Κείμενο, φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Υπήρχε μια παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, που απαγόρευε μετά το τελευταίο ράβδισμα της ελιάς, να ξαναπάει ο ιδιοκτήτης να μαζέψει τις ελιές του, κι αυτό, γιατί εθεωρείτο ότι οι ελιές αυτές πλέον, «ανήκαν στους φτωχούς»!
Αυτή η θρησκευτική όψη, και στα χριστιανικά χρόνια, έγινε θεσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Το είδος αυτό της ελεημοσύνης, το να αφήνουν ελεύθερες τις τελευταίες ελιές ονομαζόταν
«μ π ο ρ μ π ο λ ό γ ι α», στην Κρήτη την συνήθεια αυτή την ονόμαζαν « κ ο κ ο λ ό γ ι α».
Τα κοκολόγια και η θρησκευτικότητα τους
Η ελιά πάντα ήταν πρώτη στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και φιλαλληλίας, γι’ αυτό σε πολλά νησιά όπως τη Λέσβο, στις νηστείες, «τό ‘χαν σε καλό» να γεμίζουν από ένα πιάτο ελιές, και τις πήγαιναν στους πολύ φτωχούς.
Παρόμοια συνήθεια σε άλλα μέρη, η νοικοκυρά γέμιζε ένα πιάτο ελιές, μισές μαύρες μισές άσπρες, τον Δεκαπενταύγουστο, και τις πήγαινε στη γειτονιά, σε όσους δεν είχαν να φάνε.
Ασφαλώς, αυτές οι συνήθειες συμβάδιζαν απόλυτα με τη χριστιανική αρετή, και το κοκολόι κι αυτό, έχει να κάνει με την εκκλησιαστική διάσταση.
Σε κάποια μέρη της Ελλάδας μάλιστα, όταν τέλειωνε η ελαιοκομική περίοδος, όποιος νοικοκύρης ήθελε, και με το ανάλογο χριστιανικό συναίσθημα, ανέφερε αυτήν του την επιθυμία στον παπά.
Ο παπάς με τη σειρά του ανακοίνωνε στο ποίμνιο του, ότι «ο τάδε επομάζωξε, κι όποιος θέλει να πάει να κοκολοίσει τις ελιές του».
Οι ελιές που έχουν πέσει στα κοκολόγια, είναι αυτές στα πολύ ψηλά κλαριά, που δεν τις φτάνει ούτε η ξύλινη ντέμπλα (μακριά ράβδος).
Πέφτουν όμως μόνες τους με τα δυνατά φυσήματα του αέρα Φεβρουάριο η και Μάρτιο μήνα.
Πολλοί άνθρωποι, φτωχές οικογένειες, άνδρες και γυναίκες , αλλά κυρίως παιδιά του δημοτικού, μάζευαν ελιές από ‘δω κι από ‘κει, και τις πούλαγαν στον έμπορα, έναντι κάποιας αμοιβής.
Δεν εθεωρείτο σε καμία περίπτωση κλεψιά, το να μαζέψεις κάποιος τις ελιές του άλλου στα κοκολόγια, αφού είχε τελειώσει η ελαιοκομική περίοδος. Υπήρχε στο θέμα αυτό ελαστικότητα, και κατανόηση από όλους, ακόμα κι από τον αγροφύλακα!
Ο Αμπελικός (αγροφύλακας), δεν έκανε παρατήρηση σε κανέναν εκείνη τη περίοδο, αν μάζευε ξένες ελιές, και αυτός το θεωρούσε ιερό δικαίωμα των φτωχών και αδυνάτων.
Τα κοκολόγια στη Μεσαρά και οι μαζωξές
Μέχρι το ’75 περίπου σχεδόν, κράτησε ο θεσμός αυτός με τα κοκολόγια, και στη Νότια Κρήτη, μετά σταμάτησε..
