Θυμάμαι μια τυχαία συνάντησή μας, το καλοκαίρι του 1984, κάπου στη Λακωνία, στο σπίτι κοινών φίλων.
Είχε τελειώσει τη συμμετοχή του στο γύρισμα τής ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου ”Ταξίδι στα Κύθηρα”, που κατέγραφε την υπέροχη φιγούρα του.
Μια δουλειά που ωστόσο, ομολογούσε, τον είχε καταπονήσει.
Δεν είχε δει ακόμη της ταινία και αναρωτιόταν τι θα είναι:
”Γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς έκανα. Υπάκουα μόνο στις εντολές του Αγγελόπουλου – κάνε τούτο, κάνε εκείνο.
Και να μην ξέρω από πού μ’ έπαιρνε η κάμερα, γιατί δεν έβλεπα ποτέ να είναι κοντά μου.
Άσε που μερικές μέρες τον χάναμε, κλεινόταν κάπου και δεν ξέραμε τι έκανε.
Το πιο άσχημο όμως για μένα είναι ότι υπήρχε εκείνη η σκηνή, όπου εγώ ήμουν σε μια βάρκα και ξαφνικά πιάνει μια νεροποντή και με κάνει παπί.
Ο Αγγελόπουλος με είχε βεβαιώσει ότι το βρέξιμο θα ήταν εικονικό, αλλά ξαφνικά άρχισε από ένα πράγμα να πέφτει νερό – καταρράκτης από πάνω μου.
”Τι είναι αυτό που μου έκανες;”, του λέω τρέμοντας.
”Με συγχωρείς, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει,” μου απαντάει.
Αρρώστησα για μέρες – πώς δεν πέθανα…
Μου λιγόστεψε τη ζωή…”
Όταν όμως είδε την ταινία (που έλαχε να είναι η τελευταία του) μαλάκωσε.
Του άρεσε – πολύ περισσότερο που είχε έναν ρόλο που τον εξέφραζε:
έναν κομμουνιστή πολιτικό πρόσφυγα, που επέστρεφε στον τόπο του.
Ήταν μια αποζημίωση στην ταλαιπωρία του.
Δημήτρης Γκιώνης
……………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ένας κι ένας…
Πηγή: Πρόσωπα