Του Αντώνη Κουκλινού
Δεκαετία εξήντα-εβδομήντα…
Κοπέλι του δημοτικού και ήρθενε ο καιρός να πετάξομε τσι λύχνους και τσι λάμπες του πετρελαίου πέρα, γιατί έφταξενε και στο χωργιό μας το χαμπέρι, πως θα μα σε βάλουνε ρεύμα.
Καιρός να παρετήσομε το σταμνί και να βάνομε το παγούρι με το νερό στο ψυγείο και το αφάωτο κριάς.
Ηλεχτρολόγοι (ακάτεχοι οι πλιά πολλοί) εβάνανε όπως, όπως, σε κάθε σπίτι καλώδια και μπρίζες, αλλού ντ’ αλλού.
Πολλά ευτράπελα εγροικούντονε από τσι χηράδες και τσι γρές, εκειονά τον καιρό…
Η μνιά με τη ν’ άλλη επαραπονιούντονε, για δε ντως άρεσενε η εγκατάσταση (του ηλεχτρολόγου) εκειά που έβανε τσι λάμπες και τσι μπρίζες…
-Μα ξάνοιξε μωρή που μου τη ν’ έβαλε…(τη μπρίζα)
-Εμένα να ιδείς απου δε με βολεύγει εκειά που πήγε και μου τη ν’ έβαλε στο κρεβάτι…
-Εμένα μωρή ίντα να σου πω, απου αλλού του πα κ’ αλλού μου τη ν’ έβαλε ο κερατάς.
-Ολοτρύπητο μου το ν’ έκαμε…( το τοίχο μάλλον)
-Εμένα μωρή επήγε και μου τη νε κρέμασε μακρά και τη νε κουτουλώ στο παρακούζινο
Σαν εξεκίνησανε να κουβαλούνε τα σχετικά, εγίνηκε το χωργιό μας ένα εργοτάξιο.
Εγέμισε εργάτες απου τα γυροχώργια και ανοίγανε τρύπες για τσι στύλους.
Οι εργάτες είχανε τα τυχερά ντος και εκαλοπερνούσανε πολλώ λογιώ.
Κάθα μέρα οι νοικοκεράδες, τσ’ είχανε στα ώπα, ώπα… με τσι καφέδες τωνε και τα μεζεδάκια.
Εκαλοπίζουντονε και οι λεύτερες, για να βγούνε στο σεργιάνι και αλήθεια πως εβρήκανε τσι γαμπρούς εκείνηνά τη περίοδο κάμποσες τσούπρες.
Επχιάνανε τσι δρόμους σοκάκι, σοκάκι και δουλεύγανε ολημερίς.
Ανοίγανε λάκους με λοστούς και παλάμες με μακρύ κοντάρι κ’ άμα θελα βρούνε πράμα εμπόδιο, εβάνανε φουρνέλο.
Κάθε φορά που θελα κεντήσουνε το φτύλι, επχιάνανε στη γειτονιά ούλα τα δώματα και φωνιάζανε τω ν’ αθρώπω δυνατά… φουρνέλοοοο…!
Κι εμείς τα κοπέλια εφράσαμε τ’ αφθιά μας, γιατί εφοβούμαστονε τα μπουρμπαδίδια.
Τα φορτηγά εξεφορτώνανε τσι στύλους και τσι ντανιάζανε στη πλατέα και εσκαλώναμε τα κοπέλια απάνω και κάναμε τσι κώλους μας όλο πίσσες… (δικαιολογημένες και οι ξυλιές από τσι μανάδες μας).
Εκείνη να τη μυρωδιά τση πίσσας στσι δρόμους, τη νιώθαμε για πολύ καιρό.
Ούλα τα κοπέλια εγλακούσαμε κάθε φορά που θελα κούσωμε το… έει… ώπ… από τσ’ εργάτες που σέρνανε τσι στύλους, μα και οντο θελα τσι σηκώνουνε ορθούς.
Ύστερα εβάνανε τα καλώδια…
Εγέμιζε η πλατέα με τσι κουλούρες τα σύρματα και τσ’ εργάτες να σκαλώνουνε σε κάθε στύλο στη κορφή, να περνούνε τα σύρματα.
Ένα χωργιανάκι θυμούμε (το Μιχαλιό) του Στεφανή απου εγάντζωνε αξυπόλυτο και ανέβαινε και κάθιζε, στη κορφή του στύλου… από εκειά του πόμεινε το παρατσούκλι ‘’σπουργιτάκι’’.
Θυμούμε μνιά ιστορία που εγίνηκε με τα φουρνέλα…
Ένα μεσημέρι μνιά νοικοκερά, ετηγάνιζε απόξω στη ν’ αυλή τζη, πατάτες στη (μ)παρασιά.
Απόξω στο δρόμο εκεντήσανε οι εργάτες ένα φουρνέλο και φωνιάζανε τω ν’ αθρώπω να ‘χουνε το νου ντος.
Εκείνη δε ν’ ήκουσε τσι φωνές, γιατί επετάτηκε πλιά κάτω στο γκούμο, να φέρει αυγά, για να σάσει το σφουγκάτο.
Σαν ήσκασε το φουρνέλο, επέταξε χώματα ψηλά, απου πχιάσανε τη ν’ αυλή και επέσανε και στο τηγάνι μέσα.
Εγιάγυρε και θωρεί τσι πατάτες πασπαλισμένες με τα χώματα, τη πχιάσανε τα διαόλια και κάνει τ’ αντρούς τση, απου έστεκε στη πόρτα και ξάνοιγε τσ’ εργάτες…
-Που ξανοίγεις μωρέ και δε θωρείς στο τηγάνι πως το κάμανε… εκειά θα σου βάλω εδά τ’ αυγά να κάτσεις να φας…
Οι νοικοκεράδες εβρήκανε βέβαια τη βολή ντος, γιατί επετάξαμε τσι λύχνους, τσι λάμπες, τα λούξα, τα σταμνιά και τσι παρασθιές.
Θυμούμαι επίσης τσι διαολιές απου εκάναμε τα κοπέλια…
Σαν εσκολούσανε οι εργάτες και ησύχαζε το χωργιό, άμα θελα ιδούμε κιαμνιά γριά στο δρόμο αξέγνοια, να βαστά τα καπούλια τζη να σαλεύγει στανικώς τση, εφωνιάζαμε δυνατά…. Φουρνέλοοοοο..! ντελόγω τη νε θώργιες κι έπαιρνε αγλάκι να τρυπώξει μέσα, τάξε πως τση βάνανε νέφτι…χαχαχαχα
Πχιός δε θυμάται πως εβάναμε τα τραντζιστοράκια στη γείωση, από κάτω απ’ τα ρολόγια τση ΔΕΗ κ’ επχιάναμε το ραδιοφωνικό σταθμό Φωκίδος και γροικούσαμε καθαργά τσι αφιερώσεις στα φανταράκια…!
Σήμερο βέβαια όλα αυτά φαντάζουν ίσως ‘’γραφικά’’ λόγω τεχνολογίας.
Όμως το κάθε τι, όσο ασήμαντο φαντάζει για μας που τα ζήσαμε είναι η ίδια μας η ζωή….