με δείρει». Όμως ο ζητιάνος τον παρακάλεσε και πάλι και το Αστερόπαιδο τον λυπήθηκε και του έδωσε τελικά το χρυσό. Όταν επέστρεψε στον γέρο μάγο με τα χέρια άδεια, εκείνος το έδειρε και το άφησε νηστικό. Το επόμενο πρωί του ζήτησε αυστηρά να ξαναπάει στο δάσος και να του φέρει το κίτρινο χρυσάφι, αλλιώς και πάλι θα το έδερνε.. Το παιδί ξεκίνησε και έφτασε και πάλι στο δάσος. Βρήκε το λαγουδάκι που του έδειξε μια λίμνη, στον βυθό της οποίας βρισκόταν ο κίτρινος χρυσός. Το παιδί βρήκε το χρυσάφι και ξεκίνησε να το φέρει στον γέρο μάγο. Όμως στον δρόμο συνάντησε ξανά τον γέρο ζητιάνο που το θερμοπαρακάλεσε να του δώσει και πάλι χρήματα να πάρει λίγο ψωμί. Το Αστερόπαιδο τον λυπήθηκε και μη έχοντας χρήματα του έδωσε τον κίτρινο χρυσό και επέστρεψε και πάλι χωρίς χρυσάφι στον μάγο. Εκείνος θύμωσε πολύ, έδειρε ξανά το παιδί και το άφησε νηστικό.
Την επομένη ο μάγος έστειλε το Αστερόπαιδο να του φέρει και τον κόκκινο χρυσό. «Αν δεν τον έχω ως το βράδυ, αυτή τη φορά θα σε σκοτώσω», φοβέρισε το παιδί που έφυγε τρομαγμένο για το δάσος. Το λαγουδάκι δεν άργησε να φανεί ξανά. Πήρε το Αστερόπαιδο από το χέρι και το οδήγησε σε μια σπηλιά. Εκεί βρήκε κρυμμένο και το κόκκινο χρυσάφι και ξεκίνησε για τον μάγο. Όμως ο φτωχός ζητιάνος ξαναβρέθηκε μπροστά του παρακαλώντας το και πάλι για λίγο ψωμί. Το Αστερόπαιδο, μη έχοντας τίποτε άλλο να του δώσει, του έδωσε και πάλι το χρυσάφι. «Έχω μονάχα αυτό και στο χαρίζω», του είπε. «Η δική σου ανάγκη είναι πιο μεγάλη από τη δική μου», πρόσθεσε καθώς άφηνε στον ζητιάνο και την τελευταία πλάκα χρυσού.. Μετά και από αυτό, πήρε πάλι το Αστερόπαιδο τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του γέρου. Μα όποιος το συναντούσε υποκλινόταν μπροστά του με θαυμασμό και χιλιάδες ευχές έφταναν στ’ αφτιά του. Από όπου πέρναγε ο κόσμος το ακολουθούσε ενθουσιασμένος και το επευφημούσε. «Δεν υπάρχει πιο όμορφο πλάσμα σε ολόκληρο τον κόσμο», φώναζαν από παντού! Ώσπου στο τέλος το Αστερόπαιδο έχασε ολότελα τον δρόμο του και βρέθηκε μπροστά σε ένα λαμπερό μεγαλειώδες παλάτι! «Καλωσήρθε ο καλός μας πρίγκιπας, ο γιος του βασιλιά μας, που πάντα περιμέναμε!», ανεφώνησαν οι φρουροί, θαμπωμένοι και αυτοί από την ομορφιά του. Τότε άνοιξαν τις πύλες του παλατιού και το Αστερόπαιδο βρέθηκε μπροστά στους αξιωματούχους και τους ευγενείς που υποκλίνονταν ευλαβικά μπροστά του. Εγώ δεν είμαι γιος βασιλιά!», φώναξε με όλη του τη δύναμη τότε το Αστερόπαιδο. Είμαι ο γιος της ζητιάνας και έχω όψη τόσο άθλια και ελεεινή, που