Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Κάθε φορά που ο Θεός στέλνει στους αθρώπους τον αφόρητο καύσωνα, σαν και σήμερα, για να τους θυμίσει την πίσσα που τους περιμένει, άμα δεν αδειάζουν μονορούφι το ποτήρι της ζωής που τους έδωσε, εγώ θυμούμαι τση Μοίρες της γενέτειράς μου Μεσαράς.
Γιατί, σαν είναι να σάξει ο Θεός τον καύσωνα, στις Μοίρες στένει το άγιο καζάνι του, εκειά τον σάζει κι ύστερα τον σκορπίζει στους ποδέλοιπους τόπους.
Θυμούμαι, μικρό κοπελιδάκι που ήμουνα, τέτοιον καιρό, τον παππού μου τον ”Ξωπατέρα” να με πέμπει στο περίπτερο να του πάρω τσιγάρα.
Έφτυνε στο πεζοδρόμιο, μου ‘δειχνε το σάλιο του και μου ‘λεγε ”γιάε, πρίχου στεγνώξει, να ‘χεις γιαγύρει”.
Κι εγώ το κακορίζικο έτρεχα σαν τον άνεμο στο περίπτερο, μα ποτές μου δεν εγιάγυρα πρίχου στεγνώξει το σάλιο του παππού μου.
Βαρύ παράπονο το ‘χα. Γιατί δεν χωρούσε στο μυαλουδάκι μου το ότι, όχι σάλιο μα και μια κουβαδιά νερό αν έχυνες στο δρόμο των Μοιρών, κλάσματα του δευτερολέπτου χρειάζονταν για να εξαφανιστεί.
Θυμούμαι και τους δυό γιούς του Ζαμπράκου του κασάπη, που άμα έλιωνε η κάψα τις πέτρες, εσπούσανε αβγά στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο μπροστά στο κασαπιό τους και τ’ αβγά εψηνότανε ίσαμε να πεις κύμινο.
Κι εγώ τα θώρουνα και πίστευα πως μάγοι ήσανε τα Ζαμπρακάκια και σαν τα πιατάκια του καφέ εγινόντουσαν τα μάθια μου ξανοίγοντας μια αυτά και μια τα ψημένα αβγά στο πεζοδρόμιο.
Και σήμερα, τση Μοίρες θυμούμαι και λέω ”δόξα τω Θεώ, καλά είμαι επαέ που ‘μαι”.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαρά