Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Ελιά & Ελαιόλαδο”, τεύχος 87
Του Διονύση Περδίκη, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής, Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας & Εντομολογίας
Tην περίοδο της άνοιξης τα δένδρα της ελιάς χαρακτηρίζονται από γρήγορη αύξηση της βλάστησης, από την παρουσία ανθοταξιών με ανθοφόρους οφθαλμούς και κατόπιν με άνθη και προς το τέλος της από την παρουσία μικρών καρπιδίων. Η περίοδος αυτή είναι κρίσιμη για την αναπαραγωγή διαφόρων εντόμων-εχθρών, μερικοί μάλιστα εξ αυτών θα μας απασχολήσουν και αργότερα. Η περίοδος αυτή έχει και μεγάλη σημασία για την εγκατάστα-
ση ωφέλιμων εντόμων και επομένως πρέπει να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί στην τυχόν εφαρμογή μη εκλεκτικών εντομοκτόνων. Την άνοιξη συχνά παρατηρείται ελλιπής παρακολούθηση των ελαιώνων από τους παραγωγούς καθώς υπάρχει η εντύπωση ότι η καλλιέργεια δεν απειλείται από σημαντικά έντομα.
Ωστόσο, την περίοδο της άνοιξης υπάρχουν αρκετά έντομα-εχθροί που είναι δραστήρια στους ελαιώνες και εάν πρόκειται για μια ευνοϊκή γι’ αυτά χρονιά μπορούν να αναπτύξουν μεγάλους πληθυσμούς και, διαφεύγοντας της προσοχής, να προκαλέσουν οικονομική ζημιά. Από την άλλη πλευρά, προληπτικοί ψεκασμοί είναι άσκοποι καθώς δεν είναι έγκαιροι και έτσι όχι μόνο αυξάνουν το κόστος, αλλά επιβαρύνουν και το περιβάλλον και τα ωφέλιμα έντομα. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητη η γνώση της βιοοικολογίας του κάθε είδους εντόμου-εχθρού, των συμπτωμάτων που προκαλεί, των μέτρων παρακολούθησής του, του οικονομικού ορίου ζημιάς του και των πλέον αποτελεσματικών τρόπων αντιμετώπισής του. Ακόμη και η διαπίστωση της ύπαρξης ατόμων (ενηλίκων του εντόμου) ή ζημιάς από κάποιο έντομο-εχθρό δεν σημαίνει πως υπάρχει οπωσδήποτε ανάγκη για ψεκασμό καθώς π.χ. μπορεί να έχει τοπικό χαρακτήρα ή το έντομο να μην είναι πλέον παρόν. Στην Ολοκληρωμένη Αντιμετώπιση ο ψεκασμός δικαιολογείται μόνο όταν ο πληθυσμός του εντόμου-εχθρού ανά δειγματοληπτική μονάδα (π.χ. κλαδί, καρπό) φθάσει να είναι υψηλότερος από ένα όριο, το οποίο αναφέρεται ως όριο οικονομικής ζημιάς. Η χημική καταπολέμηση θα πρέπει να γίνεται μόνο με εκλεκτικά εντομοκτόνα και εγκεκριμένα για την ελιά. Το άρθρο αυτό σκοπό έχει με περιληπτικό τρόπο να προσφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζεται ο παραγωγός και ο γεωπόνος σύμβουλός του για την ορθή εφαρμογή της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των εντόμων της ελιάς την περίοδο της άνοιξης.
