Του Δημήτρη Σάββα
Βροχή τσι πέτρες ρίχνει μου, τσι μπάλες σαν χαλάζι
αστροπελέκι λουμπαρδιές και να μηδέν σκολάζη.
Αφάνισέ μου τσ’ εκκλησιές, τσι πύργους είχε ρίξει,
Ωσάν σιφούνι έτρεχε να με καταρουφήξη.
Άνθρωπος δεν επήγαινε στο σπίτι να κοιμάται
Ουδέ ποθές να προπατή και να μηδέν φοβάται.
Όλη θλιμμένη βρίσκομαι, γιατί ’μαι στολισμένη
Κορμιά νεκρά τω χριστιανώ και καταματωμένη
Κορμιά εθώριες ξαπλωτά κομμάτια καμωμένα,
Κεφάλια, χέρια και μερά κι’ ήτανε χωρισμένα…
Με τους παραπάνω στίχους, λόγια του Χάνδακα ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, παρουσιάζει μία εικόνα ατελείωτης φρίκης που διαδραματίζεται στον Χάνδακα, στον Χάνδακα που μάχονταν, στους μαχητές του που προσπαθούσαν.
Αλλά και οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να δώσουν πια ένα τέλος στο μακροχρόνιο και εξαντλητικό Κρητικό Πόλεμο. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χουσεϊν ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αποκεφαλίστηκε (1666) και στη θέση του διορίστηκε ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλής (από την Κύπρο), ο επιλεγόμενος Φαζίλ, (που σημαίνει δίκαιος). Ο Κιοπρουλής, άνδρας γενναίος, με μεγάλη πολεμική πείρα, (νικητής των Αυστριακών και των Γερμανών στο Neuhausel, θα διακινδύνευε στην Κρήτη όχι μόνο τη φήμη και τη δόξα του, αλλά και την ίδια τη ζωή του). Στην Κρήτη έφτασε στις 3 Νοεμβρίου 1666 και ανέλαβε αμέσως την αρχηγία των τουρκικών δυνάμεων και την ευθύνη των επιχειρήσεων.
Οι Βενετοί στέλνουν στην Κρήτη ως αρχιστράτηγο των δοκιμασμένο και εμπειροπόλεμο στόλαρχο του Αιγαίου, τον Φραντζέσκο Μοροζίνι, τελευταίο υπερασπιστή του Χάνδακα, πραγματικά αντάξιο αντίπαλο του Κιοπρουλή. Από την εποχή αυτή ο Κρητικός Πόλεμος μπαίνει στην τελευταία και πιο δραματική φάση του. Αυτή η τελευταία περίοδος των τριών ετών (1666-1669) είναι γεμάτη από γεγονότα δραματικά και μεγαλειώδη. Μια αληθινή γιγαντομαχία διεξάγεται κάτω και πάνω στα τείχη της κρητικής πρωτεύουσας. Χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα και βαρύτερα όπλα της εποχής και δοκιμάστηκαν οι άριστοι πολεμιστές της Ευρώπης και της Ανατολής. Ο πόλεμος πήρε πια χαρακτήρα διεθνή και θεωρήθηκε υπόθεση ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου.
Οι εφιάλτες όμως ποτέ δεν έπαψαν. Από το Νοέμβριο του 1667 οι πολιορκημένοι του Μεγάλου Κάστρου, κλονίζονται, απειλούνται, αφού ο συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης αυτομόλησε στον Κιουταχή υποδεικνύοντάς του, ακριβώς, τα ασθενή σημεία οχύρωσης της πόλης.
Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη δημώδη κρητική μούσα.
Κάστρο, και που ’ν ’ οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου,
και που ’ν’ οι αντρειωμένοι σου, τ’ όμορφα παλληκάρια;
Μα μένα οι αντρειωμένοι μου, τ’ όμορφα παλληκάρια,
η μαύρη γης τα χαίρεται στο μαυρισμένον Άδη.
Δεν έχω αμάχη τση Τουρκιάς, μουδέ κακιά του Χάρο,
μόνο ’χω αμάχη και κακιά του σκύλου του προδότη,
απού μου τα κατάδουδε.
