Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Τα έθιμα του Πάσχα ήταν πλούσια και όμορφα τα παλαιότερα χρόνια, όσο περνά όμως ο καιρός, εν μέρει αρχίζουν να ξεθωριάζουν πολλά από αυτά.
Κάποια δυστυχώς έχουν χαθεί τελείως, και άλλα φαντάζουν παράξενα και περίεργα σήμερα.
Ωστόσο όμως αρκετά από αυτά τα πατροπαράδοτα έθιμα στα χωριά της Κρήτης, δεν έχουν αλλάξει πολύ, και κρατούν μέχρι και σήμερα.
Από τότε πού αρχίζει η Σαρακοστή, σαράντα μέρες πριν το Πάσχα δηλαδή, ο κόσμος νηστεύει μηδενός εξαιρουμένου και παιδιά, εκτός αν συντρέχει λόγος.
Η νηστεία συμβολίζει τις 40 μέρες που νήστευε ο Χριστός κατά την παραμονή του στην Έρημο.
Κάθε απόγευμα γίνεται εσπερινός στην εκκλησία.
Κάποια χρόνια πολύ παλιά στα χωριά, δεν υπήρχε δυνατότητα για να υπάρξει ούτε φωτιά για το άναμμα των καντηλιών. Έτσι ο παπάς, έστελνε ένα «παπαδάκι», στα κοντινά σπίτια με μια παλιά κουτάλα, ή ένα σπασμένο βίσαλο, να πάει να φέρει διό κάρβουνα!
Με αυτά τα κάρβουνα άναβε ο παπάς φωτιά για να ανάψει στη συνέχεια το θυμιατό του και τα καντήλια!
Οι γυναίκες αρχές του 40ήμερου, πάνε ένα εικόνισμα του σπιτιού στην εκκλησία για να λειτουργηθεί.
Θα μείνει το εικόνισμα αυτό στην εκκλησία όλη τη Σαρακοστή, γιατί πίστευαν πως αν λειτουργηθεί, θα έχει πιο θαυματουργές ικανότητες.
Το εικόνισμα το έπαιρναν πίσω, κατά την περιφορά των εικόνων στην δεύτερη Ανάσταση η Κρανάσταση, το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, μετά την περιφορά των εικόνων σε μεγάλο κύκλο γύρω από την εκκλησία
Αρχίζουν τα Αυγικά τα βράδια της Μεγάλης Βδομάδας στην εκκλησία, και στην Κρήτη αυτά λέγονται «Aυγικά» από τη λέξη «αυγή», επειδή η θεματολογία αφορά το πρωί της επομένης μέρας.
Τα Αυγικά παλιά ήταν πολύωρα, και πολλές φορές κρατούσαν και πέραν τις 12, ή ακόμα και μέχρι και τις 1 μετά τα μεσάνυχτα!
Τα παιδιά όλα βέβαια γκρίνιαζαν, και τριγύριζαν γύρω στην εκκλησία, αλλά δεν τους επέτρεπαν και να φύγουν και να πάνε σπίτι!
Στα χωριά της Μεσαράς, όλη τη Σαρακοστή, τα εξωκλήσια τα επισκέπτονται μόνες ή με παρέες πέντε ή και δέκα ατόμων, κυρίως γυναικόπαιδα, για να ανάψουν τα καντήλια. Τα καντήλια παλιά δεν ήταν άλλο από ένα ποτήρι με λίγο νερό, και εκείνες συμπλήρωναν με λάδι που κρατούσαν σε ένα μπουκάλι.
Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, έχουμε και τους Χαιρετισμούς, που στη πραγματικότητα είναι ένας Ύμνος στη Παναγία. Ψέλνονται κάθε Παρασκευή στις τέσσερεις βδομάδες, και έχουν επαναλαμβανόμενη τη λέξη «χαίρε».
Οι χαιρετισμοί την Μ. Παρασκευή την πέμπτη εβδομάδα, επαναλαμβάνονται όλοι μαζί, και τους λέμε ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ.
Η ΚΥΡΙΑΚΉ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΎΝΗΣΗΣ
Δύο βδομάδες πριν το Πάσχα, είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης.
Τα κορίτσια μαζεύουν λουλούδια από τις γειτονιές, και φτιάχνουν τις λεγόμενες ροδαριές, που μοιράζουν πάλι στην εκκλησία.
Στην έξοδο υπάρχει και ένας κλάδος ελαίας, που κάθε πιστός έκοβε ένα κλαράκι, και μαζί με τη ροδαριά, όπου τα τοποθετούσαν στο σπίτι στο εικόνισμα.
Κάποια βέβαια λουλουδάκια τα φύτευαν, γιατί πίστευαν πως έπιαναν οπωσδήποτε!
TO ΣΆΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΆΡΟΥ
Το τελευταίο Σάββατο πριν τη Μεγαλοβδομάδα, λέγεται του Λαζάρου, γιατί αναστήθηκε ο Λάζαρος.
