Του Μιχάλη Στρατάκη
Παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που εβίτσιζε το πρόσωπο κι ανάγκαζε τσ’ αθρώπους να πορπατούνε με σκυμμένη την κεφαλή, αποφάσισα ν’αφήσω τη βουνοκορφή μου και να κατεβώ στη Χώρα.
Καιρό είχα να δω τον φίλο μου το Μανόλη Παρασύρη, τον Γάτο, τον Ζωνιανό τυροκόμο και μεγάλη πεθυμιά του ‘χα.
Εκάτεχα πως θα τον έβρισκα στη λαϊκή αγορά στη Γιόφυρο και κατά κει εκίνησα.
Εμεσημέριαζε όταν ανταμώσαμε κι εκάτσαμε σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στην καντίνα, απέναντι στο ψυγείο του Γάτου με τα τυροκομικά του, για να τα πούμε και να τα πιούμε.
Σε λίγη ώρα εσύρανε καρέκλες και εκάτσανε σιμά μας άλλοι δυό Ζωνιανοί φίλοι, και ο καντινιέρης δεν επρολάβαινε να γεμίζει τα ποτήρια μας ρακή και να κουβαλεί μεζέδες.
Έφερε και ο Γάτος κομμάτια από τα καινούργια τυριά που σάζει, με μπούκοβο και ρίγανη, έφερε κι ένα κομμάτι παλιό τυρί τριώ χρονώ που κατέχει πως το ρέγομαι και δίχως να το καταλάβομε επήγανε περίπατο και η κρυγιότη και το χιονόνερο.
Ξάφνου εμφανιστήκανε μπροστά μας δυο κοπελιδάκια.
Το μεγαλύτερο θα ‘τανε οχτώ χρονώ και το πλιο μικιό έξι.
Κακοντυμένα τα κακορίζικα με κατακόκκινα μάγουλα από την κρυγιότη, εσκουπίζανε με τσ’ αγκώνες τους τση μύτες τους που ετρέχανε.
Πράμα δε μας είπανε, μόνο ανοίξανε τση απαλάμες τους και μας εξανοίγανε στα μάθια.
Τέσσερις εκαθόμαστε στο τραπέζι, τέσσερις χέρες εβάλανε στα απλωμένα χεράκια ό,τι υπήρχε στο τραπέζι.
Ο Γάτος κι εγώ ετρώγαμε χοιρινά σουβλάκια και οι άλλοι δυο Ζωνιανοί ετρώγανε σουβλάκια από κοτόπουλο.
‘’Θέτε μπρε σουβλάκια;’’ ερώτηξε τα κοπέλια ο Κλίνης και δίχως να περιμένει απάντηση τους έδωσε δυο κοτοσουβλάκια από το πιάτο του.
‘’Μπρε συ Γιάννη, φέρε των κοπελιών δυο ζεστά σουβλάκια με κοτόπουλο’’ εφώνιαξε του καντινιέρη και ο Γάτος.
Εξάνοιξα το πιάτο που ήτανε μπροστά μας γεμάτο σουβλάκια κι ύστερα εξάνοιξα παραξενεμένος τον Γάτο.
‘’Δώσε τους τα δικά μας μα δεν πρόκειται να τα φάμε’’ του ‘πα.
Έσκυψε κοντά στ’αφτί μου ο Γάτος και μου ψιθύρισε:
‘’Αμαρτία είναι. Δεν τρώνε χοιρινό κρέας γιατί είναι μουσουλμανάκια. Άσε τα τα κακορίζικα να φάνε κοτόπουλο’’.
‘’Και λες να το καταλάβουνε άμα φάνε χοιρινό;’’ τον ρώτηξα.
‘’Δε γατέω άμα το καταλάβουνε, αλλά άμα τοσε πει κιανείς πως εφάγανε χοιρινό, θα κακοκαρδιστούνε κι είναι αμαρτία. Μα και κιανείς να μη τους το πει, πάλι αμαρτία είναι’’ μ’ απάντησε ο Μανόλης.
Έφερε ο Γιάννης ο καντινιέρης τα ζεστά κοτοσουβλάκια, τα ‘ δωσε στα διακονιαράκια κι αυτά εξαφανίστηκαν αφήνοντας μας για συντροφιά ένα από τα ωραιότερα χαμόγελα που έχω δει στη ζήση μου.
Εκείνο το χαμόγελο προσπάθησα κι εγώ να μιμηθώ, σαν εξάνοιγα τον φίλο μου τον Γάτο, που μου ‘χε δώσει ένα ασύλληπτα μεγάλο μάθημα ψυχής.
Πηγή: Stratakis Mixalis