Οι πολεμικές πράξεις συνεχίζονται και στις 4 Οκτωβρίου του 1669 ο Κιουπρουλής μπαίνει στον Χάνδακα, τον Χάνδακα των ερειπίων. Η έννοια της προσφυγιάς χτυπάει για τα καλά την πόρτα της Καστρινής πολιτείας! Οι κάτοικοί της παίρνουν τους δρόμους για άλλα μέρη, μία εικόνα που ενισχύεται με τους παρακάτω στίχους:
Αν μαζωκτούν οι Κρητικοί όλοι, δεν είναι, κρίνω,
δέκα χιλιάδες ζωντανοί ’που τον καιρόν εκείνο,
γιατί εσκοτωθήκασι, γιατί εσκλαβωθήκαν,
στες χώρες οι κακότυχοι εδιαμοιραστήκαν.
Κι αν σμίξουν δεν γνωρίζουνται, μόνον οπού ρωτούσαν
«Από ποιόν τόπο ξένε μου, είσαι; «με δεν μπορούσαν
άλλο να συντυχαίνουσι, μα «από την Κρήτη» λέσι
κι ο εις το χέρι τ’ αλλονού επιάνουσι και κλαίσι…
Το θέμα της σημερινής μου ομιλίας έχει σχέση με «τα αποτυπώματα της πολιορκίας του Χάνδακα και οι συνέπειες της κατάκτησής του».
Διοικητικό κέντρο του εγιαλετίου της Κρήτης ορίζεται ο Χάνδακας, που οι Τούρκοι τον έλεγαν Kandiye. Ο πασάς του, ήταν διοικητικά ανώτερος από τους πασάδες των Χανίων και Ρεθύμνου. Είχε τον τίτλο του σερασκέρη, αρχιστράτηγου δηλαδή. Οι κατακτητές είναι πράγματι σκληροί, καταπιέζουν, οι ωμότητες είναι απίστευτες και πολλοί κάτοικοι του Χάνδακα εξισλαμίζονται, άλλοι ατομικά και άλλοι ομαδικά.
Στον Χάνδακα διορίζονται δημογέροντες, πρόκειται για τους γνωστούς κοτσαμπάσηδες, προκειμένου να εισπράττουν τους φόρους. Αυτός ο θεσμός καθιερώθηκε σ’ ολόκληρο το νησί και ίσχυσε μέχρι και τον 18ο αιώνα. Οι φόροι και η είσπραξή τους ήταν ένα από τα κύρια μελήματα της Τουρκικής διοίκησης. Ο εκάστοτε Πρόεδρος της επαρχίας, ο κεντχουντά, όπως τον έλεγαν, είχε την ευθύνη. Στους ρόλους επίσης του προέδρου της Επαρχίας ήταν και η εκλογή των Γραμματικών της Πόρτας ή Δραγουμάνων. Οι τελευταίοι μπορούμε να πούμε, οι διερμηνείς αυτοί, ήταν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, μειωμένης εθνικής συνειδήσεως, ελλειπούς πίστεως, φιλοχρήματοι κυρίως, αλλά και δυνάστες πολλές φορές στους ομοθρήσκους τους!
Η μείωση του πληθυσμού είναι προφανής κάτι που οπωσδήποτε έχει επιπτώσεις στην οικονομία και στο εμπόριο. Παρόλα αυτά εξάγονται αυτή την περίοδο δημητριακά, όσπρια, αλάτι, λάδι, σταφίδα, ρύζι, κάστανο και αμύγδαλα. Μεγάλη ώθηση επίσης στην Κρήτη αλλά και στην πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου δίνουν τα σαπωνοποιεία, τα οποία κάποια στιγμή φθάνουν τα είκοσι. Οι Γάλλοι προτιμούσαν πάρα πολύ το Κρητικό σαπούνι το οποίο το επεξεργάζονταν και το τυποποιούσαν για δεύτερη φορά στην πόλη της Μασσαλίας.