Παλιά έλεγαν και τα κάλαντα του Λαζάρου, και οι γυναίκες έφτιαχναν ειδικά ψωμάκια τα λαζαράκια, που είχαν σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου.
Οι άνδρες δεν πήγαιναν να μαζέψουν τη σοδειά, γιατί πίστευαν πως φέρνοντας τη σοδειά, θα έφερναν το θάνατο μέσα στο σπίτι τους.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΊΩΝ
Πρέπει να αναφέρουμε, πως μια βδομάδα πριν το Πάσχα, που είναι η Κυριακή των Βαίων, από βραδύς μαζεύονται στο σπίτι του παπά φίλοι γείτονες και συγγενείς, και πλέκουν τους σταυρούς από φύλλα βαγιάς (χουρμαδιάς), και τα βάγια αυτά, συμβολίζουν τα βάγια με τα οποία υποδέχτηκαν το Χριστό στα Ιεροσόλυμα, μετά βαίων και κλάδων!
Την Κυριακή των Βαίων, μοιράζουν τους σταυρούς μετά τη Θεία λειτουργία στους πιστούς, μαζί με το αντίδωρο.
Μετά την Κυριακή των Βαΐων, μπαίνουμε επίσημα στην Μεγαλoβδομάδα.
- ΔΕΥΤΈΡΑ
Είναι η πρώτη μέρα της Νηστείας, και το βράδυ αρχίζει το πρώτο Αυγικό.
Αρχίζει περιοδικά, να μπαίνει ο κόσμος στο κλίμα των ημερών, και για αυτό κάθε βράδυ οι χριστιανοί θα πάνε στο Αυγικό για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία.
Μ.ΤΡΊΤΗ
Από τη Μ. Τρίτη οι νοικοκυρές, ετοιμάζουν τις αυλές τους, ασπρίζουν με ασβέστη το σπίτι, τους μαντρότοιχους, και ότι άλλο νομίζουν αυτές, για να υποδεχτούν καθαροί την Ανάσταση.
Καθαρίζουν τις αυλές, τους δρόμους, τα στενά, έτσι όλα να είναι πεντακάθαρα!
Τη Μεγάλη Τρίτη στην εκκλησία διαβάζεται η Παραβολή των Δέκα Παρθένων, ενώ το βράδυ ψέλνεται το τροπάριο της Κασσιανής. (Εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή…)
Μ. ΤΕΤΆΡΤΗ
Την Μ. Τετάρτη μονοπαντίζανε οι νοικοκυρές έφτιαχναν το προζύμι της χρονιάς.
Επίσης, πήγαιναν στην εκκλησία, όπου διαβάζεται ο Μεγάλος Κανόνας μας, και τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαίου.
Ο παπάς μυρώνει τον κόσμο με λάδι σταυρωτά στο μέτωπο, αλλά και στις παλάμες μπρος πίσω. Επίσης οι παρευρισκόμενοι, έπαιρναν και εκείνοι με βαμβάκι λίγο λάδι και στο σπίτι μύρωναν και εκείνοι με τον ίδιο τρόπο όσους τυχόν δεν πήγαν στην εκκλησία εκείνη την ημέρα από την οικογένεια τους.
Στη Μεσαρά, αυτό γινόταν και με την επίσκεψη πολλών γυναικών, κυρίως σε γκρούπ, στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στην Απόλυχνο, επειδή τον Άγιο αυτόν, τον θεωρούσαν Μέγα Ιατρό. Πάλι με το βαμβάκι έπαιρναν λίγο λάδι από το καντήλι του Αγίου, και άλειφαν πάλι σταυρωτά χέρια και μέτωπο τους δικούς τους.
Μ. ΠΈΜΠΤΗ
Την Μ. Πέμπτη, πήγαιναν το πρωί στην εκκλησία και έπιναν Αγίασμα , και κοινωνούσαν.
Την ημέρα αυτή, οι νοικοκυρές έβρισκαν αμπελόφυλλα πρωτοφανίστικα, και έφτιαχνα τα αγαπητά σε όλους ντολμαδάκια, μαζί με κολοκυθοκορφάδες.
Στη μέση ανάμεσα στους ντουλμάδες, έβαζαν και χοχλιούς.
Λένε πως όταν έμαθε η Παναγία για τη Σταύρωση του Χριστού, εκεί νη τη στιγμή, τύλιγε ντολμαδάκια.
Όσες νοικοκυρές την Μ. Πέμπτη, φτιάχνουν εφτάζυμα ψωμιά, τσουρεκάκια πασχαλινά, και βάφουν και τα κόκκινα αυγά.
Το κόκκινο συμβολίζει το αίμα του Χριστού που έσταξε.
Όσες δεν έχουν δικό τους φούρνο, τα πηγαίνουν στο φούρνο της γειτόνισσας.
