Ο ακρυπτογράφητος Δίσκος της Φαιστού είναι ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της αρχαιολογίας. Τα πάντα γύρω από αυτό είναι αμφιλεγόμενα: ο σκοπός του, η ουσία του, η σημασία του, ακόμη και ο τόπος δημιουργίας του. Η μυστηριώδης δέλτος από άργιλο εντοπίστηκε στην Κρήτη, στο μινωικό ανάκτορο της Φαιστού. Σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, πρόκειται για το πιο γνωστό δείγμα της ιερογλυφικής μινωικής γραφής, χρονολογείται στις αρχές των νεοανακτορικών χρόνων και διατηρείται ακέραιος. Στις δύο πλευρές του έχουν αποτυπωθεί σύμβολα σε μία σειρά, που ακολουθεί σπειροειδή διάταξη, ξεκινώντας από την περιφέρεια και καταλήγοντας στο κέντρο. Διακρίνονται 45 σύμβολα που επαναλαμβάνονται και ομαδοποιούνται σχηματίζοντας λέξεις, οι οποίες χωρίζονται με κάθετες εγχάρακτες γραμμές. Η αποτύπωσή τους έγινε με σφραγίδες, όταν ο πηλός ήταν ακόμη νωπός και για το λόγο αυτό ο δίσκος θεωρείται το παλαιότερο γνωστό δείγμα τυπογραφίας. Μέχρι σήμερα έχουν προταθεί διάφορες αποκρυπτογραφήσεις του κειμένου, καμία όμως δεν είναι απόλυτα πειστική. Η επικρατέστερη άποψη της σύγχρονης έρευνας είναι, ότι ίσως αποδίδει κάποιο θρησκευτικό κείμενο ή ύμνο. Αξιοσημείωτο είναι, ότι ορισμένα σύμβολα της ίδιας γραφής σώζονται και σε ένα πέλεκυ από το Αρκαλοχώρι.
Ποιος ήταν όμως ο κατασκευαστής της και ποια η χρήση της;
Ο προηγούμενος πολιτισμός των Μινωιτών της Εποχής του Χαλκού έφτασε στο αποκορύφωμά του περί το 1.700 π.Χ. και άρχισε να παρακμάζει περίπου τρεις εκατονταετίες αργότερα, περίοδο κατά την οποία ερειπώθηκαν αρκετά από τα θεσπέσια ανακτορικά οικοδομήματά του. Ο Δίσκος της Φαιστού βρέθηκε το 1903 από μια ομάδα Ιταλών αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον Λουίτζι Πέρνιερ, οι οποίοι διενεργούσαν ανασκαφές στα ερείπια του τοπικού μινωικού ανακτόρου. Στο πλαίσιο των εργασιών τους, οι Ιταλοί επισήμαναν σε μια υπόγεια αίθουσα των βορειοανατολικών διαμερισμάτων του ανακτόρου το ιδιόμορφο αντικείμενο, μια αργιλώδη δέλτο με εγχαράξεις Γραμμικής Α’ (μη αποκωδικοποιημένης γραφής, χρησιμοποιούμενης στην Κρήτη περί το 1450 π.Χ.) και θραύσματα αγγειοπλαστικής τέχνης της νεοανακτορικής περιόδου (περίπου 1700-1600 π.Χ.) . Το ανάκτορο είχε καταρρεύσει εξαιτίας σεισμού, ο οποίος είχε συνδεθεί με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που εκδηλώθηκε το 1628 π.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο “Αφανής Ιστορία” του Brian Haughton η ακριβής χρονολόγηση του Δίσκου της Φαιστού παραμένει εκκρεμής και έχει αποτελέσει επί μακρόν μήλο της έριδος στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας. Το αρχαιολογικό περιβάλλον όπου εντοπίστηκε μαρτυρά ότι δεν είναι δημιούργημα μεταγενέστερο του 1.700 π.Χ. αν και η επικρατούσα αντίληψη μεταθέτει το χρονικό εύρος κατασκευής του έως το 1.650 π.Χ.