Οι ελιές τότε, που ήταν κυρίως χονδρολιές, είχαν τρείς μαζωξές, όλη την ελαιοκομική περίοδο.
Η πρώτη μαζωξά, ήταν νωρίς κατά τα τέλη Αυγούστου τα λεγόμενα κούκουδα.
Εκείνη η μαζωξά, δεν έβγαζε πολύ λάδι, γιατί οι περισσότερες ελιές ήταν ξερές, ή πράσινες.
Η δεύτερη μαζωξά, κατά τον Δεκέμβρη – Γενάρη, ήταν η κύρια, που έβγαζε και το περισσότερο λάδι.
Η τρίτη μαζωξά, ήταν τα κοκολόγια, δηλαδή η τελευταία γύρα.
Ο κόσμος της Μεσαράς στη λέξη «κοκολόγια», είχε κυρίως δύο έννοιες. Τα κοκολόγια σαν Τρίτη μαζωξά, και το μάζεμα των ελιών, μετά τη μαζωξά αυτή.
Μπορούσε για παράδειγμα η γιαγιά, που όλη μέρα γυρνά από σπίτι σε σπίτι, και μαθαίνει τα νέα του χωριού, να πει στη νύφη της:
-Αμέτε κακορίζικα να πομαζώξετε τσι ελιές σας, γιατί εμολάρανε λέει τα «κοκολόγια»!
Και εννοούσαν, πως πρέπει να κάμουν και την τελευταία γύρα, και να μαζευτούν οι ελιές από τη τελευταία μαζωξά, γιατί τελειώνει η ελαιοκομική περίοδος, και αναλαμβάνουν δράση πλέον οι κοκολόγοι!
Την «εκκίνηση» για τα κοκολόγια, δεν την έδινε, ούτε ο αγροφύλακας, ούτε ο πρόεδρος της κοινότητας.
Όλοι έβλεπαν στη φάμπρικα αν υπήρχαν πια ελιές, και όταν δεν υπήρχαν, ήξεραν οι ενδιαφερόμενοι, πως τώρα είναι η ώρα!
Φυσικά, η φάμπρικα θα ξανάνοιγε για λίγο να αλέσει και τις ελιές από τα κοκολόγια, που θα του πήγαιναν οι έμποροι, και μετά πλέον, θα έκλεινε οριστικά, για τη σαιζόν.
Όσο λοιπόν κι αν μάζευαν τις ελιές τους στη τελευταία μαζωξά, και αν ακόμα τις χτυπούσαν με μακριές ντέμπλες ( ραβδιστήρια), και αν ακόμα ανέβαιναν επάνω, και τις τίνασσαν (κινούσαν δυνατά τα κλαδιά), παρ’ όλα αυτά, πάντα θα έμεναν και κάποιες ελιές, στις πιο ψηλές κυρίως κορυφές ντου δένδρου!
Αυτές πλέον τις ελιές, δεν τις διεκδικούν οι ιδιοκτήτες τους, και εκείνες πλέον θα πήγαιναν να τις γυρέψουν οι εκάστοτε κοκολόγοι.
Το θεσμό αυτό τον είχαν σαν οικονομική στήριξη οι μικροί, και σπανιότερα οι μεγάλοι, κυρίως από τα φτωχά στρώματα.
Μάλιστα, και κάποιοι πολύ φτωχοί, που δεν είχαν καθόλου ελιές, και αυτοί ήταν 3 η 4 οικογένειες σε κάθε χωριό, πήγαιναν πιο συστηματικά στα κοκολόγια, και τις ελιές τις άλεθαν στη φάμπρικα και έβγαζαν 100 οκάδες λάδι να περάσουν τη χρονιά.
Και στα χωράφια κάποιων που έλειπαν στην Αμερική η Γερμανία, και εκεί κανείς δεν πήγαινε να μαζέψει τις ελιές, ούτε οι συγγενείς τους, και εκεί πήγαιναν οι κοκολόγοι, και τις μάζευαν.