Άλλες νοικοκυρές βάφουν τα αυγά με βαφή αγοραστή, και άλλες βράζοντας τα υλικά, σε νερό ψιλοκομμένα παντζάρια, μαντιλίδες, βρούβες, ξερά φλούδια κρεμμυδιού, ξερά βελανίδια, μαύρο τσάι, βιολέτες, τσουκνίδες κτλ ανάλογα με το χρώμα που θέλουν να δώσουν.
Βρίσκουν και στην εξοχή κατάλληλα λουλουδάκια, μαργαρίτες κλπ, και τα εφαρμόζουν πάνω στα αυγά και με ένα λεπτό τούλι, τα συγκρατούν εφαρμοστά, και όταν τα εμβαπτίζουν στο χρώμα, εκείνα αφήνουν ένα λευκό ίχνος λουλουδιού.
Έτσι έχουμε πολύ όμορφα σχέδια από διάφορα φυλλαράκια και λουλουδάκια πάνω στα αυγά.
Παλιά τη Μ. Πέμπτη επίσης οι γυναίκες επιδίδονται στο ζύμωμα, και έφτιαχναν τα Πασχαλινά τσουρεκάκια, τα καλλιτσούνια, τα λαμπροκούλουρα, αλλά επίσης έφτιαχναν και το «δώρο του μουσαφίρη»!
Υπάρχει η παράδοση, να φτιάχνουν ένα χριστόψωμο, το οποίο το κόβουν την Κυριακή που γυρίζει η Δεύτερη Ανάσταση, ή το δίνουν σε κάποιον ξένο (υπονοώντας τον ίδιο τον Εσταυρωμένο).
Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στην εκκλησία, έχουμε τα 12 Ευαγγέλια, και πολλοί πάνε κρατώντας ένα μαύρο σπάγκο, και σε κάθε Ευαγγέλιο δένουν και από ένα κόμπο.
Το κομποσχοίνι αυτό με τους 12 κόμπους, θεωρείται μεγάλο φυλακτό για τους πιστούς, το οποίο κρέμαγαν είτε στο λαιμό, είτε στο χέρι σα βραχιολάκι, και το φόραγαν όλο το χρόνο.
Μεταξύ πέμπτου και έκτου Ευαγγελίου, ψέλνονται κάποια τροπάρια, κλείνουν τα φώτα, και στη συνέχεια λέγεται το «Σήμερα κρεμάται επί ξύλου».
Tότε ο παπάς, φέρει από το ιερό τον Σταυρό, και τον εναποθέτει μπροστά, και ο κόσμος προσέρχεται για να τον ασπαστεί .
Στο ένατο Ευαγγέλιο της Μ. Πέμπτης που είναι του Ιωάννου ΙΘ, που λέει: «Διψώ. Σκεύος ουν εκίτο όξους μεστόν, οι δε πλήσαντες σπόγγον όξους , και ύσσωπω περιθέντες προσήνεγκαν αυτού τω στόματι. ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε. τετέλεσται, και κλείνας την κεφαλήν παρέδωκεν το πνεύμα…»
Τότε λοιπόν, οι πιστοί θα κόψουν στην εκκλησία τα κιτρολέμονα ή λεμόνια που θα κρατούν σε μικρά κομματάκια, και θα πάρει ένα κομμάτι ο καθείς για συμπαράσταση στον Κύριο.
Τα παλιά χρόνια εκτός από λεμόνια, έπαιρναν μαζί τους ένα μπουκαλάκι ξύδι, και έπιναν όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Δεν υπήρχε πιστός, που να μην πιεί, ξύδι ή λεμόνι, γιατί έτσι ένοιωθαν πως συμμετέχουν ενεργά στο Θείο Δράμα.
Γενικά και στο σπίτι εκείνη την ημέρα, έτρωγαν λεμόνια η και πορτοκάλια κομμένα σε κομματάκια σε ένα πιάτο. Τα περιέλουζαν με ξύδι, έριχναν και αλάτι, και τα έτρωγαν με το πιρουνάκι!
- ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι πιστοί πάνε στην εκκλησία και πίνουν Αγίασμα, γιατί είναι η μοναδική ημέρα του χρόνου που δεν τελείται θεία Λειτουργία. Το Αγίασμα αυτό όμως, ποτέ δεν το πάνε στο σπίτι.
Στη συνέχεια, την Μ. Παρασκευή, και μετά την εκκλησία, κάποιες γυναίκες, που δεν είχαν πάει πριν, και πάλι μονοπαντίζανε, και πήγαιναν βόλτα στα ξωκλήσια. Θύμιαζαν και άναβαν και τα καντήλια, ακόμα και σε κάποια που ανήκαν σε άλλα χωριά, και σε άλλες ενορίες!
Το απόγευμα πήγαιναν και στους τάφους των δικών τους, τους καθάριζαν και άναβαν τα καντήλια, να μην τα βρει η Θεία Ανάσταση σβηστά.
