(Απόσπασμα από άρθρο του Ανδρέα Μπαμπιωνιτάκη με τίτλο: Πετροκεφάλι, χωριό ως τόζησα…)
ΤΑ ΣΚΛΑΠΑΤΖΙΚΙΑ ….
Δεν κατέχω, ήντα μανία πιάνει το άθρωπο άμα φχαριστιέται να θέλει να κάνει σαματά, θέλει να κάνει βρούχο. Φαίνεται πως σαν κάνει επίθεση ή άμα τελειώνει μια νικηφόρα επίθεση αισθάνεται την ανάγκη να τρομάξει τον εχθρό ή και να διατυμπανίσει την επικράτηση του. Αντίθετα, η λύπη επιβάλει τη σιωπή, την μουγκαμάρα.
Ετουτονά το ανθρώπινο κουσούρι, δεν είναι σάικα μόνο Κρητικό, μέχρι και εδά εκδηλώνεται με μπαλοτοκοπήματα στην Κρήτη, αλλά σε μεγάλες στιγμές (αλλαγή του χρόνου στη Γερμανία, Λαμπρή στην Ελλάδα γάμοι στην Κρήτη) εκδηλώνεται με βεγγαλικά, και κάθε λοής αυτοσχέδια και πανηγυρίστηκα θορυβοποιά εφευρήματα. Βέβαια τα τελευταία χρόνια έχει γίνει εμπόριο και αρκετά χοντρό. Οι Κινέζοι μασέχουνε πλημμυρίσει στα βεγγαλικά, ενώ οι Κρητικοί< έχοντας τους βρει κάποιοι τον κάλο, πως τάχατες σαν παλικαράδες πούνε δεν μπορεί να μην έχουνε ένα όπλο αρκετά ακριβό, δείγμα τς΄ αντιγιάς τωνε (!), τσοίχουνε καταφέρει οι επιτήδειοι λαθρέμποροι να δουλεύγουνε για τα μπαρουτάσκαγα των πανηγυριών. Και εκειά που τοι θωρείς αγκρισμένους για το ΕΚΑΣ και τσοι χτηνοτροφικές δηλώσεις και τα επιδόματα, την ίδια ώρα τωσε περισεύγουνε για τσοι κουμπούρες και τα μπαρουτάσκαγα ! Μέχρι και οι Αλβανοί τσοι δουλεύγουνε και τωσεπουλούνε ότι παλιοσίδερα τως είχανε φορτώσει οι Ρώσοι (Καλάσνικωφ και λοιπά).
Δεν τα λέω γω βέβαια για ναλλάξω τσοι συνήθειες και τα χούγια των συμπατριωτών μου, εγούγιαντώστωνε ότι και να κάνουνε, μονό για να θυμηθώ τα κατορθώματα και στ΄εποχής μου.
Οντενείμαστε κοπελάκια δυο-τριώ χρονώ, είχανε κατουμώσει στη μπάντα μας τα εμφυλιοπολεμικά γεγονότα και οι άνθρωποι καταγίνουντανε στσοι δουλειές τωνε. Ήτονε μια εποχή που η σταφίδα είχενε κύριο ρόλο στην οικονομία τσ’ Ελλάδας. Ειδικά στην Κόρινθο, την Πάτρα το Μαλεβύζι και τη Μεσσαρά, τα σουλτανιά αμπέλια ήτονε στσοι δόξες των. Οι καλές τιμές στη σταφίδα είχανε σάξει ολόκληρη τάξη εύπορων γεωργών και εμπόρων με κέντρο τη σταφίδα. ¨Ενας πεινασμένος κόσμος, που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και που προσπαθούσε να τραφεί με λίγες θερμίδες παραπάνω ήτονε μεγάλη υπόθεση. Και δεν ήτονε μονο νάχεις αυτές τσοι θερμίδες, μονο να μπορείς να τσοι μεταφέρεεις και να τσοι συντηράς χωρίς να παθαίνουνε πράμα. Έτσα, οι σταφίδες ήτονε ότι καλύτερο για εκειανά τα χρόνια. Περνώντας τα χρόνια με τον ηλεκτρισμό και με τα ψυγεία, και την ανάπτυξη τση βιομηχανίας φιταχτήκανε και άλλα είδη τροφίμων αλλά και τρόπων συντήρησης και η σταφίδα έχασε τη μεγάλη τη ζήτηση