Ο πυρηνοτρήτης της ελιάς
Οι προνύμφες της ανθόβιας γενεάς του πυρηνοτρήτη της ελιάς (Prays oleae) τρέφονται με τους ανθοφόρους οφθαλμούς και τα άνθη της ελιάς (ανθόβια γενεά). Έχουν χρώμα πρασινοκάστανο με μήκος σε πλήρη ανάπτυξη 7-8 mm. Η πτήση των ενηλίκων (πεταλούδων) ακολουθείται από την εναπόθεση ωών στα κλειστά άνθη. Την ωοτοκία ακολουθεί η εκκόλαψη της προνύμφης, η οποία εισέρχεται στον οφθαλμό ή στο άνθος και κατατρώγει τα αναπαραγωγικά όργανα (Εικόνα 1). Κατόπιν, συνεχίζει την καταστρεπτική δράση της και σε γειτονικά άνθη. Ενώνει τα άνθη που καταστρέφει με νημάτια. Όταν ολοκληρώσει την ανάπτυξή της, νυμφώνεται και κατόπιν εμφανίζονται τα ενήλικα που θα ωοτοκήσουν αργότερα (από μέσα Μαΐου έως μέσα ή και τέλη Ιουνίου) στον κάλυκα των νεαρών καρπιδίων. Η ζημιά στα άνθη συνήθως δεν είναι σημαντική. Μόνο σε ελαιώνες με επιβεβαιωμένο ιστορικό σοβαρών προσβολών από αυτό το έντομο θα πρέπει να εξεταστεί εάν χρειάζεται επέμβαση ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υψηλών αριθμών ενηλίκων της ανθόβιας γενεάς που θα ωοτοκήσουν κατόπιν στα καρπίδια, καθώς τότε η αντιμετώπιση είναι δυσκολότερη. Η παρακολούθηση της εμφάνισης των ενήλικων αρσενικών γίνεται με φερο-
μονικές παγίδες τύπου δέλτα, καταγράφοντας τις συλλήψεις τους κάθε 3-5 ημέρες. Χρειάζεται ωστόσο συγχρόνως και επιτόπιος έλεγχος για εξέταση ανθοταξιών στο στάδιο του μούρου και στην έναρξη της άνθησης για τον εντοπισμό τυχόν ωών αλλά και νεαρών προνυμφών. Παρομοίως γίνεται και η παρακολούθηση των αρσενικών για την επόμενη γενεά του εντόμου (καρπόβια) με τοποθέτηση φερομονικών παγίδων στις αρχές Μαΐου. Η προσβολή εδώ έχει μεγαλύτερη οικονομική σημασία από αυτή στα άνθη, καθώς η προνύμφη εισέρχεται στον καρπό και τον καταστρέφει. Οι αριθμοί στις παγίδες δεν είναι κριτήριο, αλλά ενδεικτικοί της έναρξης ελέγχου νεαρών καρπιδίων για εναπόθεση ωών. Η εύρεση ωών σε
υψηλό ποσοστό καρπιδίων είναι καθοριστικός παράγοντας για την εφαρμογή ψεκασμού, συνήθως μέσα Μαΐου με αρχές ή μέσα Ιουνίου. Η παρακολούθηση των καρπιδίων θα πρέπει να γίνεται για όσο διάστημα συνεχίζεται η πτήση του εντόμου. Γενικά, το έντομο αυτό, αν και συναντάται στις ελαιοκομικές περιοχές της χώρας μας, δεν προκαλεί συνήθως σημαντικές ζημιές και προληπτικοί ημερολογιακοί ψεκασμοί δεν χρειάζονται καθώς επιβαρύνουν το περιβάλλον και αυξάνουν το κόστος της καλλιέργειας.
Η καλόκορη της ελιάς
Το ενήλικο άτομο Closterotomus (Calocoris) trivialis έχει σχήμα ατρακτοειδές και χρώμα κιτρινοπράσινο με μήκος 7-8 mm (Εικόνα 2). Τα νεαρά (ατελή) άτομα έχουν πράσινο χρώμα (Εικόνα 3). Ανάλογα με την πρωιμότητα της περιοχής τα πρώτα άτομα εκκολάπτονται τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο και τα συναντούμε κυρίως στα ζιζάνια των ελαιώνων με κύρια το διανόχορτο (Mercurialis annua, Euphorbiaceae), το σινάπι και την τσουκνίδα. Αργότερα, τα
ανεπτυγμένα πλέον ατελή άτομα αλλά και τα νεαρά ενήλικα τα συναντούμε και στα δένδρα. Νύσσουν και μυζούν την τρυφερή βλάστηση, κυρίως ανθοφόρους οφθαλμούς από την έναρξη ανάπτυξης της ταξιανθίας έως και την άνθηση. Προκαλούν οφθαλμόπτωση, πτώση νεαρών ταξιανθιών και ανθόπτωση. Ο κεντρικός άξονας της ταξιανθίας απογυμνώνεται από τις πλευρικές διακλαδώσεις και εξελίσσεται σε «ξερό κοτσάνι» όπως αποκαλείται από τους παραγωγούς (Εικόνα 4). Η αντιμετώπιση της καλόκορης είναι συνάρτηση της πυκνότητας των πληθυσμών του στα κλαδιά της ελιάς (όχι στα ζιζάνια) και του φαινολογικού σταδίου ανάπτυξης της ελιάς. Η εκτίμηση του ύψους των πληθυσμών του εντόμου αυτού γίνεται με τινάγματα κλάδων μήκους 50 cm επάνω από ένα πανί ή δίσκο για καταμέτρηση των εντόμων που πέφτουν ανά κλάδο/τίναγμα σε 10 ή περισσότερους κλάδους. Εάν βρεθούν
περισσότερα από 6-7 έντομα κατά μέσο όρο (ανά κλάδο) τότε θα πρέπει να γίνει ψεκασμός. Δεδομένου ότι στα ευαίσθητα στάδια της ελιάς (αρχική ανάπτυξη της νέας βλάστησης και μέχρι το μούρο), σημαντικά μεγαλύτερος αριθμός ανήλικων και ενήλικων ατόμων του εντόμου τρέφεται κατά προτίμηση από την τρυφερή ποώδη βλάστηση των ζιζανίων του
ελαιώνα και λιγότερο από αυτή της ελιάς, θα πρέπει τα ζιζάνια στον ελαιώνα να διατηρούνται μέχρι την άνθιση, ώστε να αποφευχθεί η μετακίνηση των πληθυσμών του εντόμου από τα ζιζάνια στα ελαιόδενδρα. Γενικά, σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η προσφυγή σε χημικές επεμβάσεις και μόνο όταν διαπιστωθεί με δειγματοληψία, δηλαδή
με κτυπήματα κλάδων για κατάρριψη, συλλογή και καταμέτρηση των ατόμων, ότι υπάρχουν υψηλοί πληθυσμοί του εντόμου επί των ελαιοδένδρων στα αρχικά στάδια ανάπτυξης της ταξιανθίας της ελιάς.
Κοκκοειδή: Μωβ ψώρα ή παρλατόρια, ασπιδιωτός
Για τον έλεγχο των κοκκοειδών [παρλατόρια (Parlatoria oleae), ασπιδιωτός (Aspidiotus nerii)], τα απαραίτητα καλλιεργητικά μέτρα είναι το αραίωμα της κόμης και η ισορροπημένη λίπανση κυρίως ως προς το άζωτο. Ο έλεγχος των πληθυσμών τους βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία ωφέλιμων εντόμων. Η χημική αντιμετώπιση είναι πιο αποτελεσματική την περίοδο εμφάνισης των πολύ νεαρών νυμφών τους που είναι περισσότερο ευάλωτες στα
εντομοκτόνα. Η παρλατόρια έχει συνήθως δύο γενεές το έτος και οι νεαρές νύμφες της πρώτης γενεάς εμφανίζονται τον Μάιο-Ιούνιο, ενώ της δεύτερης τον Αύγουστο (Εικόνα 4). Ο ασπιδιωτός έχει τρεις γενεές, με τις νύμφες της πρώτης να εμφανίζονται τον Απρίλιο-Μάιο και της δεύτερης Ιούλιο-Αύγουστο. Η αντιμετώπιση θα πρέπει να έχει στόχο κυρίως την πρώτη γενεά. Επομένως βασική προϋπόθεση για την επιτυχή αντιμετώπιση των εντόμων αυτών είναι να καταγράφεται με συστηματικές δειγματοληψίες η περίοδος εμφάνισης των νεαρών νυμφών τους.
