Του Μιχάλη Στρατάκη
Μικρό κοπελιδάκι ήμουνα, όταν η θειά μου η Αγγελική, στις Γκαγκάλες, μου έλεγε για το Αγιοφάραγγο των Αστερουσίων και του Λυβικού.
Άκουγα τις διηγήσεις της και ανατρίχιαζα.
Ιδιαίτερα, σαν μου μιλούσε για τους αόρατους καλογέρους, που ζούσαν σε σπηλιές, που ήσανε ολόγδυμνοι και τα γένια τους σερνόντουσαν στη γης, η ανατριχίλα μου μετατρεπόταν σε έκσταση.
”Σαν τσ’ αγγέλους είναι. Κιανείς δεν τσι θωρεί κι όμως υπάρχουνε και όπου πάμε μας κλουθούνε” μου ‘λεγε και έκανε το σταυρό της.
Περάσανε πάνω από πενήντα χρόνια από τότε.
Η θειά μου η Αγγελική δεν ζει πια.
Μα επειδή τη σκέφτομαι συχνά, πιστεύω ότι δεν απόθανε, αλλά έγινε κι αυτή αόρατη.
Σαν τους αόρατους καλόγερους του Αγιοφάραγγου.
Γιατί ο άνθρωπος δεν ποθαίνει, άμα οι ζωντανοί τον θυμούνται. Εκείνες τις διηγήσεις θυμήθηκα, κατά την περιήγησή μου στις κορφές των Αστερουσίων, στις κορφές του κρητικού Αγίου Όρους.
Τις θυμήθηκα, ακούγοντας ανθρώπους στο Πετροκεφάλι, στον Σίβα, στον Λήσταρο, στην Πόμπια, στους Αγίους Δέκα, στις Μοίρες και στο Καλαμάκι, να μου λένε τα ίδια πράγματα που μου έλεγε, μισόν αιώνα πριν, η θειά μου η Αγγελική.
Για τους ανθρώπους αυτούς, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα παιδικά παραμύθια, οι μύθοι και οι μεταφυσικές επιθυμίες, έχουν μπετοναριστεί εντός τους, σαν γρανιτένια πεποίθηση.
Γι αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλώς ζούνε στα Αστερούσια αόρατοι καλόγεροι, αλλά και φανερώνονται σε ανθρώπους που είναι άξιοι να τους δούνε.
”Σε σένα εφανερώθηκε ποτέ κανένας;” ρώτησα έναν γέροντα στο Σίβα.
”Ντα είμαι μπρε άξιος εγώ να τους δω για να μου φανερωθούνε;” μου απάντησε.
Δεν ξέρω εάν και κατά πόσο επηρεάστηκα από όλες αυτές τις κουβέντες που ξανάκουσα, πενήντα χρόνια μετά την αορατοποίηση της θειάς μου της Αγγελικής.
Αυτό που ξέρω είναι ότι στην πορεία μας προς το Αγιοφάραγγο, εκοίταζα με αγωνία τις σπηλιές.
Τις κοίταζα και έλεγα στη γυναίκα μου να έχει το νου της, μήπως δει κάποια μορφή, με γένια ίσαμε το χώμα, να μη περπατά μα να πετά.
Πηγή: Stratakis Mixalis