Μπορούσε να πάρει το καλάθι του όσο και μια φτωχή γριούλα και να βγει στη γύρα για ελιές, αλλά και ένας φτωχός μαθητής, που ήθελε να αγοράσει από τον μπακάλη λίγο χαλβά, ή τετράδια, ή ακόμα και καραμέλες, και διάφορα ζαχαρωτά, που τα στερούνταν και ζήλευαν τα άλλα παιδιά.
Για το σκοπό αυτό, πολλά παιδιά του δημοτικού κάνανε μικρές ομάδες, ανά 3 ή 4 παιδιά, και από ένα καλαθάκι στο χέρι, πήγαιναν στις ίδιες περιοχές και στα ίδια χωράφια, και έπιανε από μια ελιά το κάθε ένα, και έψαχναν ελιές μέσα από τα χόρτα, η σε πεζούλες και γκρεμούς δύσβατους, που αδυνατούσαν να πάνε οι ιδιοκτήτες.
Δεν μάλωναν ούτε «έπεφταν στο συνορισό», πιο παιδί θα βρει πιο πολλές.
Στο σπίτι άδειαζαν τις ελιές σε μια γαζοντενέκα, και όταν γέμιζε, την πήγαιναν στον μπακάλη. Κάποια από αυτά τα παιδιά βοήθαγαν με αυτό τον τρόπο ακόμα και τις οικογένειές τους, πουλώντας τις ελιές.
Οι ελιές για ανταλλαγή ειδών, αντί χρημάτων
Συνέβαινε όμως, και το εξής κάποτε.
Μια γυναίκα παράδειγμα, που δεν είχε στο σπίτι χρήματα, μπορούσε αν ήθελε, να βάλει σε ένα δοχείο διό κιλά ελιές από τα σακιά στο σπίτι, που προοριζόταν για άλεσμα, και να το πάει στον μπακάλη, και να τις ανταλλάξει με διό χαρθιά μακαρόνια, η ένα κιλό ρύζι κλπ.
Μπορούσε να το κάνει αυτό και ο πατέρας, να γεμίσει δηλαδή και εκείνος ένα κουρούπι ελιές από τα σακιά του, και να τις στείλει με το παιδί του στον μπακάλη, για να πάρει μια διό φρίσσες (ρέγκες), και να τις τηγανίσουν αργά και να βουτήξουν όλοι λίγο ψωμάκι στο λάδι!
Καμιά φορά σε μερικά χωριά πέρναγε τις γειτονιές ο έμπορας με το μουλάρι, φωνάζοντας: «Ελιές αγοράζω»!
Με τη τιμή τότε πουλώντας τις ελιές, έπαιρναν περίπου δύο ή τρείς δραχμές από τον έμπορα.
Το δε κέρδος του έμπορα ήταν, σαν γεμίσει μερικά σακιά, να τα πάει στη φάμπρικα να τις αλέσει, και να κερδίσει εκείνος από τη τιμή του λαδιού.
Και πολλά γυμνασιόπαιδα, σαν σχόλαγαν από το σχολείο, και τύχαινε να είναι Φλεβάρης ή Μάρτης που αρχίζουν τα κοκολόγια, έκαναν το βολταράκι τους!
Είχαν φροντίσει να έχουν στη σάκα τους και ένα σακούλι, και στο γυρισμό για το σπίτι, πέρναγαν από διάφορα χωράφια, και μάζευαν ότι ελιές εύρισκαν εδώ κι εκεί.
Αν δεν εύρισκαν πολλές τη μια μέρα, συμπλήρωναν την άλλη, μέχρι να γεμίσει η γαζοντενέκα!
Όσο γέμιζε η γαζοντενέκα, η χαρά των παιδιών ήταν μεγάλη, γιατί ένοιωθαν πως σύντομα, θα είχαν τα δικά τους χρήματα στη τσέπη, και θα έκαναν ότι τους προέτρεπε η ψυχή τους!