Τ΄αμπελοσκάματα ήτονε ούλη τη Μεγάλη Σαρακοστή, μα σαν εκοντοσίμωνε η Μεγολοβδομάδα ήτονε στο φορτε ντως. Και δεν είναι ώρα να τ΄ανεστορούμαι επαέ, γι΄αλλο πράμα γίνεται η κουβέντα, μόνο οντενετενειώνανε τα σκαψίματα ετελείωνανε και τα λιπάσματα των αμπειλιών. Εκειανά τα χρόνια τα λιπάσματα πούχαμενε για να κάνομε τη δουλειά μας, είτονε το 0-16-0, η …Θεϊκή αμμωνία (θειική για την ακρίβεια), νιτρικο κάλι και άλλο πράμα. Το πολύτιμο για μάς τα κοπέλια ήτονε τα χαρτοτσούβαλα που ήντονε συσκευασμένα τα λιπάσματα. Λίγα ήτονε συσκευασμένα σε φάρδους, τα περισσότερα ήρχουντανε σε εξαπλούς χάρτινους σάκκους, 50 κιλά. Εμάς μας εχρειάζουντε τα άδεια χαρτοτσούβαλα γι ανα σάξωμε τα σκλαπατζίκια μας.
Ξεθεωμένα και ξενηστικωμένα, από τη δουλειά και τη νηστεία, εκανονίζαμε να βγάλουμε κειανα χαρτζιλίκι, να ζητήξωμε από γνωστό μας κυνηγό να μασε πάρει μισό με ένα κιλό μπαρούτι και μερικά μέτρα βραδύκαυστο φτύλι από τ΄ Αλεξανδράκη από τσοι Μοίρες. Ήτοτνε μαθές εκειανά τα χρόνια μιαολιά δύσκολα τα πράματα και για τσοι κυνηγούς. Δεν είχαμενε στο σπίτι μας και στα κοντινά μας σπίθια κυνηγούς, μα τα κυνηγετικά εκεινισάς τς΄εποχής τα θώρουνα στην εξοχή, οντενετοιμάζουνταν να πάνε στο τόπωμα οι κυνηγοί. Η παλαιινή κουβέντα πούλεγε: «στάσου Αγά να γεμίσω» ήτονε πραγματική. Οι κυνηγοί είχανε χύμα μπαρούτι, κομάθια στρασούδι, χύμα ασκάγια και ειδικά καψούλια που τα βάνανε στη θέση του σηκωμένου πετεινού. Έπρεπε λοιπόν ο κυνηγός να καθαρίσει την κάνη με την ειδική βέργα, να ρίξει μια μεζούρα μπαρούτι, να χαρμπίσει με τη βέργα ένα κομμάτι στρασούδι να βάλει μια δόση σκάγια και να ξαναχαρμπίσει άλλο ένα κομμάτι στρασούδι, και να βάλει και ένα καψούλι κάτω από τον πετεινό. Αυτό λοιπόν το μπαρούτι έπρεπε να προμηθευτούμενε για να καταστέσωμε τα σκλαπατζίκια μας.
Τα χαρτοτσούβαλα είτονε από τσοι συσκευασίες λιπασμάτων, που ρίχναμε στα απμπέλια, είχανε ύψος 60-70 πόντους. Εξεμονελίναμε το λοιπός τα χαρτιά και εκόβαμε λουρίδες χαρτιού, 70 πόντους μάκρος, όσο το τσουβάλι, και πλάτος που αρχίνα από από τρεις και τέλειωνε σε 5 πόντους. Ξεκινώντας μετά από τη στενή μεριγά, εφτιάχναμε ένα τρίγωνο αναδιπλώνοντας το χαρτί, και στην τριγωνική θήκη βάζαμε μια μεζούρα μπαρούτι. Άρχισε μετά να τυλίγεται σφικτά τριγωνικά όλο το χαρτί, φτιάχνοντας ένα τρίγωνο, σαν τα σημερινά τριγωνικά γλυκά των ζαχαροπλαστείων, σε μορφή ισοσκελούς τριγώνου. Καμπόσο αλεύρι με νερό ήτονε η πρόχειρη κόλα στο τελείωμα, και με ένα αυτοσχέδιο σουβλί ανοίγαμε μια τρύπα στη μέση τση βάσης του ισοσκελούς τριγώνου, όπου εφτυλώναμε (ηγουν περνούσαμε το φυτίλι) του σκλαπατζικιού. Το σκλαπατζίκι το πυροδοτούσαμε με ένα σπίρτο και το πετούσαμε μερικά μέτρα πιό περα, γι κειαμιά φορά στα πόδια των αντιπάλων, οντενάρχιζε ο ….πόλεμος.