Ρυγχίτης της ελιάς
Τα ενήλικα του ρυγχίτη (Rhynchites cribripennis) είναι μικρά σκαθάρια (5-6 mm μαζί με το ρύγχος τους) με κοκκινωπό χρώμα (Εικόνα 5). Τα ενήλικα τρέφονται προκαλώντας αβαθείς οπές στη σάρκα των νεαρών καρπιδίων. Σε κάθε καρπίδιο μπορεί να υπάρχουν μία ή και περισσότερες οπές. Στα πολύ μικρά καρπίδια ακόμη και μία οπή είναι αρκετή για την πτώση τους. Ωστόσο τα μεγαλύτερα καρπίδια δεν πέφτουν και παραμένουν μέχρι τη συγκομιδή (Εικόνα 6). Γι’ αυτό θα πρέπει αμέσως μετά την καρπόδεση να γίνονται δειγματοληψίες για την εκτίμηση της πυκνότητας των πληθυσμών του εντόμου. Οι δειγματοληψίες πρέπει να συνεχίζονται μέχρι τα μέσα Ιουνίου. Η εκτίμηση του ύψους των πληθυσμών του ρυγχίτη γίνεται με τινάγματα κλάδων μήκους 50 εκ. τις πρωινές ώρες επάνω από ένα πανί ή δίσκο και με καταμέτρηση των ρυγχιτών που πέφτουν ανά κλάδο σε 10 ή περισσότερους κλάδους. Εάν βρεθούν περισσότερα από 3 άτομα κατά μέσο όρο (ανά κλάδο), τότε θα πρέπει να γίνει ψεκασμός. Ψεκασμοί που στόχο έχουν τον πυρηνοτρήτη μπορούν να βοηθήσουν και στην αντιμετώπιση του ρυγχίτη.
Οι ψύλλες της ελιάς
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο ανθοταξίες της ελιάς να καλύπτονται από λευκά νημάτια (βαμβακάδα) (Εικόνα 7). Την προβολή αυτή προκαλούν οι ψύλλες της ελιάς (Euphyllura spp). Είναι μικρά έντομα με μήκος 2-3 mm που μοιάζουν με πολύ μικρά τζιτζίκια. Τα ενήλικα που διαχείμασαν ωοτοκούν στις αναπτυσσόμενες ταξιανθίες και τα ανήλικα αναπτύσσονται κατά ομάδες, με τα λευκά κηρώδη εκκρίματά τους να καλύπτουν τις ταξιανθίες της ελιάς. Αν και τα συναντάμε συχνά, συνήθως δεν προκαλούν οικονομική ζημιά, γιατί πολύ σύντομα ελέγχονται από τους φυσικούς τους εχθρούς. Μάλιστα, αυτοί οι φυσικοί εχθροί θα μας βοηθήσουν αργότερα και στην αντιμετώπιση του πυρηνοτρήτη, της μαργαρόνιας και των κοκκοειδών. Επομένως συνιστάται να αποφεύγονται οι ψεκασμοί γι’ αυτό το έντομο.
Η μαργαρόνια της ελιάς
Το έντομο αυτό (Palpita unionalis) είναι πολύ ιδιαίτερο καθώς παρουσιάζει πληθυσμιακές εξάρσεις. Συνήθως συναντάται σε μικρούς πληθυσμούς και οι ζημιές που προκαλεί είναι χωρίς οικονομική σημασία. Το τέλειο άτομο είναι ένα μικρό λεπιδόπτερο (πεταλούδα) με άνοιγμα πτερύγων 2-3 cm με χρώμα λευκό και γυαλιστερό (μαργαριτώδες). Η προνύμφη στην αρχή είναι κίτρινη και μετά αποκτά πράσινο χρωματισμό με τελικό μήκος περίπου 2,5 cm. Οι προνύμφες προκαλούν επιφανειακά ή βαθύτερα φαγώματα στα φύλλα των κορυφών των βλαστών. Γενικά, σε περιπτώσεις υψηλών πληθυσμών του μπορεί να προκαλέσει οικονομική ζημιά αλλά μόνο σε δενδρύλλια ή νεαρά ελαιόδενδρα, ενώ στα μεγαλύτερα δένδρα οι ζημιές συνήθως δεν είναι σημαντικές. Σε συνθήκες αφθονίας τρυφερής βλάστησης εμφανίζεται έξαρση των πληθυσμών του. Η παρακολούθηση των πληθυσμών του γίνεται με φερομονικές παγίδες. Θα πρέπει να επισκεπτόμαστε τους ελαιώνες συχνά και να ελέγχουμε τα δένδρα για εμφάνιση προσβολών αλλά και προνυμφών του εντόμου.
Πηγή: olivenews.gr