του Πέτρου Μηλιαράκη*
Το παρόν κείμενο ειδικώς εστιάζει σε κάθε ενδιαφερόμενο δανειολήπτη αναφορικώς με το δάνειο που έχει συνάψει στεγαστικής πίστης ή άλλης επιχειρηματικής ανάγκης, που συναρτάται: (α) με το εισόδημά του, (β) με τον κύκλο εργασιών, αν πρόκειται με επιχείρηση, και στη συνέχεια το δάνειο αυτό: (γ) είτε καθυστερεί να εξυπηρετηθεί είτε εξυπηρετείται μεν, αλλά με επαχθή για το δανειολήπτη τρόπο, λόγω της παρούσας οικονομικής συγκυρίας και της μεταβολής των οικονομικών συνθηκών.
Επίσης, αντικειμενικός σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη για τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις, μέσω επαναδιαπραγμάτευσης: (α)επιμήκυνσης του δανείου και (β) διαγραφής σημαντικού ποσού της οφειλής στην ήδη εφαρμοζόμενη στον ευρωπαϊκό χώρο διαδικασία του «split & freeze» ή κατά άλλους του«split & settle».
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ
Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργούν ως προϋποθέσεις:
(α) η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης,
(β) το συνολικό ποσό που έχει καταβάλει σε σχέση με αυτό που έχει δανειστεί και
(γ) η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη στον παρόντα χρόνο.
Η ΑΠΡΌΒΛΕΠΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΉ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΏΝ
Από οικονομικής πλευράς, οι πιστώσεις εν γένει, παρουσιάζουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι αποσκοπούν να εξυπηρετήσουν προσωρινά οικονομικές ανάγκες.
Προς την κατεύθυνση αυτή, εκτός από τις εμπράγματες ασφάλειες (κοινή πολιτική των εν Ελλάδι πιστωτικών ιδρυμάτων), προκριματίζει και το στοιχείο της εμπιστοσύνης (πίστεως), ότι δηλαδή: το εξυπηρετούμενο μέρος θα ανταποκριθεί στη βασική υποχρέωσή του για την αποπληρωμή.
Ειδικότερα στο νομικό πεδίο, στην έννοια της πίστωσης, είναι κοινώς παραδεκτός ο ορισμός ότι: «πίστωση είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υποχρεούται να ενισχύει προσωρινά την αγοραστική δύναμη του άλλου».
Τούτων δοθέντων, ειδικότερα για το δάνειο που συνεπάγεται χρηματική καταβολή, αφορά σύμβαση που έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων. Το τραπεζικό ειδικά δάνειο, είναι πάντα χρηματικό και έντοκο, χορηγείται δε με αντάλλαγμα τους τόκους.
Τα προαναφερόμενα είναι κοινός τόπος του ενωσιακού τραπεζικού δικαίου καθώς και του αγγλοσαξωνικού-αμερικανικού τραπεζικού δικαίου.
Εξυπακούεται δε ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έννομης σχέσης δεν μπορεί να λειτουργήσει καταχρηστική συμπεριφορά κανενός μέρους, ενώ δεν μπορεί η σχέση αυτή να αποστασιοποιηθεί από όλες τις πρόνοιες που οι έννομες τάξεις (γενικώς) εγκαθιδρύουν, για την απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών. Επίσης, στο επίπεδο αυτής της συμβατικής σχέσης συλλειτουργεί αδιστάκτως και η Αρχή της Αναλογικότητας, όπως αυτή τυποποιείται στη συνταγματική τάξη, αλλά και στην ευρωπαϊκή-ενωσιακή τάξη, καθιστάμενη ταυτοχρόνως και λόγω της νομολογίας, Αρχή Ασφάλειας Δικαίου.
ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΆΤΕΥΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ «ΕΥΛΟΓΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ»
Ο Κοινός Νομοθέτης είχε ρυθμίσει διαδικασία δεοντολογίας, την οποία κάθε δανειολήπτης μπορεί να αξιοποιήσει, εν όψει μάλιστα του «νέου Πτωχευτικού Νόμου», ήτοι του Ν. 4738/2020 (ΦΕΚ Α’ 207/27.10.2020), ο οποίος τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Η άποψή μου είναι ότι η πρακτική «split & freeze», που στην Ευρώπη λαμβάνει χώρα, μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα από κάθε δανειολήπτη, με επίκληση των κανόνων της δεοντολογίας, οι οποίοι διέπουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις προαναφερόμενες αρχές δικαίου.
Όπως δε επιτάσσει η υπ’ αριθμόν 195/1/29.07.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία αναθεωρήθηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας του Νόμου 4224/2013 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.8.2016), οκάθε δανειολήπτης μπορεί να επανέλθει προς επαναδιαπραγμάτευση επικαλούμενος το Νόμο που αφορά στις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης».
Ειδικότερα, ο δανειολήπτης μπορεί να θέσει υπ’ όψιν του πιστωτικού ιδρύματος τη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικώς με το «split & freeze», αξιώνοντας και τη διαγραφή μέρους της οφειλής σε σημαντικό ποσοστό.
Η διαδικασία αυτή, κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί Δικαστήρια και συνεπώς ο χρόνος είναι σύντομος και οι δαπάνες (θα πρέπει να) είναι ελάχιστες σε σχέση με το αντικείμενο, εφόσον η διαπραγμάτευση ανατεθεί σε αντίκλητο, ο οποίος μπορεί να είναι είτεδικηγόρος είτε οικονομολόγος-λογιστής είτε εταιρεία consulting.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΜΙΑΣ «BAD BANK»
Ωστόσο, σε άμεσο χρόνο για να περισωθούν τα σπίτια των δανειοληπτών επιβάλλεται η ίδρυση Δημόσιας Εταιρείας Διαχείρισης Ιδιωτικών Χρεών (ΔΕΔΙΧ) στην οποία θα πρέπει να μεταφέρονται από τις τράπεζες τα «κόκκινα δάνεια». Ως αντάλλαγμα, οι τράπεζες εκδίδουν υποσχετικές «I Owe You» ίσης ονομαστικής αξίας τις οποίες εγγυάται το κράτος, και τις οποίες οι τράπεζες κρατούν στα βιβλία τους ως περιουσιακό τους στοιχείο.
Αυτό κατ´ ουσίαν μπορεί να αφορά τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», μιας bad bank δηλαδή. Έτσι, όμως, διασώζεται το κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα της στέγης. Η δημιουργία μιας Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (Asset Management Companies – AMCs) υπό το καθεστώς εποπτείας του κράτους, ήταν και η πρόταση του Γιάνη Βαρουφάκη και του ΜέΡΑ 25, που θα έπρεπε να τύχει της δέουσας προβολής.
Υπ’ όψιν δε ότι η ιδέα της δημιουργίας Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, ακόμη και στην Ευρωζώνη, δεν είναι «καινοφανής» και διατυπώθηκε ακριβώς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (Non-Performing Loans – NPLs). Υπ’ όψιν επίσης ότι τον Μάρτιο του 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δημιουργία Εθνικών Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (Αsset Management Companies – AMC), δηλαδή μιας κατ’ ουσίαν «bad bank», με προορισμό να αγοράζει πακέτα «κόκκινων» δανείων από τις τράπεζες. Με την διαδικασία αυτή θα λάμβανε χώρα η διαχείριση της ζημιάς και δεν θα φορούσε την απαγορευμένη από την ενωσιακή έννομη τάξη κρατική ενίσχυση.
Μέχρι, όμως, να υπάρξει η δημιουργία αυτής της πρόνοιας για να περισωθούν στοιχειώδη περιουσιακά έννομα αγαθά των δανειοληπτών,επιβάλλεται,για να αποδειχθεί, εάν απαιτηθεί, καταχρηστική συμπεριφορά της «πολιτικής του τραπεζίτη»,να υπάρξει το στάδιο της διαδικασίας της επαναδιαπραγμάτευσης.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).