Νηστεία, ολημερνίς δουλειά, προσευχή (τ΄αυγικά ήτονε μεγάλη μα και υποχρεωτική ατραξιόν στην εποχή μου), και με ούλα τ΄αλλα οι πιό ζωηροί πιτσιρικάδες είχανε ούλη τη μεγαλοβδομάδα να καταστένουνε τα σκλαπατζίκια. Ολόκληρο τσουβάλι εγεμόζανε οι πιό μερακλήδες, για τη βραδιά τσ΄Ανάστασης, όλη την ημέρα τση Λαμπρής με αποκορύφωμα την απογευματινή δεύτερη ανάσταση, την καρνάσταση (παραφθορά από την Νεκρανάσταση, ανάσταση των Νεκρών). Ήτονε μαθές μέρα και ούλοι οι ντεληκανήδες είχανε την ευκαιρία να επιδείξουνε την τέχνη τωνε. Από την κολύμπα και του Καραϊσκου το σπίτι μέχρι τον Αι Λευτέρη, γινότανε από τη μιά η λειτουργία και από την άλλη το βορβαδισμένο τοπίο με τα χιλιάδες υπολείματα από τα σκασμένα σκλαπατζίκια, σε ούλο το οδόστρωμα. Σαν θορυβοποιά κατασκεύασματα, τα σκλαπατζίκια ήτονε ακίνδυνα, δεν θυμούμαι κανένα ατύχημα από δαύτα, και αρκετά αποτελεσματικά. Αρκετά χρόνια μετά αντικατασταθήκανε από τα καβαλάκια και ότι άλλο διαθέτει το εμπόριο.
ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΥΝΙΑ
Δεν ήμουνε από τσοι …ελευθέρας βοσκής στα παιδικά μου χρόνια, άμα θελα ξεμακρύνω το σκοινί, ο κύρης μου, μου το κόνταινε δεόντως, μα πολλά κοπέλια, είναι αλήθεια πιο παλιά από μένα, εκάνανε εκστρατεία από τα Πιτσίδια, Ντυμπάκι, Αγιά Γαλήνη, για να προμηθευτούνε γι μπαρούτι, γι μακαρούνια. Αυτά τα παίρνανε από Γερμανικά πυρομαχικά και νάρκες που είχανε εγκαταληφθεί. Ηλεγέ μου η…. πως είχενε ο κύρης τση ακόμη ένα κοπέλι, Αντωνιό το λέγανε, και επήγε το κοπέλι και φόρτωσε κειανα μιγωμάκι μπαρουτάσκαγα και εγιάγερνε στο χωργιό. Από ντον Αι Σπυρίδωνα ή τον Αι Βασίλη, εκειά πούτανε το κοπέλι καθισμένο σελάδικα στο γάιδαρο, ήναψε φαίνεται κειανά τσιγάρο και επήρανε τα μπαρουτάσκαγα φωθιά και πάει το κοπέλι…..
Πρέπει να γενίκανε αρκετά ατυχήματα αθο ντο Ντυπάκι μετά την κατοχή, εγώ δεν τα πρόφτασα, το μόνο όμως που θυμούμαι και έχει να κάνει με τα Πασχαλιάτικα έθιμα τσ΄εποχής μου, ήτονε ο θάνατος ενός συνήλικού μου κοπελιού, του Δόξα, απούχει το φούρνο στσοι Μοίρες. Ο κύρης του είχενε πρωτοφτιάξει το φούρνο ντως κατά το 1960, μετά το μοναδικό φούρνο του Αλεξανδράκη, και επήγαινε φαίνεται με καμπόσα άλλα κοπέλια κατα την Μεγάλη Τετάρτη γι Πέμπτη, να βγάλουνε πυρομαχικά από το Λαβύρινθο από πάνω από το Καστέλι. Το κοπέλι του Δόξα εσκοτώθηκε, και σαν να μου φαίνεται πως επήγε και κιανανάλλο, δεν είναι σίγουρος….