Φαγητό της ημέρας ήταν οι σούπες αλάδωτες, κυρίως φασόλια, με λεμόνι και αλάτι.
Σούπες με μακαρόνια και ζάχαρη, ή σούπες με άγρια χόρτα. Οι σούπες συμβολίζουν τα δάκρυα της Παναγίας.
Για τη συνέχεια, όλες οι νοικοκυρές και τα κορίτσια, περνούν την ημέρα τους στο στόλισμα του Επιταφίου.
Τα νεαρά κορίτσια του χωριού, αναλαμβάνουν να μαζέψουν από τα σπίτια λουλούδια και λεμονανθούς για το στόλισμα.
Στολίζουν τον Επιτάφιο και ο παπάς διαβάζει τις «Μεγάλες Ώρες», όπως ορίζει το τυπικό της εκκλησίας.
Κατά το μεσημέρι, όταν έχει τελειώσει το στόλισμα του Επιταφίου, κάνουν ένα διάλειμμα για ξεκούραση, και τρώνε και πάλι κιτρολέμονα εμποτισμένα σε ξύδι – πολύ ξύδι.
Αφού φάνε το κιτρολέμονο και ξεκουραστούν, ξανακτυπά η καμπάνα και γίνεται ο Εσπερινός της Αποκαθήλωσης.
Προς το τέλος του εσπερινού γίνεται η Αποκαθήλωση, ακολουθεί μικρή περιφορά στα στενά του χωριού, επιστρέφουν στο ναό, και γίνεται η αλλαγή των καλυμμάτων της Αγίας Τράπεζας από πένθιμα σε χαρούμενα (μπορντοροδοκόκκινο).
Κανονικά η αλλαγή των καλυμμάτων γίνεται μετά το τέλος της Αποκαθήλωσης.
Λειτουργικά ο χρόνος πάει παράξενα. Μετά την Αποκαθήλωση, έχουμε την είσοδο του Xριστού στον Άδη. Άρα την «εις Άδου κάθοδο» – κοινώς την πρώτη Ανάσταση, οπότε Χριστός είναι αναστημένος στον Άδη, και κηρύττει το λόγο του Θεού στους νεκρούς.
Άλλοι την αλλαγή την κάνουν μετά που θα επιστρέψουν από τον Επιτάφιο, το βράδυ δηλαδή της Μ. Παρασκευής. Εδώ υπάρχουν μικρές διαφορές από τόπο σε τόπο.
Το βράδυ πάντως της Μ. Παρασκευής, κτυπά πάλι η καμπάνα κατά τις 8 , και ξεκινούν να ψέλνουν κανόνες μέχρι την ώρα των εγκωμίων. Τα εγκώμια ψέλνονται από δύο χορούς.
Έτσι ψέλνεται και ο Επιτάφιος Θρήνος, και το «Η ζωή εν τάφω», που είναι η υπέροχη ψαλμωδία των Παθών. Παλιά το έψελναν μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού, αφού πρώτα είχαν κάνει πρόβες το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής με το δάσκαλό τους . Τα κορίτσια φορούσαν μαύρο τσεμπέρι, και τα αγόρια μαύρο πουκάμισο αν είχαν.
Από ένα βιβλιαράκι διάβαζαν τα λόγια, και ήταν προσημειωμένα ποια θα πουν τα παιδιά, και ποια ο ψάλτης. Και αυτό γινόταν, για να παίρνουν και μια ανάσα!
Ψέλνεται ο Επιτάφιος θρήνος, περίπου για μια ώρα, και αφού τελειώσουν, ακολουθεί περί τις 9, η έξοδος και περιφορά του Επιταφίου. Κατά μαρτυρία του εφημέριου πατέρα Νικόλα Τζαγκαράκη, η πομπή παλιά, πήγαινε πρώτα προς το κοιμητήριο της ενορίας , όπου εκεί γίνεται μια δέηση προς τους κεκοιμημένους.
Η περιποίηση των τάφων γίνεται την Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι. Το βράδυ που θα έρθει ο Επιτάφιος στο κοιμητήριο όλα τα κανδήλια των τάφων είναι αναμμένα.
Η περιφορά του Επιταφίου, γίνεται με συνοδεία εξαπτερύγων.
Πάντα κάθε χρόνο είναι έθιμο, να σηκώνουν τον Επιτάφιο, οι νέοι φαντάροι του χωριού.
Σε άλλα χωριά, τον Επιτάφιο στις ημέρες μας, τον σηκώνουν αγόρια και κορίτσια που πρόκειται να πάνε φαντάροι ή να δώσουν πανελλήνιες εξετάσεις.
Ο Επιτάφιος σταματά μπροστά στην Κύρια Πύλη, τον ανασηκώνουν οι φαντάροι ψηλά, κι ο κόσμος περνά από κάτω.
