Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Θυμούμαι στο δημοτικό, σαν ήμαστε μικρά παιδιά, τη λαχτάρα μας την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, όπου θα μας δίνανε οι δάσκαλοι τα περιβόητα αρτουλάκια!
Οι δάσκαλοι μας τα έλεγαν “αρτίδια”, αλλά εμείς τα αποκαλούσαμε “αρτουλάκια” η σκέτο “άρτούλια”!
Δύο τρεις μέρες πιο μπροστά, δίδαμε μια δραχμή στον δάσκαλο μας, όσα τουλάχιστον παιδάκια του σκολιού την είχαν περίσσευμα οι γονείς τους.
Πως και πως περιμέναμε όλα τα δασκάλια τη μέρα εκείνη, ως τη στιγμή που ο δάσκαλος θα αρχίσει να μας μοιράζει τα αρτίδια! Δασκαλια απο τη λεξη δάσκα, η ντασκα, που ηταν η μαθητική μας σάκα.
Πρωί πρωί μπαίναμε σε γραμμές στο προαύλιο του σχολείου, και πηγαίναμε για εκκλησιασμό. Στο τέλος της θείας λειτουργίας ακολουθούσε η κλασσική ομηλία από κάποιον δάσκαλο μας, και στη συνέχεια πηγαίναμε πάλι με γραμμές στην αυλή του δημοτικού, περιμένοντας τον φούρναρη από τις Μοίρες, να μας φέρει ζεστά ζεστά τα αρτιδια μας!
Ήταν βλέπεις χρόνια που ήταν υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός, και απο ένα παιδί έλεγε το πάτερ ημων άλλο το πιστεω, κι αλίμονο του οποίο δεν το ήξερε απεξω!
Βέβαια είχαμε και το κατηχητικό, όπου και εκεί διδασκόμαστε σπουδαία πράγματα.
Αν κάποιο παιδί δεν είχε χρήματα για να δώσει από βραδύς για το αρτουλάκι, φυσικά δεν έπαιρνε τίποτα την επομένη.
Συνήθως όμως τα άλλα παιδιά του δίνανε κι αυτηνου από μια μπουκιά, για να να δαγκώσει και εκείνο, έτσι για να μη μένει παραπονούμενο!
Έτσι το αρτούλι μας πήγαινε στο σπίτι σαν τρόπαιο, αλλά μισοφαγωμένο, η και τελείως φαγωμένο, γιατί πολλά πεινασμένα παιδιά, στην κυριολεξία το έκαναν μια χαψιά!
Μύριζε λοιπόν και το σπίτι από φρέσκο ευωδιαστό άρωμα τσουρεκιού, μια και ήταν δυσκολόβρωτοακόμα και το άσπρο σταρενιο αλεύρι, το λεγόμενο χάσικο. Οι περισσότεροι μαθητές πάντως περνούσαν στο σπίτι τους με κριθαρενιο η ακόμα ή ταγιδενιο ψωμί, ακόμα και ανάμεικτα με σιτάρι.
Γενικά τα αγοραστά σταρενια ψωμιά, ήταν περιζήτητα καποτε, και δεν είχαν καμία σχέση με το φτηνό καθημερινό χωριάτικο ψωμί της μάνας τους, που τις περισσότερες φορές ήταν ξερό!
Περιμέναμε υπομονετικά λοιπόν στο προαύλιο του σχολείου, και παίζαμε μέχρι να μας έφερνε τα αρτίδια ο φουρνάρης.
Μάλιστα μια χρονιά μας τα ‘φερε, και ήταν …γεμάτα ψείρες!
Ο δάσκαλος τον μάλωσε, γιατί δεν κοσκκίνισε καλά το αλεύρι, και εκείνος του υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανασυμβεί αυτό ποτέ, και ότι θα το κοσκινίζει καλύτερα!
Εκείνη τη λαχτάρα της προσμονή του ατομικού αρτίδιου, όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης ποτέ δε θα την ξεχάσουν!
Δεν βλέπαμε την ώρα πότε το πιάσουν στα χέρια τους το δικό τους αρτίδιο ζεστό – ζεστό!
Ολη μέρα των Τριών Ιεραρχών, όποιον συναντουσαμε, στο δρόμο, όλοι είχαν να μας κάνουν την ίδια ερώτηση.
-Σας μοιράσανε κοπέλα τα αρτιδια;
-Τώρα! Εμείς τα φάγαμε κι ολας! Απαντούσαμε εμείς.
Ήταν κι αυτό ένα παλιό έθιμο, που κάπου το χάσαμε στους περίεργους καιρούς μας.
Ξεχάστηκε, αλλά όμως επί των ημερών μας, κάθε χρόνο όλα τα σαιτ δεν ξεχνάνε να θυμίζουν στον κόσμο εκείνα τα όμορφα και απλά χρόνια χρόνια με τα αρτιδια.
Τα σημερινά παιδιά, κυρίως του δημοτικού, συνήθως πηγαίνουν με τους δασκάλους τους στην εκκλησία για να πάρουν την ευλογία των Τριών Ιεραρχών. Τα μεγαλύτερα όμως, μάλλον αλλάζουν πλευρό στο κρεββάτι τους, και δεν πάνε ούτε καν στην εκκλησία!
Μακάρι άλλα χρόνια μια τέτοια μέρα, να δραστηριοποιούνται οι συλλογοι γονέων, και φυσικά οι δάσκαλοι, ώστε να μοιράζονται ξανά αρτιδια στους μαθητές, όπως γινόταν κάποτε κάθε χρόνο.
Γιατί στην ουσία το κάθε αρτίδιο, είναι μια μικρή ατομική αρτοκλασια, εφ όσον αντικαθιστά τους πέντε άρτους που πηγαίνουν στην εκκλησία όσοι θέλουν να παρακαλέσουν τον εκάστοτε Άγιο, για να δίνει υγεία σε αυτούς, στην οικογένεια τους αλλά και στο ποίμνιο τους.
Οι δάσκαλοι θα πρέπει να διδάξουν στους μαθητές τους, πόσο σημαντικοί ήταν οι Τρεις Ιεράρχες, πόσα προσέφεραν στην παιδεία εκείνα τα χρόνια!
Το κάθε αρτίδιο κάθε παιδιού, να είναι και πάλι ένα τάμα, μια μικρή αρτοκλασία, για να να έχει υγεία και καλή τύχη το κάθε ένα χωριστά.
Κι ένα έθιμο της ημέρας
Σε κάποια χωριά όπως ο Πετροκεφάλι, τα παιδιά είχαν ένα έθιμο, όπως μας το θύμισε ο Μανώλης Κανακαράκης.
Συνήθιζαν την παραμονή να πηγαίνουν στην εξοχή και να μαζεύουν μανουσάκια.
Τα κάνανε ματσάκια, βάζανε και ένα κερί στη μέση του μάτσου.
Κρατούσε από ένα μάτσο το κάθε κοπέλι με ο κερί, και το πήγαινε στην εκκλησία, προς τιμήν της γιορτής των Τριών ιεραρχών. Έτσι τα ευλογούσε κιόλας ο Θεός, και κάθε χρόνο το λιβάδι ήταν γεμάτο μανουσάκια! Κοίταζε τότε ποιο παιδί θα έβρισκε τα πιο πολλά!