Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Μαμάκης
Η επόμενη των Χριστουγέννων στο χιονισμένο οροπέδιο της Νίδας ήταν σαν σκηνή βγαλμένη από παλιό παραμύθι.
Μια μικρή πέτρινη εκκλησία στεκόταν αγέρωχη μέσα στο κατάλευκο τοπίο, σαν φύλακας της αιώνιας σιωπής που αγκάλιαζε την περιοχή. Το ψυχρό λευκό του χιονιού είχε καλύψει κάθε ίχνος ζωής, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η φύση έδειχνε την πιο αδυσώπητη αλλά και γοητευτική πλευρά της.
Η μικρή πέτρινη εκκλησία στεκόταν μόνη, με τα γκρίζα της τείχη να αντιστέκονται στις ανελέητες ριπές του παγωμένου αέρα.— στην τοποθεσία οροπεδιο νιδας.
Τα γυμνά δέντρα γύρω της, γυμνά από την παγωνιά, έμοιαζαν σαν σκελετοί που πάλευαν να επιβιώσουν σε ένα τοπίο που δεν συγχωρεί. Οι κορμοί τους ήταν σκασμένοι και τα κλαδιά τους έγερναν σαν να παραδίνονταν στη δύναμη του χειμώνα.
Κάθε ήχος –ο θόρυβος του ανέμου, ο ήχος του πάγου που έσπαγε κάτω από τα βήματα– ενίσχυε την αίσθηση απομόνωσης και μεγαλείου.
Ο Ψηλορείτης, από πάνω, υψωνόταν σαν πέτρινος γίγαντας, με τις κορυφές του να χάνονται στα σύννεφα. Οι σκιές που έριχνε το βουνό στο οροπέδιο έκαναν το τοπίο ακόμα πιο άγριο, ενώ οι απότομες πλαγιές και οι γκρεμοί θύμιζαν πως εδώ, η φύση ορίζει τους κανόνες.
Το φως της ημέρας έδινε μάχη να διαπεράσει τη βαριά συννεφιά, προσφέροντας μόνο σποραδικές στιγμές φωτεινότητας, που έκαναν το χιόνι να λάμπει σαν παγωμένος καθρέφτης. Μέσα σε αυτήν τη σκληρότητα, η πέτρινη εκκλησία έμοιαζε με σύμβολο αντοχής, μια μικρή ανθρώπινη δημιουργία που αντιστεκόταν στο χάος του φυσικού κόσμου.
Ήταν ένα τοπίο που δεν υποσχόταν καμία άνεση, αλλά προκαλούσε δέος. Η αγριότητά του δεν σε απωθούσε, αντίθετα σε τραβούσε να το ζήσεις, να γίνεις μέρος του, να νιώσεις το μεγαλείο του και τη δική σου μικρότητα μπροστά του.