Γράφει ο Μιχάλης Ανδριανάκης
“Στην πέρα μπάντα τω Σφακιώ, στη Χώρα τω Ρεθέμνω, καμάραν εστελιώνανε και καθ’ αργά εχάλα”.
Έτσι αρχίζει η μακρόσυρτη παραλογή για την Ελληνιστική γέφυρα, την “Ελληνική Καμάρα”, όπως τη λέει ο λαός, που κτίστηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, ανάμεσα στη Μάζα και τις Βρύσες, επισκευάστηκε μετά από κάμποσους αιώνες στη Βενετοκρατία και κρατεί ακόμη γερή και περήφανη, παρά τα πάνω από 2000 χρόνια της ηλικίας της και την εγκατάλειψή της.
Αν ψάχναμε το πως τελικά στήθηκε αυτό το μικρό τεχνικό θαύμα, που είδε τόσα και τόσα και άντεξε άλλα τόσα, θα βλέπαμε πως ο πρωτομάστορας, γνωρίζοντας τι θα πει ποταμός, βρήκε το κατάλληλο σημείο, που είχε επιτόπου και το κατάλληλο πέτρωμα. Από την πλευρά που έρχεται το νερό, κάποιες μέρες με ορμή, έκοψε τις τεράστιες πέτρες, έκτισε το τόξο και τα “πόδια” της γέφυρας, φροντίζοντας να δημιουργήσει δυο πανίσχυρα, έντονα λοξά αναχώματα, ώστε κανένα εμπόδιο από αυτά που κουβαλά με ορμή ο ποταμός να μη μπορεί να χτυπήσει τα “πόδια”, αλλά να κατευθυνθεί ανεμπόδιστα και να περάσει την καμάρα, όπως με παρόμοιο τρόπο έκαναν οι Βενετοί στη μεγάλη γέφυρα του Κλαδισσού.
Για να “σταθεί” τελικά η γέφυρα που “ολημερίς τη χτίζανε και καθ’ αργά εχάλα”, χρειάστηκε όπως “εφώνιαξε μεγάλα”, “ένα πουλί, καλό πουλί” να “στοιχειώσουνε άθρωπο στον πόδα τση καμάρας”, που να μην ήτανε “μήδε κουτσός, μήδε χωλός, μήδε και διακονιάρης, παρά του πρωτομάστορα, το πρώτο ντου στεφάνι”, δηλαδή να κάνει μια υπέρτατη θυσία (εδώ βέβαια θα έβαζε κάποιος το πονηρό ερώτημα “γιατί το πρώτο στεφάνι, για ν’ ανοίξει το δρόμο στο δεύτερο;”, αλλά αυτό το αφήνω σε άλλες ειδικότητες).
Και έτσι η ταλαίπωρη γυναίκα εξαπατήθηκε, ψάχνοντας δήθεν το δαχτυλίδι του πρωτομάστορα, που φρόντισε να την κουκουλώσει καλά-καλά (“Ένας χτυπά με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη κι ο σκύλος πρωτομάστορας με το βαρύ πελέκι”), ώστε να στοιχειώσει καλά η γέφυρα.
Έτσι έκαναν μια φορά τα σοβαρά έργα και γι αυτό μένουν στην αιωνιότητα.
Κι ας πήγαν πριν από κάμποσες δεκαετίες οι απόγονοί τους να φτιάξουν τη γέφυρα (ο Θεός να την κάνει γέφυρα) της “Εθνικής οδού” (ο Θεός να την κάνει Εθνική οδό αυτή τη σκοτώστρα) σχεδόν πάνω της.
Να μου το θυμάστε πως σε μερικά χρόνια τη νέα γέφυρα θα τη χαλάσουν και θα την ξαναχτίσουν, αν δεν πέσει μόνη της (να ελπίσουμε πως τότε θα έχουν το μυαλό να τη μετατοπίσουν κάμποσο;).
Όπως συνέβη κατά την τελευταία κακοκαιρία με τις τσιμεντένιες αυτές “γέφυρες” στο νομό μας που μετρούν μόνο κάποιες δεκαετίες ζωής.
Δέστε κατασκευή, δέστε επιχωμάτωση, δέστε πάχος τσιμέντου και ήθελαν να περνούν και άνθρωποι από πάνω.
Ποια η διαφορά ανάμεσα στην Ελληνική Καμάρα και τις άλλες “Καμάρες”, που-όχι χωρίς λόγο-συνοδεύονται από παρόμοιες, μακρόσυρτες παραλογές και τα σημερινά καραγκιοζιλίκια;
Οι ΜΑΣΤΟΡΕΣ εκείνου του καιρού αντιμετώπιζαν το έργο τους με γνώση και ευθύνη απέναντι στην κοινωνία που τους πλήρωνε και έμειναν στην αιωνιότητα κι ας μη γνωρίζουμε τα ονόματά τους πολλές φορές, φτάνοντας στη θυσία ακόμη και του πιο αγαπημένου τους προσώπου.
Οι απόγονοί τους δεν ξέρουν πως να φτιάξουν το έργο, ξέρουν όμως πως και τα χρήματα θα “αρπάξουν” και πως θα τα αυγατίσουν, κλέβοντας σε μέρες δουλειάς και υλικά.
Κι ας τα πληρώνουμε εμείς ακριβότερα από ό,τι οι πρόγονοί μας και δυο και τρεις φορές. Άρχοντες είμαστε.
Και δεν τους ζητούμε να κάνουν το ίδιο με τον πρωτομάστορα, απλά μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά και τίμια….