Κείμενο – Έρευνα – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Οι όρτσες του Αντισκαρίου!
Μερικά από τα Πασχαλινά έθιμα της Μεσαράς δεν είναι σήμερα ευρέως γνωστά, αν και τα περισσότερα έχουν πλέον εκλείψει τώρα και καρό για διαφόρους λόγους, ένας από αυτούς ήταν σίγουρα και η επικινδυνότητα τους.
Κάποια έθιμα πάντως από τα ξεχασμένα ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικά, και κάποια άλλα εξυπηρετούσαν τον κόσμο ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο! Τα περισσότερα όμως είχαν τάσεις ανταγωνισμού, καμιά φορά δε και υπερβολής, λόγω της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων των περιοχών, και ένα παραπάνω των νέων της εποχής!
Αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συμπεράνουμε από περιπτώσεις ξεχασμένων εθίμων κάποιων χωριών της Μεσαράς, που με αυτά θα ασχοληθούμε σε κάποιες συνέχειες.
Σήμερα θα πάμε νοερά στο Αντισκάρι Δήμου Φαιστου, και μάλιστα θα γυρίσουμε πενήντα χρόνια πίσω, για να μάθουμε τα ξεχασμένα έθιμα τους εκεί, και προ πάντων τι ακριβώς ήταν οι περιβόητες όρτσες τους!
Το χωριό Αντισκάρι είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια της Κρήτης, χτισμένο επάνω στην οροσειρά των Αστερουσίων ορέων, που οι κορυφές και οι πλαγιές τους είναι γεμάτες λατζούνια. Όλη την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής, τα παιδιά του χωριού μάζευαν τα ξερά αυτά λατζούνια όπου τα έβρισκαν, και λίγα – λίγα τα πήγαιναν στο σπίτι όπου τα συγκέντρωναν σε αγκαλιές (μεγάλα μάτσα), για να φτιάξουν αργότερα την λεγόμενη «όρτσα»!
Τα λατζούνια είναι δυο ειδών, το ξερό άνθος της ασκοντιζάρας ή «ψακοντούρας» όπως την λένε οι κάτοικοι εκεί, και εκείνα της ασφεντιλιάς. Η ασκοτιζάρα δεν είναι άλλη από την ασκελετούρα ή αγριοκρεμύδα (δρακοντιά) με τα φαρδιά φύλλα, την οποία βάζουμε κάθε χρόνο έξω από την κεντρική μας πόρτα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς για το καλό ποδαρικό, έτσι για να στεριώσει το σπίτι επειδή και εκείνη είναι ανθεκτική στον χρόνο, και δεν ξεραίνεται εύκολα!
Η ασφεντιλιά πάλι είναι γνωστή από τα στενόμακρα λεπτά φύλλα της, τα παρακλάδια στην κορφή του άνθους της, και τα πολλά επίσης στενόμακρα «σφεντίλια» που έχει για ρίζες, που είναι όμοια με μικρά αδράχτια ή σφεντίλια, όπου και η αιτία που πήρε το φυτό την ονομασία του. Και τα δυο αυτά ξερά άνθη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στις όρτσες. Καλύτερη δουλειά πάντως έκαναν, από ότι μας είπαν, τα λατζούνια της ασφεντιλιάς, διότι αυτά είχαν πολλά παρακλάδια, άρα και περισσότερη φλόγα, σε σχέση με αυτά της ψακοντούρας που ήταν ένα και μονοκόμματο.