Τα κοκολόγια και οι εμπόροι του 1930 -40!
Στα κοκολόγια, τα παιδιά που πήγαιναν, αμέσως ξεχώριζαν τις ελιές, αν υπήρχαν σταφιδολιές, τις έβαζαν χωριστά, και τις απλές χωριστά.
Οι σταφιδολιές βέβαια, είχαν άλλη τιμή, πολύ πιο ακριβές από τις απλές ελιές.
Ο έμπορας, αν ήταν ένας απλός μπακάλης, άμα συγκέντρωνε διό η τρία σακιά ελιές, τα πήγαινε για άλεσμα στη φάμπρικα, και κράταγε το λάδι. Στη συνέχεια το πούλαγε και έβγαζε κέρδος.
Αν όμως ήταν μεγαλέμπορας, όπως ο Βολικός ο Γιώργης στη Μεσαρά, τις ελιές τις αγόραζε όλη την ελαιοκομική περίοδο, και τις ελιές αυτές που αγόραζε, δεν τις πήγαινε όλες για λάδι, αλλά ένα μέρος.
Για τις άλλες ελιές, διέθετε κάποιο μεγάλο χώρο σαν αποθήκη, όπου είχε εκεί δύο μεγάλες κασόνες φτιαγμένες με τάβλες, και εκεί έβαζε τις απλές ελιές, και τις έκανε αλατσολιές, και στην άλλη κασόνα τις σταφιδολιές.
Έβαζε μια στρώση ελιές, και μια στρώση χονδρό αλάτι, σε όλες αυτές τις ελιές. Άμα γέμιζαν οι κασόνες, τότε ετοίμαζε τα δύο του κάρα, και φόρτωνε από 6 κόφες ελιές στο κάθε ένα κάρο.
Αφού γέμιζε τα δύο κάρα με τις κόφες γεμάτες ελιές, αλατσολιές και σταφιδολιές, φόρτωνε και διό τρία ασκιά λάδι και αφού καβάλαγε και αυτός στο ένα κάρο, τα πήγαινε γραμμή για τη Χώρα!(Ηράκλειο).
Ήθελε δεμια βδομάδα να πάει και να γυρίσει το κάρο στο Ηράκλειο!
Σαν έφτανε στο Ηράκλειο,τα έδινε εκεί στους άλλους χονδρέμπορους, φόρτωνε στη συνέχεια μπακαλιάρους, ρύζια, ρεβίθια, φακές, κονσέρβες, και από ότι ήθελε από μπακαλική, και γύριζε πίσω.
Όμως πρέπει να πούμε, πως ήταν δύσκολο το δρομολόγιο για τη Χώρα, αν και από το ’40 υπήρχε υποτυπώδης άσφαλτος, ο οποίος είχε απλά μια στρώση με χονδρό τσαίλι και λίγη πίσσα από πάνω, εν τούτοις έκανε τουλάχιστον δύο στάσεις ο κάθε καραγωγέας, και διανυχτέρευε στα δύο Χάνια που υπήρχαν στη διαδρομή.
Δεν μπορούσε κανένα ζώο, να βγάλει τη διαδρομή Μοίρες –Ηράκλειο, μονομιάς!
Έτσι, ένα χάνι υπήρχε εκεί κοντά στους Ανεγείρους, και άλλο ένα κοντά στο Βενεράτο.
Εκεί στα Χάνια κοιμόταν, και να ξεκουραστούν και τα ζώα, γιατί διαφορετικά ξεκάνανε τα ζώα, αφού είχε πολύ μεγάλες και δύσκολες ανηφόρες!
Όμως, ήταν και δύσκολα σημεία, όπως εκεί στου Βουρβουλήτη, που τα νερά που υπήρχαν εκεί και ποτίζανε οι ντόπιοι, λάσπωναν τόσο, που υποχωρούσε ακόμα και η άσφαλτος!