Τα μακαρούνια ήτονε στο σχήμα των σημερινών μακαρονιών με τρύπα, χρώματος μελί σκούρου. Δεν κατέχω είντα σόι βόμβες είχανε και ήτονε οπλισμένες με αυτό το υλικό, Οι επιτείδιοι επηγαίνανε και εβγάζανε τα καψούλια και τσοι μηχανισμούς πυροδότησης, και αδειάζανε τσοι βόμβες και επουλούσανε τα μακαρούνια. Άμα θελα τα ανάψωμε από τη μιά μπάντα τα μακαρούνια και τα πιέζαμε σε κειανα τσοίχο από την μπάντα που εκαίγουντανε, αυτά δεν έσβυναν, αλλά εκανανε συνεχώς εκρήξεις καιγόμενα λίγο-λίγο. Αυτές οι εκρήξεις ήτανε ο λόγος που ετρέχανε και τα μαζώνανε για να κάνομε σαματά τη Λαμπρή.
ΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΕΣ
Με αυτό το …ποιητικό όνομα είχαμενε φωρτώσει δυο πράματα στην εποχή μου: Ένα παιγνίδι με μαγκούρες, και ένα είδος Λαμπριάτικων εκρηκτικών, όπως παρακάτω:
Η γουρούνα, ήτανε σαν βόμβα, μιάς και εβάναμε αρκετό μπαρούτι σε κουτιά από γάλα και τα κουρκουνούσανε μέχρι ναγενούνε βώλος. Το βώλο εβάναμε σε άλλο, πιο μεγάλο κουτί, το ξαναζουλούσαμε, και ξανά το ίδιο καμπόσες φορές, μέχρι να γενεί μιά αρκετα χοντρή βόμβα, η γουρούνα. Με μιά τρύπα και ένα φτίλι την πυροδοτούσαμε. Κειαμιά φορά αντί μπαρούτι εβάναμε δυναμίτες, που τσοι χρησιμοποιούσαμε για ν΄ανοίγομε πηγάδια ή να σκίζομε τσοι χοντές ελιές.
Συνήθως οι πρόγονοί μας είχανε την τιμητική τωνε με τσοι γουρούνες. Και για εξηγούμαστε:
Απέναντι από τον Άι Λευτέρη ήτονε το εγκαταλελειμένο Παλιό Νεκροταφείο του Πετροκεφαλιού . Είχενε βέβαια γενεί η επιβαλόμενη μεταφορά των οστών στο Καινούργιο νεκροταφείο, μα όλο και κάτι εξέμενε στσοι ανοιχτούς τάφους. Εμείς κοπέλια, εμπαίναμε και τα χαζολογούσαμε, μα πιό πολύ ήρχουντανε μιά εποχή καμπόσοι Γαλιανοί και εβγάνανε Ασκοτυζάρες και εταϊζανε στοι γουρούνες (πραγματικές, χοιρομητέρες) τωνε. Το παλιό νεκροταφείο πρέπει να κλεισε το 1936, και ανε θυμούμαι καλά από ότι μου διηγιότανε, πρέπει νάπεσε μιά γερή γρίπη και εθέρισε πολύ κόσμο. Αναγκαστήκανε το λοιπός οι χωργιανοί και ανοίξανε καινούργιο νεκροταφείο εκειά που είναι εδά, μιας και το παλιό δεν έφτανε. Το παλιό νεκροταφείο έπιανε το μισό σημερινό πάρκο και γήπεδο μπάσκετ. Είχενε και ένα χωνευτήρι δίπλα στο δρόμο, πούχανε αφήσει το πατέρα του Μιχάλη του Σωμαρά, γιατί δεν είχενε λιώσει. Οντετονεξεθάψασιν, τον αποθέκανε άλιωστο στο χωνευτήρι. Δεν ήτονε παραπάνω απο πενήντα μέτρα από το σπιτι του κυρού μου, και εγώ κοπέλι πράμα 3-4 χρονών, έπρεπε να πηγαινορχομαι νύχτα-μέρα δίπλα από τον άλιωστο για να πάω στο μαγαζί να πουσουνίσω, να φωνιάξω του κυρού μου από το ντουκιάνι, να κάμω κειμιά παραγγελιά τση μάνας μου. Ενώ είχανε περάσει 15 χρόνια αχρηστείας του Νεκροταφείου, ο γέρο Σωμαράς ήτονε εκειά άλιωστος και αγέρωχος να ταραχά την ψυχή μου…. Το νεκροταφείο αυτό το χαλάσαμε εντελώς, κατά το 1957-58 οντενάσινίσανε να χτίζουνε το σημερινό Δημοτικό:
