Του Γιώργου Χουστουλάκη
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι πιστοί πάνε στην εκκλησία και πίνουν Αγίασμα, γιατί είναι η μοναδική ημέρα του χρόνου που δεν τελείται θεία Λειτουργία. Το Αγίασμα αυτό όμως, ποτέ δεν το πάνε στο σπίτι.
Στη συνέχεια, την Μ. Παρασκευή, και μετά την εκκλησία, κάποιες γυναίκες, που δεν είχαν πάει πριν, και πάλι μονοπαντίζανε, και πήγαιναν βόλτα στα ξωκλήσια. Θύμιαζαν και άναβαν και τα καντήλια, ακόμα και σε κάποια που ανήκαν σε άλλα χωριά, και σε άλλες ενορίες!
Το απόγευμα πήγαιναν και στους τάφους των δικών τους, τους καθάριζαν και άναβαν τα καντήλια, να μην τα βρει η Θεία Ανάσταση σβηστά.
Φαγητό της ημέρας ήταν οι σούπες αλάδωτες, κυρίως φασόλια, με λεμόνι και αλάτι.
Σούπες με μακαρόνια και ζάχαρη, ή σούπες με άγρια χόρτα. Οι σούπες συμβολίζουν τα δάκρυα της Παναγίας.
Για τη συνέχεια, όλες οι νοικοκυρές και τα κορίτσια, περνούν την ημέρα τους στο στόλισμα του Επιταφίου.
Τα νεαρά κορίτσια του χωριού, αναλαμβάνουν να μαζέψουν από τα σπίτια λουλούδια και λεμονανθούς για το στόλισμα.
Στολίζουν τον Επιτάφιο και ο παπάς διαβάζει τις «Μεγάλες Ώρες», όπως ορίζει το τυπικό της εκκλησίας.
Κατά το μεσημέρι, όταν έχει τελειώσει το στόλισμα του Επιταφίου, κάνουν ένα διάλειμμα για ξεκούραση, και τρώνε και πάλι κιτρολέμονα εμποτισμένα σε ξύδι – πολύ ξύδι.
Αφού φάνε το κιτρολέμονο και ξεκουραστούν, ξανακτυπά η καμπάνα και γίνεται ο Εσπερινός της Αποκαθήλωσης.
Προς το τέλος του εσπερινού γίνεται η Αποκαθήλωση, ακολουθεί μικρή περιφορά στα στενά του χωριού, επιστρέφουν στο ναό, και γίνεται η αλλαγή των καλυμμάτων της Αγίας Τράπεζας από πένθιμα σε χαρούμενα (μπορντοροδοκόκκινο).
Κανονικά η αλλαγή των καλυμμάτων γίνεται μετά το τέλος της Αποκαθήλωσης.
Λειτουργικά ο χρόνος πάει παράξενα. Μετά την Αποκαθήλωση, έχουμε την είσοδο του Xριστού στον Άδη. Άρα την «εις Άδου κάθοδο» – κοινώς την πρώτη Ανάσταση, οπότε Χριστός είναι αναστημένος στον Άδη, και κηρύττει το λόγο του Θεού στους νεκρούς.
Άλλοι την αλλαγή την κάνουν μετά που θα επιστρέψουν από τον Επιτάφιο, το βράδυ δηλαδή της Μ. Παρασκευής. Εδώ υπάρχουν μικρές διαφορές από τόπο σε τόπο.
Το βράδυ πάντως της Μ. Παρασκευής, κτυπά πάλι η καμπάνα κατά τις 8 και ξεκινούν να ψέλνουν κανόνες μέχρι την ώρα των εγκωμίων. Τα εγκώμια ψέλνονται από δύο χορούς.
Έτσι ψέλνεται και ο Επιτάφιος Θρήνος, και το «Η ζωή εν τάφω», που είναι η υπέροχη ψαλμωδία των Παθών. Παλιά το έψελναν μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού, αφού πρώτα είχαν κάνει πρόβες το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής με το δάσκαλό τους . Τα κορίτσια φορούσαν μαύρο τσεμπέρι, και τα αγόρια μαύρο πουκάμισο αν είχαν.
Από ένα βιβλιαράκι διάβαζαν τα λόγια, και ήταν προσημειωμένα ποια θα πουν τα παιδιά, και ποια ο ψάλτης. Και αυτό γινόταν, για να παίρνουν και μια ανάσα!
Ψέλνεται ο Επιτάφιος θρήνος, περίπου για μια ώρα, και αφού τελειώσουν, ακολουθεί περί τις 9, η έξοδος και περιφορά του Επιταφίου. Κατά μαρτυρία του εφημέριου πατέρα Νικόλα Τζαγκαράκη, η πομπή παλιά, πήγαινε πρώτα προς το κοιμητήριο της ενορίας , όπου εκεί γίνεται μια δέηση προς τους κεκοιμημένους.
Η περιποίηση των τάφων γίνεται την Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι. Το βράδυ που θα έρθει ο Επιτάφιος στο κοιμητήριο όλα τα κανδήλια των τάφων είναι αναμμένα.
Η περιφορά του Επιταφίου, γίνεται με συνοδεία εξαπτερύγων.
Πάντα κάθε χρόνο είναι έθιμο, να σηκώνουν τον Επιτάφιο, οι νέοι φαντάροι του χωριού.
Σε άλλα χωριά, τον Επιτάφιο στις ημέρες μας, τον σηκώνουν αγόρια και κορίτσια που πρόκειται να πάνε φαντάροι ή να δώσουν πανελλήνιες εξετάσεις.
Ο Επιτάφιος σταματά μπροστά στην Κύρια Πύλη, τον ανασηκώνουν οι φαντάροι ψηλά, κι ο κόσμος περνά από κάτω.
Εδώ τιμούν τα νιάτα, και δίνεται ιδιαίτερη τιμή στη νεολαία, που πρόκειται να στηριχθεί η πατρίδα.
Κατά την περιφορά του Επιταφίου στο χωριό, ακολουθούν εκατοντάδες πιστοί, κρατώντας κεριά η λαμπάδες, και παρευρίσκεται σχεδόν όλο το χωριό.
Μπορεί να γίνουν αρκετές στάσεις στα σταυροδρόμια και τις πλατείες του χωριού, ενώ η καμπάνα χτυπά πένθιμα.
Παλιά, την ώρα που περνούν από τα σπίτια μπορούσε ο παπάς να μνημονεύει τους κεκοιμημένους της γειτονιάς.
Όλοι δε φροντίζουν να ασπαστούν την εικόνα του Ιησού που κείται στον Επιτάφιο.
Τα καλορίζικα θα δοθούν στην αυριανή λειτουργία του Μ. Σαββάτου το πρωί «ως δώρο» και ως «καλό τυχερό» του σπιτιού.