Εκεί συνήθως κάρφωνε το κάρο, και αδυνατούσε το μουλάρι να το τραβήξει!
Αναγκαστικά, θα περίμενε ο καραγωγέας, άλλον καραγωγέα να περάσει, και ανά δύο η τρία άτομα, να βοηθάνε τη κάθε ρόδα του κάρου, να ξεκολλήσει από τις λάσπες!
Αφού βοήθαγε ο ένας τον άλλο, να ξεπεράσουν το εμπόδιο της λάσπης, μετά πήγαιναν με τα κάρα τους πάλι στον προορισμό τους.
Η επιστροφή βέβαια ήταν πιο εύκολη, και το εμπόδιο στου Βουρβουλήτη, στη κατηφόρα το περνούσαν πιο εύκολα!
Άλλη καλή αγορά, της περιοχής μας της Μεσαράς, ήταν στο Μαγαρικάρι.
Εκεί στο Μαγαρικάρι, ήταν πάλι ένας άλλος μεγαλέμπορας ονόματι Στέργιος, ο οποίος είχε τσιμεντένιες δεξαμενές 40 τόνων!
Στις τεράστιες αυτές δεξαμενές αποθήκευε ο έμπορας αυτός το λάδι που αγόραζε.
Μάλιστα, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το Μαγαρικάρι, λόγω της δραστηριότητας του καπετάν Πτερακογιώργη, να κάνει ομάδες στο αντάρτικο, ανατίναξαν και τις δεξαμενές αυτές, και το λάδι πέρασε από το ποτάμι, και έφθασε μέχρι τη θάλασσα!
Έφθασε το λάδι που χύθηκε μέχρι τον Κόκκινο Πύργο, και εκεί έκανε μια τεράστια έκτασης κηλίδα, η οποία κράτησε για πολλές μέρες, μέχρι να διαλυθεί!
Τα κοκολόγια συντελούσαν και στην ισορροπία της φύσης!
Οι καλοί χριστιανοί λοιπόν, δεν άφηναν τον ραβδιστή , όπως αναφέραμε να ρίξει και τη τελευταία ελιά στη «τρούλα τρούλα» (κορυφή)!
-Άσε καημένε και καμπόσες, έλεγαν, να φάει και το πουλάκι»!
Έλεγε ο καλός πατέρας στο παιδί του που ράβδιζε την ελιά!
Ο καλός χριστιανός, πέρα από τον φτωχό συνάνθρωπό του, σκεφτόταν πράγματι και το έρημο το πουλάκι, το σπουργίτι, τον σπίνο, το κοτσίφι, που το χειμώνα με τη παγωνιά η τροφή τους είναι δυσεύρετη!
Ο πολύς κόσμος είχε τέτοιες ευαισθησίες, εκείνα τα χρόνια. Πάντα σκεφτόταν λίγο παραπέρα.
Κι αν έβγαζαν ροδίκιο κάπου, άφηναν και ένα μέρος, να ξαναβγεί και του χρόνου.
Το ίδιο και με τους χοχλιούς. Μάζευαν τους παλιούς, και τα μικρά τα άφηναν πάλι στη γη να μεγαλώσουν και να πολλαπλασιαστούν.
Κι αν έβγαζε πατάτες, η σιτάρι κάποιος, και του πήγαινε πολύ καλά, άφηνε στη μέση στο χωράφι και ένα καλάθι γεμάτο, να το βρει κάποιος και να το πάρει, λέγοντας τη φράση:
-«Για τη ψυχή του μακαρίτη που μας άφησε κληρονομιά το χωράφι»
Μα, τι άλλο, παρά μόνο το μεγαλείο του λαού μας δηλώνουν αυτά τα πράγμα, όπως εξ άλλου και οι ελιές στα τελειώματα, πως πράγματι ανήκαν δικαιωματικά στους φτωχούς και αδύναμους…