Γράφει ο Σταύρος Φωτάκης
Μετά από δύο ιστορικά ποιήματά μου, ήρθε και το τρίτο.
Το πρώτο στιχούργησα για τον ήρωα της επανάστασης του 1821 Καπετάν Μητροφάνη. Διακρίθηκε σε Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και το μελοποίησε με το δικό του μελωδικό τρόπο το Αυστραλογεννημένο κρητικόπουλο, ο Μιχάλης Οδ. Πλατύρραχος.
Σύνδεσμος βίντεο :
Το δεύτερο στιχούργησα για τη φοβερή σφαγή που έγινε το Φλεβάρη του 1823 στο Σπήλαιο της Μιλάτου από τους Τούρκους και το μελοποίησε σε μια ιδιαίτερη μελωδία η κόρη μου Εμμανουέλα Φωτάκη, Καθηγήτρια Μουσικής.
Σύνδεσμος βίντεο :
Και δεν θα μπορούσε η στιχουργική πένα μου να μην αποτυπώσει και τα αποτρόπαια εγκλήματα, που διαπραχθήκανε στις 22 Αυγούστου του 1944, από τους Ναζί, στα χωριά του Κέντρους : Γερακάρι, Γουργούθοι, Καρδάκι, Βρύσες, Σμιλές, Δρυγιές, Άνω Μέρος και Κρύα Βρύση. Εκτελέσεις, λεηλασίες και ολοκαυτώματα, ενάντια στο δικαίωμα των κατοίκων να ζούνε λεύτεροι. Αυτά τα τραγικά γεγονότα με εμπνεύσανε, να γράψω τους παρακάτω στίχους, τους οποίους μελοποίησε και πάλι η κόρη μου Εμμανουέλα Φωτάκη.
Τίτλος του τραγουδιού : Θρήνος στα «Καμένα χωριά» του Κέντρους.
Το τραγούδι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, στην καθιερωμένη ετήσια εκδήλωση μνήμης και τιμής της Ομοσπονδίας Αμαριωτών Αθήνας, που πραγματοποιήθηκε φέτος την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022,στην Κρητική Εστία της Αθήνας. Η παρουσίασή του συγκίνησε και εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους παρευρισκόμενους.
Συντελεστές
Στίχοι : Σταύρος Φωτάκης
Σύνθεση : Εμμανουέλα Φωτάκη
Τραγούδι : Εμμανουέλα Φωτάκη
Τραγούδι : Στέλλα Μπούτου
Φλογέρα : Νικηφόρος Βολανάκης
(Χαμπιόλι)
Λαούτο : Αιμίλιος Βολανάκης
Οι στίχοι :
Εις το σαράντατέσσερα, στσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου,
στο Κέντρος θρήνος ’γράφτηκε με τσ’ ήρωες νεκρούς του.
Βουνό τση Κρήτης ιερό το Κέντρος αντρειωμένο
ήτονε πάντα ’λεύτερο, ποτές του σκλαβωμένο.
Πρίχου τση μέρας να φανεί το πλιά λαμπρόν αστέρι,
οχτώ χωριά ξυπνήσανε μ’ ένα κακό χαμπέρι.
Εφτά χωριά Αμαριώτικα κι ένα τ’ Άϊ Βασίλη
δίχως ζωή τ’ αφήκανε, Γερμαναράδες σκύλοι.
Άντρες και γυναικόπαιδα, σωστοί νοικοκυραίοι,
είχαν αντισταθεί γερά γιατί ’σανε γενναίοι.
Μ’ απρόσκλητοι καταχτητές τσοι ’πιάσα μάνι-μάνι,
σε τοίχ’ ομπρός τσοι ’στέσανε στου τουφεκιού τη γ- κάνη.
Στο χώμα ’σωριαστήκανε με των οχτρώ το βόλι,
το αίμα ντως επότισε του Κέντρους το περβόλι.
Το ν-τόπο τω μ-προγόνω ντως αιματοποτισμένο,
«φεύγου» και τον αφήνουνε άδειο, μα δοξασμένο.
Εγκληματίες Γερμανοί είχανε βρει το ν-τρόπο
χαλάσματα και συφορές ν’ αφήσουνε στο ν-τόπο.
Σπίθια κι αυλές αδειάσανε κι αρχίξα και τα ’καίγα,
να μη ξανακατοικηθού γιατί κι αυτά τως ’φταίγα.
Στα σοκαμένα τα χωριά, ως και τα κεραμίδια,
άθος απογενήκανε, καπνός κι αποκαϊδια.
Δε γ-κελαηδούνε μπλιό πουλιά στσι Κεντριανές κορφάδες,
γιατί τα ξεσπιτώσανε του Χίτλερη φονιάδες.
Δεν έχουνε μουδέ λαλιά μουδέ φωλιά να μπούνε
τα μαύρα ’βάλανε κι αυτά γι αυτό δε γ-κελαηδούνε.
Η Σάμιτος δακρυρροεί, το Κέντρος ανταριάζει
κι ο Ψηλορείτης θύματα μετρά και σκοτεινιάζει
Τα σύννεφα ’μαυρίσανε, τη Κρήτην εσκεπάσα,
των αντρειωμένων οι ψυχές στον ουρανόν εφτάσα.
Σύνδεσμος βίντεο :
«Ω !!! μαύρη μέρα θλιβερή, ήλιε σκοτεινιασμένε
τα μάθια μας για το κακό παντοτινά θα κλαίνε.»
Ευχαριστώ από καρδιάς, την κόρη μου Εμμανουέλα, την εγγονή μου Στέλλα και τα ανίψια μου Νικηφόρο και Αιμίλιο, για την συμμετοχή τους στη μελοποίηση και ολοκλήρωση του τραγουδιού.
Αιωνία η μνήμη όλων των ηρωικών θυμάτων, που πληρώσανε με το τίμιο αίμα τους το δικαίωμά τους να ζούνε ’λεύτεροι.