Εδώ τιμούν τα νιάτα, και δίνεται ιδιαίτερη τιμή στη νεολαία, που πρόκειται να στηριχθεί η πατρίδα.
Κατά την περιφορά του Επιταφίου στο χωριό, ακολουθούν εκατοντάδες πιστοί, κρατώντας κεριά η λαμπάδες, και παρευρίσκεται σχεδόν όλο το χωριό.
Μπορεί να γίνουν αρκετές στάσεις στα σταυροδρόμια και τις πλατείες του χωριού, ενώ η καμπάνα χτυπά πένθιμα.
Παλιά, την ώρα που περνούν από τα σπίτια μπορούσε ο παπάς να μνημονεύει τους κεκοιμημένους της γειτονιάς.
Όλοι δε φροντίζουν να ασπαστούν την εικόνα του Ιησού που κείται στον Επιτάφιο.
Τα καλορίζικα θα δοθούν στην αυριανή λειτουργία του Μ. Σαββάτου το πρωί «ως δώρο» και ως «καλό τυχερό» του σπιτιού.
Μ. ΣΆΒΒΑΤΟ
Το μέγα Σάββατο μετά την λειτουργία το πρωί ακολουθεί το έθιμο του σφαγείου των αρνιών.
Όσοι έχουν αρνιά για το γιορτινό τραπέζι, τα σφάζουν και με τα εντόσθια φτιάχνονται για το βράδυ της παραμονής, τα γνωστά γαρδούμια αυγολέμονο αντίστοιχο της μαγειρίτσας, που έχουν άλλα μέρη της Ελλάδας.
Όσοι πάλι δεν έχουν, θα επισκεφθούν το χασάπη του χωριού, και θα αγοράσουν τα λεγόμενα κοιλικά! Δηλαδή ποδαράκια, αντεράκια, και τη κοιλιά του ζώου, τα οποία εκείνη την ημέρα είναι περιζήτητα στα κρητικά χωριά!
Παλαιότερα , ο επίτροπος κράταγε το σήμαντρο, μια μεταλλική λάμα που βγάζει δυνατό κρότο, πέρναγε απ όλα τα στενά του χωριού. παλιά το κτυπούσαν που σήμαινε ότι ήρθε το Αγιο Φως και να ετοιμαστούν, να έρθουν όλοι στο ναό να ξεκινήσει η ακολουθία της Ανάστασης και η αναστάσιμη Θ. Λειτουργία.
Επίσης σε κάποια χωριά, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η νοικοκυρά του σπιτιού, πριν πάει με την οικογένειά της στην εκκλησία, θα ανάψει ένα θυμάρι, η ασκινοπόδι στην αυλή του σπιτιού της, για να κάψει έτσι τον Ιούδα.
Το κάψιμο του Ιούδα όμως επίσημα, θα γίνει πάλι και με όλους μαζί τους πιστούς στην αυλή της εκκλησίας, αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη».
Συμβολίζει την αποστροφή του κόσμου γενικά στη προδοσία, έθιμο που αγνοούμε από πότε ίσχυσε.
Οι νεαροί, οι πιο σκανταλιάρηδες, και τα παιδιά του χωριού, από νωρίτερα θα αρχίσουν να μαζεύουν ξύλα. Το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου, θα κάνουν ακόμα μια γύρα στο χωριό, και όπου δουν κυρίως δεμαθιές με ξύλα, θα τις σταμπάρουν, και με τη πρώτη ευκαιρία θα τις αρπάξουν, και θα τις στήσουν σε ένα μεγάλο σωρό έξω από την εκκλησία!
Φυσικά δεν χαρίζονται σε κανένα, ούτε και στα δικά τους ξύλα που έχουν στα σπίτια τους!
Καμιά φορά, φτιάχνουν και ομοίωμα του Ιούδα, με ρούχα γεμισμένα με άχυρα και τον στήνουν πάνω στο σωρό.
Επιτέλους λέγεται το Χριστός Ανέστη, και αμέσως κιόλας ανάβει και η φωτιά να καεί ο Ιούδας!
. Βέβαια τα παιδιά τότε, ήταν υποχρεωμένα ως την επ’ αύριο, να έχουν καθαρίσει καλά καλά το χώρο με τις στάχτες, για να είναι καθαρός για το γλέντι που θα ακολουθήσει
Τι ήταν τα σκλαπατζίκια
Το μέγα Σάββατο, δεν σταματούν οι στρακατρουκες, και τα σκλαπατζίκια.
Αυτά είναι αυτοσχέδια βεγγαλικά κρότου τα οποία έφτιαχναν με χαρτί από σακούλες τσιμέντου και πυρίτιδα . Έφτιαχναν πυρίτιδα με απλά υλικά κάρβουνου και θειάφι..
Έκοβαν τη χαρτοσακούλα στενόμακρες λουρίδες, έριχναν στην άκρη λίγη πυρίτιδα, το τύλιγαν τριγωνικά πολλές φορές να γίνει χονδρό.
