Του Γιώργου Μαμάκη
Ο άνεμος λυσσομανούσε, μαστιγώνοντας τα χιονισμένα Λευκά Όρη, και κάθε βήμα ήταν μια δοκιμασία αντοχής. Η διαδρομή επίπονη, το κρύο διαπεραστικό, ο αέρας γεμάτος σφοδρότητα και αμφιβολία.
Η ανάσα βαριά, τα πόδια βυθίζονταν στο χιόνι, και κάθε κίνηση απαιτούσε συγκέντρωση. Ο άνεμος δεν ήταν απλώς ένας αντίπαλος· ήταν μια δύναμη που δοκίμαζε την αντοχή μας, που μας ωθούσε στα όρια. Τα σύννεφα κάτω από τα πόδια μας μετακινούνταν αργά, σαν μια αέναη θάλασσα που άλλαζε μορφή, ενώ ο ήλιος, κρυμμένος πίσω από τις κορυφές, έριχνε ένα απόκοσμο φως πάνω στο παγωμένο τοπίο.
Η σκέψη της επιστροφής πέρασε αμέτρητες φορές από το μυαλό μας. Σε κάθε ριπή ανέμου που έκοβε την αναπνοή, σε κάθε βήμα που έμοιαζε αβέβαιο, υπήρχε εκείνο το δίλημμα: συνεχίζουμε ή γυρίζουμε; Όμως η θέληση να προχωρήσουμε ήταν πιο δυνατή.
Ήταν η θέληση να φτάσουμε πιο ψηλά, να νιώσουμε τη σπάνια εκείνη στιγμή όπου η γη μένει πίσω και μόνο ο ουρανός απλώνεται μπροστά μας. Δεν ήταν απλώς η κορυφή ο στόχος, αλλά η ίδια η πορεία προς αυτήν. Κάθε βήμα ήταν ένα ταξίδι μέσα μας, μια δοκιμασία πείσματος και ψυχικής αντοχής.
Και όταν τελικά φτάσαμε, η σιωπή της στιγμής τα είπε όλα. Ο κόσμος απλωνόταν κάτω από εμάς, μικρός και μακρινός, ενώ εδώ πάνω, πάνω από τα σύννεφα, η αίσθηση ήταν σχεδόν εξωπραγματική. Ο αέρας σφύριζε γύρω μας, αλλά μέσα μας επικρατούσε η απόλυτη γαλήνη. Εκεί, στην παγωμένη αγκαλιά του βουνού, βρήκαμε ξανά τον λόγο που επιστρέφουμε κάθε φορά: για αυτή την αίσθηση της ελευθερίας, της ολοκλήρωσης, της σύνδεσης με κάτι μεγαλύτερο από εμάς.