κανείς δεν θα άντεχε να με αντικρύσει. Τότε το πλησίασε ένας αξιωματικός. Φορούσε τη λαμπερή πανοπλία του φρουρού που το είχε πουλήσει άλλοτε για μια κούπα κρασί στον σκληρόκαρδο μάγο. Κράτησε την ασπίδα του μπροστά στο πρόσωπό του για να δει σαν σε καθρέφτη το παιδί το πρόσωπό του. Το Αστερόπαιδο κοίταξε και δεν πίστευε στα μάτια του! Είχε πάρει ξανά την παλιά πανέμορφη όψη του και το κορμί του δεν ήταν πια καλυμμένο με τα φριχτά λέπια. Οι αξιωματικοί και το πλήθος του κόσμου του ζήτησαν να μείνει μαζί τους και να δεχτεί να γίνει ο πρίγκιπας που περίμεναν πάντοτε. «Εγώ αρνήθηκα τη μάνα που με έφερε στον κόσμο και μου έδωσε τη ζωή», είπε το Αστερόπαιδο. «Δεν αξίζω τέτοια τιμή. Θα συνεχίσω την περιπλάνησή μου μέχρι να τη βρω και να της ζητήσω να με συγχωρέσει», πρόσθεσε. Τότε το πλήθος παραμέρισε και ανάμεσά του πέρασε και πλησίασε το Αστερόπαιδο η ζητιάνα μάνα του. Στο πλάι της έστεκε ο ζητιάνος στον οποίο το Αστερόπαιδο είχε χαρίσει τρεις φορές το χρυσάφι του. Το παιδί έπεσε στα πόδια της ζητιάνας μάνας του, τα καταφιλούσε και με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα την παρακαλούσε να το συγχωρήσει. Εκείνη χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά του και ανασήκωσε το παιδί της. Καθώς το Αστερόπαιδο στάθηκε όρθιο και κοίταξε τη μητέρα του, είδε ότι στη θέση της ζητιάνας υπήρχε μια πανέμορφη βασίλισσα που άστραφτε μέσα στα πλούσια φορέματα και στα διαμαντικά της. Στο πλάι της, αντί για τον γερο-ζητιάνο, στεκόταν ένας δυνατός και όμορφος βασιλιάς με τη χρυσοκέντητη στολή του και το βαρύτιμο στέμμα του.
«Αυτός είναι ο πατέρας σου, που τον σπλαχνίστηκες και του προσέφερες πρόθυμα το χρυσάφι σου, όταν τον είδες ανήμπορο και σε ανάγκη», είπε η βασίλισσα στο Αστερόπαιδο δείχνοντάς του τον βασιλιά. «Και αυτή είναι η μητέρα σου, που μούσκεψες τα πόδια της με τα δάκρυά σου», του είπε ο βασιλιάς. Οι γονείς του αγκάλιασαν τότε με όλη τους την αγάπη το Αστερόπαιδο, το πήραν στο παλάτι και το έντυσαν με τις πιο πολύτιμες και μεγαλόπρεπες φορεσιές και αφού το έβαλαν να καθίσει στον βασιλικό θρόνο του πρόσφεραν το στέμμα τους και τα βασιλικά σκήπτρα για να διαφεντεύει στο εξής το βασίλειό του που τον περίμενε πάντα με ελπίδα και εγκαρτέρηση.
Και το Αστερόπαιδο έζησε χρόνους πολλούς ευτυχισμένους βασιλεύοντας πάντα με αγάπη, δικαιοσύνη, ειρήνη, ανθρωπιά και καλοσύνη! Ποτέ ξανά κανένα βασίλειο σε ολάκερη τη γη δεν γνώρισε τόσο καλό και άξιο βασιλιά!
Το Αστερόπαιδο (Oscar Wilde)
Πηγή: Ομφαλός της γης