Πως φτιάχνανε τις όρτσες;
Από ότι μάθαμε κατά την έρευνά μας, οι όρτσες ήταν κατασκευές που γινόταν όπως είπαμε από τα ξερά λατζούνια, ενώνοντας το ένα με το άλλο σε μικρά μάτσα, μετά κάθε μάτσο το έδεναν με κλωστή ή σύρμα, και όλα τα μάτσα μαζί τα έδεναν κατά μήκος και κατά πλάτος. Δηλαδή τοποθετούσαν το ένα μάτσο στην άκρη του προηγούμενου, ένα άλλο κατά πλάτος και το έδεναν, φτιάχνοντας έτσι μια κατασκευή, όμοια με μια όρθια στρογγυλή κολόνα δύο περίπου μέτρων μήκος, με 30 εκατοστά διάμετρο ίσως και περισσότερο, αλλά μπορεί και λιγότερο! Να φανταστούμε δηλαδή μια τεράστια λαμπάδα δυο μέτρων και 30 εκατοστών πάχος, που αντί να είναι από κερί, να είναι από λατζούνια! Οι μεγάλοι ήταν αυτοί που μάθαιναν τα παιδιά τους το πώς φτιάχνονται οι όρτσες, και μετά αυτά σαν μάθαιναν τις έφτιαχναν πλέον μόνα τους. Τις περισσότερες φορές πάντως με την βοήθεια των γονιών τους. Για να κατασκευαστεί μια όρτσα, έπρεπε τα λατζούνια να τα είναι όλα συγκεντρωμένα στο σπίτι τους. Σαν είχαν βρει αρκετές αγκαλιές από λατζούνια, έκαναν την αρχή για την εθιμοτυπική αυτή κατασκευή τους. Αρχικά έβρισκαν ένα γερό καλάμι, το έκοβαν περίπου στα 2,5 μέτρα, περισσότερο η λιγότερο, ανάλογα πως ήθελαν την όρτσα τους. Στερέωναν το καλάμι αυτό καλά στο έδαφος και κάθετα. Τα λατζούνια που τα έκαναν μάτσα, τα ακουμπούσαν επάνω στο όρθιο αυτό καλάμι, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, αλλά αφήνοντας μισό μέτρο κενό στο καλάμι στο κάτω μέρος του, για να το χρησιμοποιήσουν σαν λαβή και να κρατάνε την όρτσα. Ο ένας ακουμπούσε λοιπόν ένα – ένα τα μάτσα στο καλάμι, ενώ ο άλλος τα τύλιγε γύρω – γύρω με σπάγκο ή και με ψιλό με σύρμα, κάνοντας έτσι την πρώτη πατωσιά. Όταν τέλειωνε αυτή η πατωσιά, από κάτω προς τα πάνω, ξεκίναγε άλλη, μετά πάλι άλλη κλπ, ανάλογα το πόσα λατζούνια είχαν. Εδώ βέβαια στις κατασκευές αυτές γινόταν παράλληλα και ένα είδος ανταγωνισμού, για το ποιός θα είχε την μεγαλύτερη όρτσα! Κάθε παιδί μάζευε λαντζούνια για τη δική τους όρτσα. Κάποιες φορές πάλι γινόταν σε συνεργασία μικρών ομάδων δυο ή τριών μεγάλων παιδιών. Τι τις έκαναν όμως αυτές τις τεράστιες λαμπάδες;
Αυτές τις «λατζουνολαμπάδες» τις άναβαν την μεγάλη Παρασκευή το βράδυ στην εκκλησία στον Επιτάφιο. Για να ανάψουν μια όρτσα, την άναβαν από το επάνω μέρος της τοποθετώντας για βοήθεια ένα θυμάρι, και η φλόγα καίγοντας κατέβαινε σιγά – σιγά προς τα κάτω.
Ξεκινώντας ο Επιτάφιος άναβαν και οι όρτσες!
Κάποιες όρσες ήταν παρατεταγμένες στη σειρά και σε κάποια απόσταση, απέναντι ή δίπλα στην εκκλησία, για να φωτίζουν για όση ώρα περνούσε ο κόσμος κάτω από τον Επιτάφιο. Άλλες πάλι φώτιζαν κατά την περιφορά του στο χωριό. Αυτό γινόταν φυσικά, διότι το χωριό δεν είχε εκείνα τα χρόνια ηλεκτρικό ρεύμα, και ως εκ τούτου όλα ήταν σκοτεινά, οπότε οι όρτσες ήταν εκείνες που θα έδιναν τον απαραίτητο φωτισμό στον περιβάλλοντα χώρο!