Στο τέλος, με μια πρόκα έκαναν μια τρύπα και με τα σπίρτα έδιναν φωτιά και ταυτόχρονα το πέταγαν πέρα, για να σκάσει με δυνατό κρότο!
Ενίοτε έφτιαχναν δύο με τρεις μεγάλες τρακατρούκες, για να τις ανάψουν όταν ο παπάς θα πει το «Χριστός Ανέστη!».
Σε πολλά χωριά της Κρήτης, όπως στους Βόρους, έφτιαχναν δύο ομάδες, κάθε μία, με τα δικά της αυτοσχέδια βαρελότα, η μπάλες που τις τύλιγαν γύρω γύρω με σύρμα, τις λεγόμενες συρμαλίδικες, και γινόταν ένα είδος «μάχης», με δύο αντίπαλες ομάδεςμετά την Ανάσταση!
Τι ήταν το «Αμίλητο Φως»
Τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου περιμένουν οι πιστοί να παραλάβουν με το «Δεύτε λάβετε φώς» από τον παπά το Άγιο Φως, για να το μεταφέρουν στο σπίτι τους.
Στο «Δεύτε λάβετε φώς», ο κόσμος προσέρχεται να πάρει το Άγιο φως, και να το πάει στο σπίτι τους.
Παλιά όταν πήγαιναν το φως, κατά τη διαδρομή δεν μίλαγαν! Πίστευαν έτσι, πως αν το κάνουν αυτό, «κάτι καλό» θα συμβεί στο σπίτι, και θα ξορκιστεί το κακό!
Αυτό ήταν το λεγόμενο «Αμίλητο Φως».
Αναφωνώντας ο παπάς το Χριστός Ανέστη!
Σαν ο παπάς αναφωνεί δυνατά το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, και οι πιστοί αγκαλιάζονται και δίνουν τα αναστάσιμους ασπασμούς
Παράλληλα οι περισσότερες γυναίκες έσκυβαν και έτριβαν τα νύχια τους στο πάτωμα, η γενικά στο έδαφος, αν ήταν έξω, για να μην κάμουν … παρανυχίδες!
Οι παρανυχίδες τότε, ήταν μεγάλη πληγή για τις γυναίκες, γιατί τα όσπρια όλα τα έβγαζαν με τα χέρια!
Τα ρεβύθια, τις φακές, τον αρακά, τον ξεπάτωναν με τα χέρια τότε, τον έκαναν μικρά ματσάκια, και τον τοποθετούσαν κυκλικά. Οι κύκλοι αυτοί, λεγόταν «τσουμαλιές».
Σημειωτέον, ότι για προστασία, πολλές γυναίκες που είχαν παρανυχίδες τότε, έφτιαχναν γάντια από ανδρικές μάλλινες κάλτσες, που τις γάζωναν για να φτιάξουν τα δάχτυλα!
Σαν ο παπάς αναφωνώντας δυνατά το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, και οι πιστοί αγκαλιάζονται και δίνουν τα αναστάσιμους ασπασμούς!.
Μετά το Χριστός Ανέστη η βραδιά είναι αφιερωμένη στο γιορτινό τραπέζι
Οι περισσότεροι κατευθύνονται στο σπίτι, να γιορτάσουν με φαγοπότι δίπλα στις οικογένειές τους.
Όταν πάνε το Άγιο Φώς στο σπίτι, ο πρώτος θα φτιάξει με τη φλόγα του κεριού, το σχήμα του Σταυρού, στο ανώφλιο της πόρτας.
Με αυτό το φώς, θα ανάψουν τα καντήλια, και την επ’ αύριο με το ίδιο Άγιο φώς θα ανάψουν και τα καντήλια στου τάφους των αγαπημένων προσώπων.
Το φως αυτό θα πρέπει να παραμείνει αναμμένο για 40 ημέρες χωρίς να σβήσει!
Γαρδουμπάκια αυγολέμονο, η μαγειρίτσα των κρητικών!
Η μαγειρίτσα που τρώνε στην υπόλοιπη Ελλάδα,, λέγεται ότι ξεκίνησε από τον διωγμό των Εβραίων. Τους πρότειναν οι επικεφαλείς τους, να φάνε μαγειρίτσα, για να αντέχουν την επ’ αύριο να διασχίσουν την έρημο. Λένε επίσης πως τα πικρά χόρτα για τη παρασκευή της, συμβόλιζε τη πικρή ζωή από τη κατοχή τους από τους Αιγυπτίους!
Στο σπίτι λοιπόν τους περιμένουν ζεστά τα γαρδουμπάκια αυγολέμονο με ποδαράκια, αγαπημένο φαί των Κρητικών. Η λαχτάρα για να φάνε επιτέλους «λεργιά», μη νηστίσιμο δηλαδή φαγητό, είναι μεγάλη μετά από 40 μέρες νηστείας!