Το αινιγματικό τεχνούργημα από οπτό άργιλο έχει μέση διάμετρο 16 εκατοστά και πάχος 2,1 εκατοστά. Και οι δύο όψεις φέρουν εγχαράξεις ιερογλυφικών σε ελικοειδή διάταξη. Πάνω στον δίσκο υπάρχουν 242 εκτυπώματα, χωρισμένα μέσω μια κάθετης γραμμής σε 61 ομάδες. Διακρίνονται επίσης 45 διαφορετικά σύμβολα που απεικονίζουν άνδρες δρομείς, κεφαλές με πτερωτά διαδήματα, γυναίκες, παιδιά, ζώα, πτηνά, έντομα, εργαλεία, όπλα και φυτά. Ένα ή δύο από αυτά τα σύμβολα έχουν συσχετιστεί με την ιερογλυφική γραφή που τελούσε εν χρήσει την Κρήτη από τις αρχές έως τα μέσα της 2ης χιλιετίας. Τι λόγο είχαν όμως οι Μινωίτες να χρησιμοποιούν πρωτόγονα πικτογράμματα σε μια χρονική φάση κατά την οποία είχε αναπτυχθεί η Γραμμική Α’, μια πολύ πιο εξελιγμένη γραφή; Μήπως αυτά τα σύμβολα μαρτυρούν ότι η προέλευση του δίσκου είναι ακόμη προγενέστερη; Όχι απαραίτητα, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρχαϊκών γραφών που έχουν επιβιώσει πέραν της εποχής τους μέσω των θρησκευτικών ή ιερών κειμένων, όπου πχ συνέβαινε στην αρχαία Αίγυπτο. Επίσης, το κείμενο στον Δίσκο της Φαιστού είναι μοναδικό. Πουθενά αλλού δεν έχουν διασωθεί άλλα δείγματα τέτοιας γραφής. Η μοναδικότητα και ο συνοπτικός χαρακτήρας του χειρόγραφου καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή ακόμη και την αποσπασματική ερμηνεία του. Η χρήση πολυάριθμων σφραγίδων για τη συγκρότησή του φανερώνει εκτεταμένη παραγωγή αντικειμένων με τέτοιες εγχαράξεις, τα οποία, ωστόσο, για κάποιον ακαθόριστο λόγο, δεν έχουν ακόμα αναδειχθεί από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Μια από τις δυσκολίες κατανόησής του τεχνουργήματος έγκειται στην αδυναμία ακριβούς ερμηνείας των συμβόλων του. Πρέπει να ερμηνευθούν ως ιερογλυφικά οι εγχαράξεις του δίσκου ή μήπως είναι σκόπιμο να εκληφθούν ως έχουν τα πικτογράμματα; Μολονότι κάποιες απεικονίσεις αντιστοιχούν σε μορφές οικείων αντικειμένων η απόδοση σε αυτά κυριολεκτικής σημασίας δεν προάγει το έργο της αποκρυπτογράφησης του δίσκου. Πολλοί γλωσσολόγοι θεωρούν το κείμενο μια διαδοχή γραπτών συμβόλων που αντιστοιχούν σε συλλαβές ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για συνδυασμό συλλαβικής γραφής και εικονικών συμβόλων με απώτερο στόχο τη διατύπωση μιας ιδέας η έννοιας (τα ιδεογράμματα).
Η δυσκολία αποκρυπτογράφησης δίχως τη συνδρομή περαιτέρω δειγμάτων γραφής, δεν απέτρεψε μελετητές, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες από την απόπειρα ερμηνείας του Δίσκου της Φαιστού. Αντίθετα, το μυστήριο αυτό τους ενθάρρυνε. Όμως, λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα των επιγραφών, καταγράφηκαν ανυπόστατες και έωλες ερμηνείες. Σύμφωνα με την πλέον ακραία, το αντικείμενο είναι φορέας μηνύματος αποτύπωσαν πριν από χιλιάδες χρόνια εξωγήινα όντα ή εκπρόσωπο του πολιτισμού της Ατλαντίδος ως κληροδότημα για τις επερχόμενες γενιές.