Πολλά είναι επίσης και τα επαγγέλματα, επαγγέλματα που διατηρήθηκαν και από την περίοδο της Βενετοκρατίας. Γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ναυτικοί, έμποροι, κτίστες, σιδηρουργοί, κεραμοποιοί, ράφτες, τσαγγάρηδες, μαραγκοί, βαρελάδες, βαφείς αρτοποιοί και άλλοι. Όλοι τους οργανωμένοι σε σωματεία που οι τουρκικές αρχές τα ανεγνώριζαν! Η Τουρκική κατάκτηση είχε πάμπολλες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Έντονα παρατηρείται έκλυση ηθών. Η πορνεία ήταν μία πραγματική μάστιγα. Οι κοινές γυναίκες κατέκλυσαν την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου. Οι μουσουλμάνοι βέβαια δεν αρκούνταν μόνο σ’ αυτές, αλλά πολλές φορές στα σπίτια τους έπαιρναν μικρές χριστιανές κοπέλες που αργότερα κατέληγαν σε διάφορα χαρέμια και σε τεμένη. Είναι οι λεγόμενες «καπατμά» η «καπατουμά». Αργότερα, αυτός ο όρος και ο θεσμός έγινε και προνόμιο άλλων!
Καπατουμά, ή (kapatuma) (Παπ. Πάγκ. Ξανθιν., Γαρ., Ιδομ., Αποστ., Δαρ.): η αστεφάνωτη ερωμένη, η γυναίκα που ζει με έναν άνδρα χωρίς να έχουν τελέσει γάμο.
Καπατουμάς (ο) συμβίωση χωρίς γάμο. Τον ή την έχει καπατουμά συζούν αλλά δεν είναι παντρεμένοι, τον ή την έχει σπιτωμένο-νη. «Καπατουμά την είχενε ο Σήφης την Ελένη, μα πάλι επαράσανε ζωή ευτυχισμένη».
Επίσης αρκετές φορές γεννιούνται παιδιά από χριστιανή μητέρα και μουσουλμάνο πατέρα και είχαν εξακριβωθεί αρκετά τέτοια νόθα τέκνα, ένα φαινόμενο που πήρε διαστάσεις μεγάλου κοινωνικού προβλήματος, ιδιαίτερα στην πόλη μας, σε σημείο που καθορίστηκε και κάποιο μικρό βοήθημα γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
Η όψη της πολιτείας του Χάνδακα όπως προαναφέραμε ήταν ερειπωμένη.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1669 ο προβλεπτής Φραγκίσκο Μοροζίνι, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, υπέγραψε συμφωνία παράδοσης της πόλης στον Κιοπρουλή. Οι Οθωμανοί παρέλαβαν μια ερειπωμένη πόλη. Τα περισσότερα κτίρια και μεγάλο τμήμα των τειχών είχαν ισοπεδωθεί ή υποστεί μεγάλες καταστροφές. Σε πολλά τουρκικά έγγραφα των πρώτων χρόνων μετά την άλωση καταγράφονται επισκευές τμημάτων των κατεστραμμένων ενετικών οχυρώσεων, των λιμενικών εγκαταστάσεων και του υδρευτικού συστήματος, καθώς και επισκευές ενετικών κτισμάτων και οικοδομήσεις νέων κτιρίων που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τις ανάγκες στέγασης των τουρικών στρατευμάτων..
Οι μουσουλμάνοι έχτισαν δύο καινούρια τζαμιά. Το ένα, γνωστό και ως Φετίχ Τζαμισί (το τζαμί της κατάκτησης), στην Κιζίλ Τάμπια απέναντι από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Το άλλο υψώθηκε λίγο αργότερα στη θέση του μετέπειτα «Ανωγειανού» Δημοτικού σχολείου στη λεωφόρο Καλοκαιρινού και ονομάστηκε Γενί Τζαμισί (Νέο Τζαμί). Αρκετοί ήταν οι τεκέδες που ιδύθηκαν από διάφορα δερβίσικα τάγματα, η δράση των οποίων συνέβαλε σημαντικά στον εξισλαμισμό των ντόπιων. Στον Χάνδακα λειτουργούσαν συνολικά δέκα τεκέδες.
Τα ην περίοδο εκείνη καταγράφονται ακόμα 14 κρήνες, δημόσια λουτρά, ιεροδιδασκαλεία, σχολεία και πτωχοκομεία. Τα Δημόσια κτήρια ήταν συγκεντρωμένα στο κέντρο της πόλης, στη συνοικία Δεφτεδάρ, περιοχή σημερινού Δημαρχείου και Βασιλικής Αγίου Μάρκου.Περιμετρικά υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν διάφορα είδη.