Όρτσες επίσης ανάβανε πολλές και στις διάφορες γειτονιές. Το χωριό είναι χωρισμένο στο Πάνω και στο Κάτω χωριό, και ο Επιτάφιος έπρεπε να περάσει από παντού. Αφού είχαν περάσει λοιπόν κάτω από τον Επιτάφιο όλοι όσοι ήταν στην εκκλησία, ο κόσμος και οι γονείς μαζί με τα παιδιά ξεκινούσαν για την περιφορά του Επιτάφιου στο χωριό, που κάθε φορά πήγαινε και σε άλλη γειτονιά, και σε κάθε μια σταματούσε. Οι γειτονιές ήταν πολλές, αλλά σε κάθε γειτονιά ήταν μαζεμένοι συνήθως ηλικιωμένοι, που δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία για να προσκυνήσουν κι εκείνοι. Ακόμα όμως και κάποιοι που ήταν ήδη στην εκκλησία, κυρίως γυναίκες, σαν περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο, έφευγαν γρήγορα – γρήγορα και πήγαιναν και περίμεναν και εκείνοι στο σημείο της γειτονιάς τους, διότι εκεί θα σταματούσε ο Επιτάφιος, για να βοηθήσουν τους πολύ ηλικιωμένους τους που περίμεναν για να προσκυνήσουν κι εκείνοι την εικόνα του Χριστού, αφού όπως προαναφέραμε δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία. Οι γυναίκες επίσης θύμιαζαν κιόλας στη γειτονιά τους τον Επιτάφιο. Τελειώνοντας από εκεί, έφευγε ο Επιτάφιος, και σταματούσε πάλι στην επόμενη γειτονιά, προσκυνούσαν κι εκεί, και πάλι θυμιάζανε οι γυναίκες, και προχωρούσε μετά για την παρά επόμενη, μέχρι να γυρίσει όλο το χωριό! Οι μεν ηλικιωμένοι κάθε γειτονιάς αφού προσκυνούσαν μετά πήγαιναν στα σπίτια τους, οι δε υπόλοιποι ακολουθούσαν και εκείνοι το πλήθος συνεχίζοντας την πορεία του Επιταφίου. Φυσικά σε κάθε γειτονιά που περίμεναν τον Επιτάφιο, περίμενε σβηστή και από μια όρτσα, και όταν πλησίαζε, τότε μόνο την άναβαν για να βλέπουν να προσκυνήσουν.
Η διάρκεια του φωτισμού μιας όρτσας ήταν ανάλογη με το ύψος ή το πάχος της, αλλά εξαρτιόταν όμως κατά πολύ, και από το φύσημα του αέρα! Έτσι η διάρκειά της μπορεί να ήταν από μισή ώρα αν φυσούσε δυνατός αέρας, μέχρι τρία τέταρτα. Όμως μπορούσε έως και μια ώρα αν ήταν πλήρη άπνοια, και αν η όρτσα ήταν αρκετά μεγάλη. Συνολικά σε όλο το χωριό μπορούσαν να είχαν ανάψει περίπου τριάντα όρτσες, που συνήθως τις κρατούσαν κυρίως μεγάλοι για λόγους ασφάλειας, με τα παιδιά να τις παρακρατούνε κι αυτά πότε – πότε, κυρίως όταν αλάφραιναν κάπως, και ειδικά όταν δεν ήταν και κοντά κόσμος να κινδυνεύει. Πάντα όταν τις κρατούσαν αναμμένες, φρόντιζαν να είναι λίγο μακριά ο ένας από τον άλλο, και πότε – πότε τις ακουμπούσαν στο έδαφος για να ξεκουράζονται. Επίσης κάθε τόσο τις γύρναγαν στο πλάι για να τις τινάξουν λίγο, ή τις χτυπούσαν στο έδαφος, για να πέσουν τα καρβουνάκια, και μετά τις ξανασήκωναν πάλι όρθιες στα χέρια τους.
Τα ξερά λατζούνια ως γνωστόν είναι πολύ ελαφριά και ανάβουν πάρα πολύ εύκολα, με μια πλούσια φλόγα. Ήταν πολύ μεγάλη η χαρά όλων, και κυρίως των μικρών παιδιών εκείνη τη βραδιά, με τον ιδιαίτερα έντονο φωτισμό! Ήταν τόσο εντυπωσιακό το όλο θέαμα με τις φλόγες, που έλαμπε όλο το χωριό! Έλαμπαν όμως και τα πρόσωπα όλων, και κυρίως αυτών που κρατούσαν τις όρτσες! Το έθιμο της όρτσας ήταν κυρίως αγορίστικο, αφού τα κορίτσια δεν συμμετείχαν σε αυτό, ούτε στην κατασκευή, ούτε και στο κράτημα!
Το ηλεκτρικό ρεύμα πήγε το ’72 στο Αντισκάρι, οπότε υπήρχε άπλετος φωτισμός στο χωριό. Ωστόσο το έθιμο δεν σταμάτησε αμέσως, κράτησε μέχρι το ’75, όπου και σταμάτησε. Σιγά σιγά βγήκαν και τα διάφορα βεγγαλικά σκλαπαντζίκια και δυναμητάκια του εμπορίου, όπου κέρδισαν την παράσταση, και έτσι εγκαταλείφθηκαν οριστικά οι όρτσες.