Θα τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό, και θα φάνε με όρεξη, μικροί και μεγάλοι.
Άλλοι, οι πιο πιστοί, μετά το Χριστός Ανέστη, μπαίνουν και πάλι μέσα στην εκκλησία, γίνεται η Θεία Λειτουργία, κοινωνούν όσοι είναι έτοιμοι, και στη συνέχεια αφού τελειώσει όλοι παρευρισκόμενοι έχουν φέρει από κάτι και «πίνουν ένα κρασί» έξω απ» το ναό !
Κάποιοι παλιά έφερναν και κρέας έξω από την εκκλησία, και έκαναν το «παρεάκι» τους, που συνήθως βαστούσε ως το πρωί!
Βέβαια τα παιδιά τότε, που είχαν και την ευθύνη να στήσουν τον Ιούδα, ήταν και υποχρεωμένα, την επαύριον, να έχουν καθαρίσει καλά καλά το χώρο με τις στάχτες, για να είναι καθαρός για το γλέντι που θα ακολουθήσει μετά την Ανάσταση, αλλά και στη μεγάλη γιορτή του Πάσχα αύριο!
ΗΜΈΡΑ ΤΟΥ ΠΆΣΧΑ
Την Κυριακή του Πάσχα, η καμπάνα της εκκλησίας, δεν σταματά να χτυπά όλη μέρα, και όχι μονάχα το Πάσχα, αλλά και τη Δευτέρα του Πάσχα πάλι όλη μέρα!
Πραγματικά όλοι καταλάβαιναν πως τότε ήταν το πραγματικό Πάσχα εκείνα τα χρόνια!
Πίστευαν πως όσο πιο πολύ χτυπούσαν την καμπάνα, τόσο πιο πολύ θα μεστώσουν τα σπαρμένα (σπαρτά) τους!
Όσοι είχαν γελάδια, τραγιά κριάρια κλπ, πάλι έπρεπε να χτυπούνε την καμπάνα για να «ξεφοινικώσουν τα κέρατα των οζώ», δηλαδή, να μεγαλώσουν τα κέρατά τους!
Οι μικροί εμποράκοι και τα κασελάκια!
Τα παιδιά, κυρίως τα πιο φτωχά, την ημέρα του Πάσχα, την έβλεπαν και σαν ιδανική μέρα εμπορίου!
Πουλούσαν λουκούμια, σε ένα αυτοσχέδιο χάρτινο κουτί, τα γνωστά σε όλους κασελάκια.!
Τα καρτελάκια, που ήταν χάρτινα κουτιά, γεμάτα με την πραμάτεια τους, τα κρεμούν στο λαιμό, και γύρναγαν τις γειτονιές, για να μπορέσουν να εξοικονομήσουν ένα δεκάρικο, για να ενισχύσουν τα οικονομικά του σπιτιού.
Τη δουλειά αυτή την έκαναν ελάχιστα παιδιά, κυρίως τρία τέσσερα, που προερχόταν από φτωχές οικογένειες.
Πουλούσαν λουκούμια, μαντολάτα τσίχλες, καραμέλες, παστέλια κλπ.
Κάποια άλλα έχουν πιο επικερδές εμπόριο, κάποια πράγματα, συνήθως μια κούτα λουκούμια, την έβγαζαν στη … λοταρία!
Πλήρωνες κάτι παραπάνω, αλλά όποιος ήταν τυχερός, θα κέρδιζε με ένα δίφραγκο ολόκληρη τη κούτα!
Κάποια επίσης πούλαγαν και τσιγάρα χύμα! Επειδή δεν υπήρχαν ακόμα οι κούτες των 20 σιγαρέτων, ο μπακάλης αγόραζε μεν κούτες, αλλά ήταν «των 100 σιγαρέττων»!. Οπότε ήταν δύσκολο να αγοράσει ο άλλος ολόκληρη τη κούτα! Όλοι αγόραζαν χύμα τσιγάρα. Εκείνοι που τα αγόραζαν από δύο έως πέντε, τα έβαζαν μέσα σε μεταλλικές ταμπακιέρες, και τα έσπαγαν συνήθως στη μέση, και τα κάπνιζαν από μισό τσιγάρο κάθε φορά!
Το μεσημεριανό πασχαλινό τραπέζι
Το κύριο μεσημεριανό φαγητό παλιά, για τους περισσοτέρους, στα φτωχά χρόνια, ήταν συνήθως μαγειρευτό αρνί ή κατσίκι, η γιαχνί με αγκινάρες, η αυγολέμονο.
Κατά άλλους ήταν το κλέφτικο, κι αργότερα το αντικριστό. Σπάνια παλιά στο τραπέζι υπήρχε ψητό σε ταψί, γιατί δεν είχαν όλοι φούρνο. Το ψητό στις κλιματόβεργες για το φούρνο, μπήκε μεταγενέστερα στο κρητικό τραπέζι, πιο συχνό ήταν το αρνί σε παϊδάκια στα κάρβουνα.