΄Ηρθενε ο Παπα Κωστής, εξανάψαλε ντως για τελευταία φορα το τρισάγιο και αρχινίσαμε να βγάνομε τσοι πέτρες, μιάς και τα μνήματα ήτονε ούλα χτιστά, ενώ πελεκητές ήτονε και οι πλάκες που τα σκεπάζανε. Είχαμενε και ένα κόκκινο ανατρεπόμενο φορτηγό, του Σπιθάκη από τα Πιτσίδια, και εφορτώναμε τσοι πέτρες και στοι πήγαινε στο σκολειό. Θυμούμαι ακόμη οντενεσκάβαμε τα θεμέλια του σκολειού με το Γιαννιό του Τσουροστελιανού (Ιωάννης Στυλ. Σπυριδάκης 1946) που εσκάβαμε μαζί, εγώ μαθητής του Δημοτικού ακόμη και αυτός μόλις κεσκολισμένος, και έκανε τα μεροκάματα του κυρού ντου. Εκειανά τα χρόνια μαθές για να κάμει μια κοινωνία καλιμέντο εμαζώνουντανε οι γιαθρώποι, αποφασίζανε πόσα μεροκάματα θελακάμει ο καθαγείς τζάμπα, για το κοινό καλό. Σήμερα οι πονηροί πολιτικάντηδες μασε βάζουνε φόρους 100, τρώνε (διαχειριζόμενοι τάχατες) τα 90, «εγγράφουν» δια έργα στην τοπική κοινωνία 10, και εντέλει φτιάχνουν με εκείνο το ένα εκατοστό των φόρων, τα «έργα» που ούλοι αποθαυμάζουμε….
Όσα κοπέλια το λοιπός είχανε γουρούνες εκαβαλούσανε το μπεντένι του νεκροταφείου και εβάνανε τσοι γουρούνες μέσα στα ανοιχτά μνήματα. Είχανε βέβαια και τον του ντως να μη μισερώσουνε κειανένα γιατί στην κοινωνία είχανε πλήρη την ευθύνη των όσων εκάνανε…
Ο ΙΟΥΔΑΣ.
Μια σωστή εκκλησία πρέπει να φροντίζει σωστά το κουράδι τζη (με συγχωρείτε, το ποίμνιό τζη ήθελα να πω, να μην μασε προσβάλω…) Σαν σωστά ζωντανά πούμαστανε ετοτεσάς, (για εδά, ας το αποφασίσει ο καθένας για πάρτη ντου), είχαμε κατά το έθιμο τση εκκλησίας μας τον αποδιοπομπαίο τράγο μας, κάπου να ξεσπάσωμενε βρέ αδελφέ κάποιος έπρεπε να φταίει, κάποιος να πλερώσει τη νύφη. Και μιάς και δεν ήτονε πρεπούμενο να μοιάζει ο ένοχος με την απέθατη εξουσία, θρησκευτική γιά πολιτική, αυτός που θα πλήρωνε τη νύφη είχανε κανονίσει νάναι ενας Φραγκοφονιάς, τριάντα Αργύρια επήρε, λένε, ο φουκαρας ούλα κιούλα…. Μας εποτίζανε το λοιπός με απέραντο μίσος για τον καταδότη, οπότε απαλλάσσαμε και το δικαστή και τον εκτελεστή….. Είχαμενε λοιπόν μέγα μίσος για τον Ιούδα και εκειά έπρεπε να ξεσπάσομε…. Όσο επλησίαζε τη βραδιά τσ’ Ανάστασης τόσο τα κοπέλια εκαταστρώναμε σχέδια, εκάναμε πλάνα επιδρομών σε ότι μπορούσε να καεί να φτάσουνε οι φωθιές στα μεσούρανα να αναγασλιάσει η ψυχούλα μας, που επήραμενε την εκδίκηση μας από τον προδότη τον Ισκαριώτη….