Όμως οι γονείς των παιδιών του χωριού που δεν θέλουν να χαθεί το έθιμο τους, ακόμα και σήμερα δεν παύουν να μαθαίνουν τα παιδιά τους από μικρά κυρίως στην ηλικία των 7 ή 8 χρονών, πώς έφτιαχναν εκείνοι κάποτε τις όρτσες, για να γνωρίζουν και τα ίδια το σπουδαίο αυτό έθιμο του χωριού.
Δεν γνωρίζουμε την προέλευση της λέξης «όρτσα», και δεν ξέρουμε επίσης κατά πόσο σχετίζεται με το λεγόμενο «όρτσα στα πανιά » του πλοίου, πέραν από το κοινό σημείο που έχουν, αυτό της καθοδήγησης, που στο μεν πλοίο είναι η γωνία του πανιού σαν καθοδήγηση του πλοίου, στις όρτσες όμως του Αντισκαρίου, ο φωτισμός είναι πλέον η καθοδήγηση του πλήθους μέσα στη νύχτα.
Οι λαμπαδοφορίες
Εκείνη τη βραδιά δεν άναβαν μονάχα οι όρτσες στο χωριό Αντισκάρι, κάποια άλλα παιδιά κρατούσαν και κάποιες άλλες δάδες αναμμένες, τις λεγόμενες «λαμπαδοφορίες»!
Οι λαμπαδοφορίες (ή λαμπαδηφορίες), παλιά ήταν πολύ συχνές σε όλη Κρήτη σαν αρχαίο έθιμο, και το αναβίωναν κυρίως οι δάσκαλοι και καθηγητές του νησιού στους μαθητές τους, σε Δημοτικά αλλά και Γυμνάσια, σε διάφορες εκδηλώσεις εθνικών εορτών, σε γυμναστικές επιδείξεις κλπ.
Εδώ στο Αντισκάρι και οι λαμπαδοφορίες είχαν γίνει κι εκείνες Πασχαλινό έθιμο, και έπρεπε να ανάβονται κι αυτές την Μεγάλη Παρασκευή, πάλι για να φωτίζουν συμπληρωματικά τον χώρο.
Κατά την όλη περιφορά του Επιταφίου, γινόταν η νύκτα μέρα από τις φλόγες που έβγαιναν από τις όρτσες και τις λαμπαδοφορίες. Κατά την διαδρομή του Επιτάφιου στο χωριό, η προσέλευσή του κόσμου ήταν καθολική, και ως εκ τούτου ένας συμπληρωματικός φωτισμός ήταν απαραίτητος! Η κατασκευή εδώ μιας δάδας λαμπαδοφορίας, δεν ήτα ακριβώς ίδια όπως σε άλλα χωριά που είχαν τη λαβή από κάτω από το κουτί, και την κρατούσαν με το δεξί χέρι. Και εδώ ήταν φτιαγμένη από ένα κουτί (τύπου νουνού γάλακτος), που είχαν βάλει μέσα τα παιδιά άθο (στάχτη) και πετρέλαιο, αλλά η λαβή που ήταν στερεωμένη στη βάση με καρφιά ήταν οριζόντια, και την κρατούσαν με τα δύο τους χέρια μπροστά τους.
Την ώρα που ξεκίναγε ο Επιτάφιος, άναβαν τα παιδιά και τις λαμπαδοφορίες τους, και προχωρούσαν ανάμεσα στο πλήθος διάσπαρτα, για να φωτίζουν και να προχωρά ο Επιτάφιος με το πλήθος. Παράλληλα όμως προχωρούσαν και κάποιες όρτσες στις άκρες για ασφάλεια, όσες έκαιγαν ακόμα, ή όσες τις είχαν αφήσει επίτηδες για τη διαδρομή του Επιταφίου. Δεν άναβαν ποτέ ταυτόχρονα όλες τις όρτσες, παρά μονάχα όταν ήταν ανάγκη η μια μετά την άλλη.
Να πούμε επίσης, πως όρτσες και λαμπαδοφορίες δεν χρησιμοποιούσαν στην Ανάσταση, αφού πλέον τον απαραίτητο φωτισμό, τον είχαν από τις φλόγες των ξύλων στο κάψιμο του Ιούδα!