Μπορούμε να αναφέρουμε και σαν έθιμα την ώρα που το αρνί ήταν στο τραπέζι και τα εξής.
Από το αρνάκι ή κατσικάκι, σε όποιον τύχαινε το κεφαλάκι, αν έδινες στον άλλο το μάτι να το φάει, ο άλλος συνήθως απέφευγε να το φάει, διότι «αν το φάει, θα πεθάνει ο αδερφός του»! Έτσι το έδιναν σε κάποιον που να μην έχει αδερφό!
Τα παιδιά τότε, περίμεναν πώς και πώς, να πάρουν ο κοκαλάκι ο έχουν στα μπροστινά πόδια τα αρνιά, τον λεγόμενο βεζίρη! Ο βεζίρης ήταν αγαπημένο παιγνίδι των παιδιών τότε!
Ο αφέντης έπαιρνε το τριγωνικό κόκκαλο τη σπάλα, που οι «ειδικοί», θα αναλύσουν από τη διαφανή όψη του, τα μελλούμενα του νοικοκύρη, πως θα πάει η υπόλοιπη χρονιά, πως θα πάει η υγεία του, τα πρόβατά του, και χίλια άλλα διό!
Δεν ξέρουμε, αλλά για κάποιο λόγο, τις περισσότερες φορές, αυτά που έβλεπαν οι ειδικό, έβγαιναν στ αλήθεια!
Μια ακόμα συνήθεια, ήταν να κοιμούνται την ημέρα της Λαμπρής, κυρίως τα παιδιά, έτσι τους έλεγαν:
«Όποιος κοιμάται τη Λαμπρή, τον ύπνο τον αγοράζει, κι όποιος δε κοιμάται, τον ύπνο τον -ε πουλεί»!
Με δύο λόγια τους έλεγαν, πως όποιος κοιμηθεί λίγες ώρες την ημέρα του Πάσχα, θα κοιμάται εύκολα όλο τον υπόλοιπο χρόνο! Αντίθετα, όποιος δεν κοιμηθεί τότε, αλλά την επ’ αύριο, δεν θα χορταίνει ύπνο και θα δυσκολεύεται να κοιμηθεί όλο τον υπόλοιπο χρόνο!
Η Κρανάσταση
Στην εκκλησία γίνεται το μεσημέρι του Πάσχα, χτυπάει ο παπάς τη καμπάνα, και γυρίζεται η Κρανάσταση, Νεκρανάσταση, η λεγόμενη δεύτερη Ανάσταση. Βγάζουν σε περιφορά όλες τις εικόνες της εκκλησίας σε μεγάλο κύκλο, όπου στο τέλος επιστρέφουν πάλι τις εικόνες στο ναό, και τότε πλέον λύεται κανονικά και η περίοδος της νηστείας! Ο κόσμος επιστρέφει στο σπίτι, και αρχίζει το μέγα φαγοπότι!
Ολοήμερο γλέντι στην εκκλησία
Ακόμα και να είχαν φάει ο κόσμος στα σπίτια τους, δεν θα παρέλειπαν ωστόσο και να πάνε στο γλέντι στην εκκλησία!
Πολλοί τότε, κυρίως βοσκοί, έσφαζαν από ένα αρνί, και πήγαιναν στην εκκλησία πανέρια με βραστό κρέας, κόκκινα αυγά, και πολλά μπουκάλια κρασί!
Ο παπάς τα βλογά όλα, τα κόκκινα αυγά, το κρέας και το κρασί, και τα κερνούσαν τους παρευρισκόμενους.
Μπορεί να ήταν δέκα τραπέζια στο προαύλιο της εκκλησίας, με ένα μπουκάλι κρασί, το κάθε ένα, ένα πανιέρι με βραστό κρέας, και διό τρία ποτήρια.
Από ένα κρασί να πιεί κάποιος από το κάθε τραπέζι, στο τέλος γινόταν σκνίπα!
Μετά ακολουθούσε κανονικό γλέντι, όπου και καλούσαν λυράρη! Ήταν η μέρα που περίμεναν όλοι, πώς και πώς, κυρίως οι νέοι! Στο χορό αυτό, ήταν η μεγάλη τους ευκαιρία να ανταλλάξουν ματιές, και να κάνουν σινιάλο με το σφίξιμο των χεριών!
Δεν σταματούν όλη μέρα, μέχρι αργά, να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, και να δίνουν πασχαλινό τόνο τα σκλαπατζίκια,
Το γλέντι συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο, και τη Δευτέρα του Πάσχα, κανονικά όλη την ημέρα!
(Ευχαριστούμε τον πατέρα Νικόλαο Τζαγκαράκη, και τον κ. Μύρωνα Μαραγκάκη, για τις πολύτιμες πληροφορίες)