Μπαχαρικά για παράδειγμα πουλιούνταν στα Αχτάρικα, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Υπήρχαν ακόμα και οι αγορές όπως:
*Βεζίρ τσαρσί (πλατεία Αγίου Τίτου)
*Κετχουντά Ζουλφικάρ Αγά τσαρσί (στην οδό Καλοκαιρινού ή πλατειά στράτα όπως συνήθιζαν να τη λένε οι Καστρινοί)
*Μαχμούτ Αγά τσαρσί (Σεϊτάνογλου ή η οδός 1821)
*Γενιτσαρί τσαρσί (η οδός 1866) και
*Κισλαράρ τσαρσί (η σημερινή οδός Δικαιοσύνης).
Στις αντίστοιχες αγορές υπήρχαν και μεγάλοι, οι πιο κεντρικοί και πολυσύχναστοι θα λέγαμε δρόμοι δηλαδή, 25η Αυγούστου, η οδός Καλοκαιρινού, οδός 1821, οδός 1866 και οδός Δικαιοσύνης.
Υπήρχαν βέβαια και μικρότερες αγορές όπως η αγορά Κιουτσούκ τσαρσί που σημαίνει μικρή αγορά. Αυτή βρισκόταν στο Καμαράκι, δυτικά της οδού Δελημάρκου. Έχει επικρατήσει να λέγεται μέχρι σήμερα, το μικρό τσαρσάκι.
Κατά τα χρόνια της επανάστασης οι κατοικημένες συνοικίες της πόλης του Χάνδακα δεν ξεπερνούσαν τις 20 – από τις 71 που υπήρχαν επί ενετοκρατίας – και όλες, εκτός από μία, της Αγίας Αικατερίνης, έφεραν τουρκικά ονόματα. Σε αντίθεση με τα ονόματα των χωριών που παρέμειναν σχεδόν όλα ελληνικά καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η αλλαγή στα ονόματα των συνοικιών επήλθε σχεδόν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση. Οι συνοικίες παίρνουν τα ονόματα των τζαμιών που δημιουργούνται μέσα σ’ αυτές. Όλα τα τζαμιά του Χάνδακα προέκυψαν από μετατροπή λατινικών και χριστιανικών εκκλησιών – εκτός από το τέμενος της Κιζίλ Τάμπιας που χτίστηκε εξ αρχής – παρόλο που στα επίσημα τουρκικά έγγραφα τα τεμένη αναφέρονται ως ανεγερθέντα εκ θεμελίων.
Ας αναφέρουμε τις συνοικίες!
1) Συνοικία Αγά Καπουσή, βρίσκονταν στην πλατεία Καλλεργών. Πύλη του Αγά. Απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
2) Συνοικία Αγά Μπαλντά, βρίσκονταν τέρμα της οδού Χάνδακος, κοντά στον κόλπο του Δερματά.
3) Η Αρμενική συνοικία στην περιοχή, στο σημερινό Καμαράκι, δεξιά κατά την έξοδο της Καλοκαιρινού.
4) Η συνοικία Βαλιντέ τζαμί (Βαλτέ τζαμί).
5) Η συνοικία Βεζίρ τζαμί (Άγιος Τίτος και η περιοχή του).
6) Η συνοικία Γενί τζαμί (περιοχή Ανωγειανού σχολείου).
7) Η συνοικία Γενί καπί (καινούργια πόρτα ή πύλη Ιησού).
8) Η εβραϊκή συνοικία (κοντά στην περιοχή του Ξενία).
9) Η συνοικία Σέρτουνα Ιμπραήμ Αγά (περιοχή από το Μαρτινέγκο μέχρι το Πανάνειο νοσοκομείο.
10) Η συνοικία Κεντχουντά Μπέη, σημερινή συνοικία Αγίας Αικατερίνης.
11) Η συνοικία Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, σημερινή περιοχή Παναγίας Σταυροφόρων.
12) Η συνοικία Μαχμούτ Αγά, κοντά στην οδό 1821, γνωστή και σαν Σεϊτάνογλου.