Τα «κουμπούρια» του Αντισκαρίου
Άλλο ένα τοπικό έθιμο του ίδιου χωριού εκείνα τα χρόνια εκτός από τις όρτσες, ήταν και τα λεγόμενα «κουμπούρια»! Εκείνα τα χρόνια, τα εκρηκτικά βαρελότα για τα περισσότερα χωριά της Κρήτης, ήταν συνήθως τα αυτοσχέδια τριγωνικά σκλαπατζίκια, κατασκευασμένα με λουρίδες χαρτιού, κυρίως τσιμεντοσακούλας, με λίγονμπαρούτι μέσα. Εδώ στο Αντισκάρι αν και είχαν και τέτοια, την παράσταση ωστόσο την κέρδιζαν τα λεγόμενα κουμπουρια!
Αυτά ήταν συνδυασμός παιγνιδιού, συγχρόνως όμως και αυτοσχέδιου βαρελότου της εποχής! Το κουμπούρι ήταν μια κατασκευή από σκληρό ξύλο, σε σχήμα και μέγεθος ενός πιστολιού ή κοντόκανου όπλου.
Ένα κουμπούρι ήταν απλό στην κατασκευή του, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα όπλο, έστω κι αν ήταν ψεύτικο και ακίνδυνο. Ήταν στην ουσία ένα γωνιακό ξύλο που έμοιαζε με πιστόλι, και από επάνω σε σκαλισμένο αυλάκι του ξύλου αυτού, ήταν στερεωμένος ένας κάλυκας , κυνηγετικού ή πολεμικού όπλου, που παρίστανε την κάννη! Έπαιρναν δηλαδή μια σφαίρα όπλου, της αφαιρούσαν την οβίδα με το μπαρούτι, και σφήνωναν τον άδειο κάλυκα στο αυλάκι του ξύλου να μοιάζει έτσι με κάλυκα. Έβαζαν ξανά το μπαρούτι στη σφαίρα, και μετά με ένα ξύλο έσπρωχναν να μπουν μέσα πολλά χαρτιά σε κομματάκια! Όποτε ήθελαν λοιπόν, αλλά κυρίως μετά την Ανάσταση, ή την ημέρα του Πάσχα, τα παιδιά άναβαν με ένα σπίρτο το μπαρούτι, και τα χαρτιά πεταγόταν στον αέρα με κρότο!
Ο λόγος που εδώ στο Αντισκάρι ευδοκίμησε ένα τέτοιο έθιμο, όπως ήταν τα κουμπούρια, ήταν διότι όλοι σχεδόν οι πατεράδες των παιδιών ήταν κυνηγοί, και σφαίρες με μπαρούτι έβρισκαν όσο ήθελαν!
Θα κλείσουμε το θέμα με μερικούς σχετικούς στίχους, που έγραψε ειδικά για το θέμα μας η γνωστή Αντισκαριανή στιχουργός, η κα Χρυσούλα Κουτσάκη, που μας λέει:
Κάθε Μεγάλη Παρασκή, για του Χριστού τη Χάρη,
Όρτσες πολλές ανάβανε, οι ανθρώποι στ’ Αντισκάρι
Μέρες πολλές μαζώνανε, λατζούνια τα κοπέλια
να τα καλοστελιώσουνε στσι Όρτσες με τα τέλια.
Μέρες τσι ετοιμάζανε, να τσί ‘χουνε σασμένες
κι αργά στον Επιτάφιο, να ‘ν’ όλες αναμμένες!
Ασβεστωμένα είχανε, στσι στράτες τα πεζούλια,
για να περάσει ο Χριστός, με κρίνα και ζουμπούλια.
Η κάθε μια οικοκυρά, το θυμιατό ‘χε σάσει,
να προσκυνήσει το Χριστό, και να τον- ε θυμιάσει.
Του τόπου μου τα έθιμα, στηρίζω με καμάρι,
και είμαι υπερήφανη, που μ΄απ’ το Αντισκάρι!
Χρυσούλα Κουτσάκη
Συνεχίζεται
(Για την πολύτιμη βοήθεια στο κείμενο, ευχαριστούμε θερμά τις κυρίες:
>Χαρά Κουρτικάκη – Συνταξιούχος της ΕΡΤ, και Πρόεδρος του Συλλόγου Μεσαριτών Αττικής, καθώς και Γενική Γραμματέας Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Σωματείων.
>Χρυσούλα Κουτσάκη – Ποιήτρια – Στιχουργός – Μέλος Συλλόγου Κρητικών Στιχουργών Μιχάηλη Καυκαλά
>Γεώργιο Σμαραγδάκη – Μουσικός – Λαουτιέρης)