Γράφει η Ζαμπία Λαζανάκη*
Πώς καταφέρνουν τα παιδιά να τυλίγουν τις μέρες θύμησης και δακρυσμένων ματιών με παιχνίδι ακόμα δεν έμαθα κι ας ήμουν κάποτε παιδί κι ας περνάω τη μέρα μου με παιδιά.
Τέτοια ώρα η μάνα είχε βράσει το στάρι και το τραπέζι της κουζίνας φιλοξενούσε απαλές πετσέτες με εκατομμύρια σπόρους φρεσκοβρασμένου σταριού να στεγνώνουν πάνω τους.
Σε ξεχωριστά πιάτα περίμεναν ολόχρυσες σταφίδες, το ρόγδι, το σουσάμι, το καρύδι και η ζάχαρη.
Αύριο θα γέμιζε η μάνα το πιο βαθύ πιάτο που είχε στα σερβίτσια της.
Θα ανακάτευε το ολημερίς ξεκουρασμένο στάρι με σταφίδες ρόγδι και καρύδια, θα το σκέπαζε με καβουρδισμένο σουσάμι και ζάχαρη, θα το στόλιζε με ένα περίτεχνο σταυρό από κουφέτα.
Τελευταίο χάδι πριν φύγει για την εκκλησία ένα κλωνάρι βασιλικού στη μέση του.
Κι εμείς, όλα τα παιδιά, θα περιμέναμε και λίγο πριν τελειώσει ο εσπερινός θα φορούσαμε το σοβαρό μας πρόσωπο, αυτό που είχαμε φυλαγμένο για τέτοιες στιγμές και θα βγάζαμε από τις τσέπες μας τα όπλα του παιχνιδιού, σακούλες μεγάλες, διάφανες.
Όταν θα τελείωνε η ψαλμωδία θα κάναμε την επιδρομή μας, αγνοώντας τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να βγουν, αγνοώντας την σπουδαιότητα της μέρας.
Πλησιάζαμε τις γυναίκες να γεμίσουν με κόλλυβα τις σακούλες μας.
Όλες “θείες” μας ήταν.
“Θείες” που είχαν χάσει πατέρα, μάνα, αδελφό…
Και στο τέλος η μεγάλη αναμέτρηση.
Ποιός είχε μαζέψει τα περισσότερα κόλλυβα;
Δε θυμάμαι να έφαγα ποτέ αυτά τα κόλλυβα.
Θυμάμαι όμως ότι είπα άπειρες φορές σε κάθε “θεία” ο Θεός να τους συγχωρέσει.
Θυμάμαι τη μνήμη να σκαρφαλώνει στα μάτια τους και να μπλέκει ατίθασα δάκρυα.
Θυμάμαι και εκείνη τη στιγμή που είδα αυτά τα δάκρυα να ξεμπλέκονται και να πέφτουν πάνω στη ζάχαρη και το βασιλικό.
Το θυμάμαι γιατί τότε σταμάτησα να είμαι παιδί…
Και δε θα τύλιγα ποτέ ξανά αυτήν τη μέρα με παιχνίδι.
* Η Ζαμπία Λαζανάκη είναι Νηπιαγωγός με καταγωγή από τον Αμπελούζο της Μεσαράς και συγγραφέας παιδικών βιβλίων