Την τελευταία εκατονταετία έχουν αναληφθεί πολλές προσπάθειες αναγνώρισης της γλώσσας του κειμένου στον δίσκο. Το 1975 ο Ζαν Φοκουνό, σε ερμηνεία που επιχείρηση, ισχυρίστηκε ότι η γραφή ήταν προ-ελληνική και συλλαβική, δημιούργημα των πρωτο-Ιώνων, λαού που διατηρούσε στενούς δεσμούς όχι με την Κρήτη, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά με την Τροία. Σύμφωνα με την αποκρυπτογράφηση του Φοκουνό, ο Δίσκος της Φαιστού πραγματεύεται τη σταδιοδρομία και την κηδευτική τελετή ενός βασιλιά των πρωτο-Ιώνων, του Αρίωνος. Η ερμηνεία του, ωστόσο, δεν έγινε αποδεκτή από την πλειονότητα των επαϊόντων και των ασχολούμενων με το θέμα. Το 2000 η Ελληνίδα συγγραφέας Έφη Πολυγιαννάκη, στο βιβλίο της με τίτλο Ο Δίσκος Φαιστού Μιλάει Ελληνικά , υποστηρίζει ότι για τη σύνταξη της επιγραφής επιστρατεύτηκε το συλλαφογραφικό σύστημα αρχαιοελληνικής διαλέκτου. Ο δόκτωρ Στίβεν Φίσερ στο σύγγραμμά του (Ενδείξεις της Χρήσης Ελληνικής Διαλέκτου στο Δίσκο της Φαιστού, 1988) εκφράζει επίσης την άποψη ότι το κείμενο συντάχθηκε με γνώμονα κάποια ελληνική διάλεκτο.
Κλειδί για τη σημασιοδότηση του τεχνουργήματος είναι το πλαίσιο εντός του οποίου βρέθηκε. Το γεγονός ότι ο Δίσκος της Φαιστού ανασύρθηκε από τα ερείπια μιας υποχθόνιας αποθήκης ναού αποτελεί, για κάποιους ερευνητές, τεκμήριο θρησκευτικής ή τελετουργικής σπουδαιότητας. Έχει λεχθεί πως το εγχάρακτο κείμενο στη σφαιρική αργιλώδη επιφάνεια είναι απόσπασμα από ιερό ύμνο ή ιεροτελεστική διαδικασία. Επειδή, μάλιστα, παρατηρήθηκε πως ορισμένες ομάδες σχημάτων επαναλαμβάνονταν, σαν επωδός, προωθήθηκε η εικασία ότι στις δύο όψεις του δίσκου έχουν χαραχθεί εδάφια από μέλη, υμνωδίες ή τελετουργικές απαγγελίες. Ο Άρθουρ Έβανς, ο οποίος ανακάλυψε την Κνωσό εκτιμά ότι ο δίσκος εμπεριέχει απόσπασμα θρησκευτικού μέλους. Ο άνθρωπος που έφερε στο φως το αντικείμενο, ο Ιταλός αρχαιολόγος Περνιέ, έσπευσε να ενισχύσει την άποψη περί της θρησκευτικής αξίας του. Πάντως, το γεγονός ότι ο Δίσκος βρέθηκε στον ευρύτερο χώρο του μινωικού ανακτόρου δεν συνιστά απόδειξη των κρητικών καταβολών του διότι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μεταφερθεί εκεί.