Εκανονίζαμε λοιπόν από που θελα μαζώξουμε αγριοκάλαμα που εκόβανε οι αθρώποι από τ΄αμπέλια ντωνε, απο που θελακλέψωμε σπασμένους κλάδους από τσοι μεγάλουρες χοντρολιές, από που θελα αρπάξωμενε από κανα καλονυκοκύρη καμπόσια δεμάθια κλήματα. Τα κλήματα μετά το κλάδεμα των αμπειλών τα φέρνανε οι αθρώποι στα σπίθια ντωνε για να καταστένει η κερά ντως το τσικάλι, αλλο καύσιμο δεν είχανε.
Θυμούμαι μιά βολά, θάτανε την εποχή του 1955-60, τη ….συμμορία τσ΄εποχής, πούχενε καταστρώσει σχέδιο να κλέψει τα κλήματα του Παζούρη. (Φαίνεται πως ο μακαρίτης ο Κωστής (Καλοχριστιανάκης του Μιχαήλ) τάθελε και τσοι νημάθιε στοι ντεληκανίδες. Είχενε παληά το μπακάλικο και δίπλα μια αυλόπορτα και μιά εσωτερική αυλή πούχε τα κλήματα και πείραζε τη μαρίδα πως δεν μπορούσαν να του τα πάρουν. Φαίνεται, πέντε λεπτά πριν πει ο παπά Κωστής το Χριστός Ανέστη στην αυλή του Αγίου Πνεύματος, η συμμορία είχε καταστρώσει σχέδιο και ανέβηκε στην ταράτσα, άλλοι μπήκανε στην αυλή και οι αποδέλοιποι κάνανε αλυσίδα μέχρι τη μέση τση πλατέας, που είτανε τα υπόλοιπα ξύλα του Ιούδα. Μόλις έπεσε το σύνθημα τα δεμάθια τα κλίματα μεταφερόντουσαν σαν αστραπή από την αυλή στο δώμα και απο κεια στη μέση τση πλατέας που ήδη είχε λαμπαδιάδει με το πρώτο Χριστός Ανέστη…. Επήρε ντο βέβαια και ο Κωστής απόφαση, και το φχαριστήθηκε τουλάχιστο…
-Να μασε δόσεις θες μπάρμπα το κάρο να φέρομε ξύλα για τον Ιούδα; -Εκειε από πίσω στο σταύλο τόχω και αγωμέτε να το πάρετε όντε θέτε…. Ήντονε μαθές ντροπή για τσοι νοικοκύρηδες να μη βοηθούνε στην παράδοση και τα έθιμα του χωργιού…
Επιστρατεύανε τα κοπέλια το Κάρο του Παζούρη και του γιατρού του Μιχελινάκη και το κολοσέρνανε πέρα πόδε και όπου θελαβρούνε ξύλα τα φορτώνανε στο κάρο και ούλοι μαζί με φωνές και σαματά έφερναν επι μέρες το πολύτιμο φορτίο στη μέση τση πλατέας… Ο Ιούδας άναβε με το πρώτο Χριστός Ανέστη έκαιγε μέχρι αργά την ημέρα τσ’ Ανάστασης. Το πρόβλημα παρουσιάστηκε αργότερα, όταν ο πολιτισμός με τη μορφή των καλωδίων της ΔΕΗ, μας άφησε μιά χρονιά (1982;) σχεδόν χωρίς Πασχαλιάτικο τραπέζι, αφού οι φωθιές του Ιούδα έκαψανε τα καλώδια της ΔΕΗ (!). Νάνε καλά ο Μανώλης ο Τροζόλας (Εμμ Γεωργίου Τσικνάκης 1952) που έχοντας σχέση και θέση με την επιδιόρθωση του δικτύου της ΔΕΗ, μας έβγαλε γλήγορα από τη δύσκολη θέση, αποκαθιστώντας τη βλάβη….
Πηγή: wpababion.wordpress.com
Φωτογραφία: Γιώργος Χουστουλάκης