Της Ζαμπίας Λαζανάκη
20 Αυγούστου
Να ‘ναι Κυριακή και καλοκαίρι, να ‘ναι Αύγουστος στα τελευταία του.
Να οδηγείς πρωί με τον ήλιο κατάματα στην ανηφόρα του και η κούραση από την πρώτη μέρα στη δουλειά, να μη σου κλείνει τα μάτια.
Να γίνει κάτι και να μην τα κλείσεις, κάτι μικρό ασήμαντο, να μπει ξέρω γω από το ανοιχτό παράθυρο ένα τζιτζίκι, ένα φύλλο, ένα φτερό να σε ενοχλήσει.
Μη βλέπεις τον ήλιο, σε ξεγελά, ζηλεύει.
Εσύ είσαι ήλιος.
Σφίξε τα χέρια σου στο τιμόνι, μη στρίψεις τώρα, όχι εκεί που είναι το εκκλησάκι με τη φωτογραφία σου.
Όχι τώρα…
Κρατήσου για ένα λεπτό μέχρι τα καινούρια φανάρια που κοροϊδεύουμε όλοι γιατί δεν ανάβουν ποτέ.
Κοίτα, ανάβει το πορτοκάλι.
Άνοιξε τα μάτια, κρατά ίσια το τιμόνι.
Έφτασες, βγάλε φλας, στρίψε αριστερά…Σε εμάς.
Έτσι…
Τώρα θα ξημέρωνε πρωί καλοκαιριού ενός Αυγούστου που τελειώνει.
Θα μαζευόμαστε όλοι στο σπίτι της γιαγιάς να φτιάχναμε καφέ.
Θα γεμίζατε το τραπέζι ποτήρια για κάθε γουλιά που θα πίνατε.
Η γιαγιά θα γκρίνιαζε κι εσύ θα ερχόσουν, θα με φιλούσες, θα πείραζες τα μικρά, θα έτρωγες τα πάντα και θα έφευγες σαν αέρας με τον Σάββα, τον Γιώργο, τον Μανώλη, τον Ηρακλή.
Και εμείς θα γελούσαμε αληθινά.
Θα κλείναμε τα μάτια χωρίς φόβο και ερωτήσεις.
Θα κοιτούσαμε απέναντι τα γαλάζια βουνά και δε θα τα φορούσαμε στους ώμους.
Θα ήσουν 20…όπως ο Αύγουστος.