Μολονότι η θρησκευτική / τελετουργική εκδοχή διαθέτει έρεισμα, δεν συνιστά εντούτοις παρά μια μονάχα από τις πολυάριθμες θεωρίες που έχουν προβληθεί σχετικά με τον Δίσκο της Φαιστού, η επιγραφή του οποίου έχει μεταξύ άλλων θεωρηθεί φορέας αρχαίου περιπετειώδους θρύλου, κέλευσμα για την ανάληψη των όπλων, μαγική επίκληση γραμμένη στα χιτιτικά, νομικό έγγραφο, γεωργικός πανδέκτης, πρόγραμμα ανακτορικών δραστηριοτήτων ή πεδίο διεξαγωγής παιχνιδιού. Στο πόνημά του που δημοσιεύτηκε το 1980 με τίτλο «Ο Δίσκος της Φαιστού: Ελληνικά Ιερογλυφικά με Ευκλείδειες Διαστάσεις», ο Γερμανός συγγραφέας Άντις Κάουλινς ισχυρίστηκε ότι αποκρυπτογράφησε τη μυστηριώδη γραφή την οποία αναγνώρισε ως ελληνική, και κατόπιν δήλωσε ότι το κείμενο πραγματεύεται την απόδειξη κάποιου γεωμετρικού θεωρήματος. Η ερμηνεία του Κάουλινς ωστόσο έτυχε αναιμικής υποστήριξης μεταξύ των αρχαιολόγων και των γλωσσολόγων. Στο σύγγραμμά του «The Bronze Age Computer Disc (Ο Υπολογιστικός Δίσκος της Εποχής του Χαλκού) ο Άλαν Μπάτλερ λαμβάνει ως δεδομένο ότι ο Δίσκος της Φαιστού λειτουργούσε ως ακριβές αστρονομικό ημερολόγιο ή συσκευή υπολογισμών. Εντούτοις δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι Μινωίτες κατείχαν λεπτομερείς γνώσεις στον τομέα της αστρονομίας, ενώ ούτε η περιωπή των Αιγυπτίων στο συγκεκριμένο πεδίο μπορεί να θεωρηθεί επαρκής ώστε να στηρίξει την εικασία του Μπάτλερ.
Στις αναρίθμητες ανασκαφές οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στην Κρήτη την τελευταία εκατονταετία δεν βρέθηκε άλλο δείγμα μεθόδου γραφής με τη χρήση σφραγίδων ή εκτυπωτικών τεχνικών, όπως αυτό που μας προσφέρει ο Δίσκος της Φαιστού. Η παντελής έλλειψη συγκριτικού υλικού δημιούργησε την υπόνοια ότι ο δίσκος είναι κίβδηλος. Άλλο στοιχείο, που επιτείνει το αίσθημα της περιρρέουσας αβεβαιότητας σχετικά με την αυθεντικότητά του, είναι η απροθυμία των ειδημόνων αρχαιολόγων στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή να εμπλακούν στις σχετικές με το τεχνούργημα αντιπαραθέσεις. Μια εξέταση θερμο-ακτινοβολίας για τον χρονολογικό προσδιορισμό του Δίσκου της Φαιστού θα καταδείκνυε αναμφίβολα αν τον θαυμαστό αντικείμενο κατασκευάστηκε κατά τη μινωική περίοδο ή αν είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει συνεπώς το ενδεχόμενο αυτό πλανάται. Τη θεωρία αυτή ενίσχυσε ένα εύρημα που εντοπίστηκε στο υπόγειο ενός σπιτιού στο Βλαντικαφκάζ της Ρωσίας το 1992. Πρόκειται για ένα θραύσμα πήλινου δίσκου, μικρότερου σε μέγεθος από τον αντίστοιχο της Φαιστού, αλλά πανομοιότυπου, παρότι τα σύμβολα στην επιφάνειά του προήλθαν από χάραξη και όχι από αποτύπωση δια πιέσεως. Αυτό είχε ξεσηκώσει θύελλα φημολογιών όμως λίγα χρόνια αργότερα ο ρωσικός δίσκος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και από τότε δεν ξαναέγινε λόγος για αυτόν.
Νέα θρησκευτική ερμηνεία
Ο Ουαλός γλωσσολόγος Γκάρεθ Οουενς που ζει και εργάζεται εδώ και τριάντα χρόνια στην Κρήτη είναι εκείνος που έχει πλησιάσει όσο κανένας άλλος στην αποκάλυψη των μυστικών του δίσκου. Τη νέα προσέγγιση στην ερμηνεία του Δίσκου της Φαιστού είχα παρουσιάσει ο Δρ Γκάρεθ Όουενς σε εκδήλωση που είχε διοργανώσει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) το 2018 σε συνεργασία με το ΤΕΙ Κρήτης. Ο Ουαλός γλωσσολόγος είχε υπογραμμίσει ότι με βάση την πολύχρονη έρευνα του, η α’ πλευρά του Δίσκου μιλάει για την έγκυο θεότητα που λάμπει και η β’ πλευρά αναφέρεται στη θεότητα που δύει, πιθανώς τη μινωική θεότητα Αφαία.
