Θυμάμαι, μια φορά στα γενέθλιά του
που του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ
και σαν να τα είχε κι ο ίδιος ξεχάσει,
αλλά και για κάποιο λόγο παράξενο
κι οι δικοί του όλοι.
Τότε, καταλήξαμε οι δυο μας
στον Μαύρο Γάτο, την ταβέρνα,
για μία νομίζω και μοναδική φορά,
εκτός από εκείνες της συνεργασίας μας
για τη μελοποίηση της Σαπφώς μου,
που τελικά ποτέ δεν είδε το φως,
στο σπίτι του και το πιάνο.
Και είδα εκεί έναν ακόμα Χατζιδάκι,
ακόμα πιο τρυφερό και προσηνή,
ακόμα πιο ανθρώπινο του συνήθους.
Εκείνο το βράδυ
με ρώτησε κι αυτός πολλά,
για το πώς είμαι και πώς τα πάω,
αν στης Ποίησης το δρόμο αντέχω,
αν, αν, αν…
Και τον ρώτησα κι εγώ πολλά
για πολλά, και μου είπε.
Και στο τέλος αυτών των λιτών
και μοναχικών του γενεθλίων,
μας πιάσανε και τα γέλια
γιατί τότε μου πρωτο-διηγήθηκε
την ιστορία με την Μαρία Κάλλας
και τα Παιδιά του Πειραιά του.
Είχανε βγει οι δυο τους μια φορά στο
Παρίσι, και πήγανε σ’ ένα εστιατόριο
με κάποια ορχήστρα μάλλον ελληνική
και όταν οι μουσικοί αναγνωρίζοντάς
τον του παίξανε τα Παιδιά του Πειραιά,
που ο Χατζιδάκις καθόλου πια δεν τα ήθελε,
η Κάλλας τότε έγειρε προς εκείνον
και του τα τραγούδησε σαν δώρο,
η Κάλλας η μεγίστη.
Και όταν τελείωσε,
ο Χατζηδάκις, λέει, της είπε:
”Πρώτη φορά ακούω
αυτό το τόσο απαίσιο τραγούδι
τόσο απαίσια τραγουδισμένο!…
Σωτήρης Κακίσης
………………………………………………………………
Πηγή: andro. gr
(Απόσπασμα από κείμενο.)
Πηγή: Πρόσωπα