Ξυπνάγαμε πουρνό-πουρνό, πριν σκάσει το πρώτο φως του ήλιου, την παραμονή των Χριστουγέννων. Το ίδιο σενάριο συνέβαινε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι η μάνα μου, στα πλαίσια της αποστολής «κάλαντα», μου φορούσε ένα ζεστό μάλλινο λαδί πουλόβερ με ψηλό λαιμό, από εκείνα τα αμίμητα αριστουργήματα που οι νοικοκυρές της εποχής έπλεκαν με τα χεράκια τους. Συνήθως έκανε κρύο με υγρασία ή έριχνε χιονόνερο την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο καιρός τότε ήταν πραγματικά χειμωνιάτικος και όχι όπως σήμερα που έχουν καταργηθεί οι εποχές και μήνα Γενάρη μπορείς να κυκλοφορείς ακόμη με κοντομάνικο. Τα τρίγωνα που χρησιμοποιούσαμε τότε για να λέμε τα κάλαντα δεν ήσαν τα τελειοποιημένα βιομηχανικής σύγχρονης παραγωγής (κινέζικα σήμερα βέβαια). Μερικές φορές ήταν κάπως ασύμμετρα και χοντροκομμένα, φτιαγμένα από τον σιδερά της γειτονιάς με ότι σίδερο είχε πρόχειρο. Αν μάλιστα δεν ήταν καλοφτιαγμένο το δαχτυλίδι μέσα στο οποίο περνούσε το δάχτυλο που θα το κρατούσε, ο ήχος ήταν πιο μπάσος και υπόκωφος σε σχέση με τα σύγχρονα τρίγωνα που ηχούν τέλεια, σαν αγγελικές καμπανούλες. Και το μικρό σιδερένιο ραβδάκι που δονούσε το τρίγωνο ήταν συχνά χοντροκομμένα φτιαγμένο από ακατάλληλου μήκους παλιοσίδερο. Όμως μέτραγε η όλη μυσταγωγία και κανείς δεν άκουγε τότε προσεκτικά τους ήχους,
Πηγή: Γιώργος Λίγγρης