Ο Δρ Γκάρεθ Όουενς, ειδικός σε θέματα μινωικής γραφής, έχοντας αφοσιωθεί στη μελέτη του Δίσκου της Φαιστού για περισσότερα από δέκα χρόνια, σε συνεργασία με τον καθηγητή Φωνητικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Τζον Κόουλμαν, έχει προχωρήσει την ανάγνωση του Δίσκου στο 99% και την ερμηνεία σε ποσοστό πάνω από 50%. Με βάση τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την έρευνα του, είχε υποστηρίξει ότι ο Δίσκος της Φαιστού, η πιο γνωστή μινωική συλλαβική επιγραφή από την Εποχή του Χαλκού, χρονολογούμενη 500 χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο, τον 17ο αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα ύμνο προς την έγκυο θεότητα και τη θεότητα Αφαία.
Όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Γκάρεθ Όουενς: «Διαβάζουμε τον Δίσκο της Φαιστού με τις φωνητικές αξίες της Γραμμικής Β και με τη βοήθεια της συγκριτικής γλωσσολογίας, δηλαδή συγκρίνοντας με άλλες συγγενικές γλώσσες από την ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών. Πιστεύω ότι o δίσκος μιλάει για την έγκυο θεότητα στην πρώτη πλευρά. Το καινούργιο στοιχείο που πρόσθεσα στην ερμηνεία είναι ότι στη δεύτερη πλευρά του Δίσκου υπάρχει μια πρόταση που αναφέρεται στη θεότητα αυτή, η οποία είναι γνωστή από τη μινωική Κρήτη και είναι η Αφαία. Η Αφαία ταυτίζεται στην μινωική Κρήτη με τη Δικτύνα που ήταν η θεότητα του τοκετού. Η θεότητα Αφαία έχει σχέση και με το φως. Θα μπορούσε όμως να είναι και η Αστάρτη ή η Αφροδίτη. Πιστεύω ότι η Αφαία ως θεότητα του τοκετού στη β΄πλευρά του δίσκου έχει σχέση και με την έγκυο θεότητα που αναφέρεται στην α’ πλευρά του δίσκου».
Επίσης είχε αναφέρει ότι «κάποιες λέξεις και μια ολόκληρη πρόταση από τον Δίσκο της Φαιστού βρέθηκαν και σε άλλες μινωικές θρησκευτικές συλλαβικές επιγραφές και στο σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου και στο Βουνό Γιούχτα δίπλα στις Αρχάνες και στην Κνωσό. Οι θρησκευτικές αυτές επιγραφές εντοπίστηκαν και με τάματα, συνεπώς οι μινωικές λέξεις που ήταν με τα μινωικά τάματα έχουν σχέση και με τη θρησκεία και με την υγεία».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του στη συγκεκριμένη εκδήλωση ο Γκάρεθ Όουενς είχε συνοψίσει τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα της ερευνητικής του προσπάθειας για την ερμηνεία και κατανόηση πλέον του Δίσκου: «Από τις 61 συνολικά λέξεις μπορούμε να προσφέρουμε μια ιδέα για το τι σημαίνουν παραπάνω από τις μισές λέξεις. Είναι λοιπόν 61 λέξεις στις δυο πλευρές και 18 στίχοι σαν σονέτο με ομοιοκαταληξία. Έξι λέξεις μιλάνε για το φως και έξι λέξεις για τη δύση του φωτός. Τρεις λέξεις μιλάνε για την έγκυο θεότητα και άλλες 10 για τη θεότητα με διάφορα επίθετα».
Ακόμη και σήμερα, πάρα πολλοί ερευνητές σε ολόκληρο τον κόσμο εργάζονται πυρετωδώς με την ελπίδα να αποκρυπτογραφήσουν τον Δίσκο της Φαιστού, αν και το ενδεχόμενο θεωρείται απόμακρο από αρκετά μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Μέχρι τότε, ο Δίσκος της Φαιστού, που εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου θα διατηρεί τον χαρακτήρα του αξεδιάλυτου αινίγματος.
Πηγές: Αφανής Ιστορία (Brian Haughton, εκδόσεις Φυτράκη), Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης /Υπουργείο Πολιτισμού
Πηγή φωτό: Υπουργείο Πολιτισμού, Αγώνας της Κρήτης, ΕΚΤ