13) Η συνοικία Δεφτενδάρ στην σημερινή περιοχή Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, εκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα δημόσια κτήρια.
14) Η συνοικία Ρετζέπ Αγά στο Καμαράκι.
15) Η συνοικία Σοφού Μεχμέτ, περιοχή Έβανς και Πεδιάδος, εσωτερικά της καινούργιας πόρτας.
16) Η συνοικία Τσικούρ Τσεσμέ που σημαίνει βρύση του Λάκκου, κοντά στην σημερινή περιοχή της ενορίας Αγίου Ματθαίου.
17) Η συνοικία Φιντίκ Πασά: Πόντιος Πασάς αρχή της οδού Πεδιάδος, περιοχή Ιατρικού Κρήτης.
Και αφού αναφερόμαστε στις συνοικίες δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τα ονόματα των τεμενών Ηρακλείου που πολλά ταυτίζονται με τα ονόματα των αγορών ή των συνοικιών.
1) Το αυτοκρατορικό τέμενος Χιουνκιάρ στις τρεις Καμάρες.
2) Το τέμενος Αγκεμπούτ Πασά στην Παναγία των Σταυροφόρων.
3) Το τέμενος Αγά τζαμί στην συμβολή των οδών Έβανς και 1866.
4) Το τέμενος Βαλιδέ Σουλτάν τζαμί στην πλατεία Κορνάρου.
5) Το τέμενος Βεζίρ τζαμί στον Άγιο Τίτο.
6) Το τέμενος Γενι τζαμί στο Ανωγειανό σχολείο.
7) Το τέμενος Ιμπραήμ Αγά κοντά στο Πανάνειο Νοσοκομείο.
8) Το τέμενος Κιζίλ τάμπια κοντά στην περιοχή του μαιευτηρίου Μητέρα, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
9) Το τέμενος Μαχμούτ Αγά στην αγορά οδού 1821, στην Σεϊτάνογλου.
10) Το Τέμενος Δεφτεδάρ τζαμί στη Βασιλική Αγίου Μάρκου.
11) Το Τέμενος Ντιζντάρ Αγά τζαμί στη σημερινή οδό Επιμενίδου.
12) Το Τέμενος Ρετζέπ Αγά στη σημερινή οδό Δελημάρκου και τέλος
13) το Τέμενος Σουλτάν Ιμπραήμ Χαν στο σημερινό Μπετενάκι.
Το έτος 1669 ήταν μοιραίο για τον Χάνδακα. Η πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου παραδόθηκε από τους Βενετούς στους Τούρκους, αφού πρώτα γνώρισε την πιο μακροχρόνια πολιορκία που αναφέρει η Ευρωπαϊκή Ιστορία. Μετά την πτώση της οι κατακτητές θεωρούν ιερή την πόλη, αφού κατακτήθηκε με ιερό πόλεμο.
Οι Τούρκοι την ονομάζουν Kandiye ή Κάστρο. Όμως, στη συνείδηση και στη γλώσσα του λαού ήταν πάντα ο Χάνδακας, η χώρα και το Μεγάλο Κάστρο.
Αυτή η πολιτεία με τα τσαρσιά και τα ντουκιάνια, με την ξεχωριστή κίνηση στους δρόμους της, στις αγορές της και στα λιμάνια, με τους χαμάληδες και τους βαρκάρηδές της, με τους όμορφους μαχαλάδες και τα στενοσόκακα της.
Από τη βαθιά νύχτα, χειμώνα, καλοκαίρι, ολόκληρη η πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου βρίσκονταν στο πόδι. Τεχνίτες, καλφάδες, μεροκαματιάριδες, μαγαζατόροι, προτού ακόμα φέξει, έπρεπε να πάνε στις δουλειές τους.
Αλλά και οι υπόλοιποι ήταν υποχρεωμένοι να ξυπνήσουν από το μακρόσυρτο ξεφωνητό των μουεζίνηδων πάνω από τους ψηλούς μιναρέδες, αλλά και από τους πρώτους χτύπους της μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ματθαίου, σημαίνοντας τον όρθρο.
Όλα αυτά γίνονταν στο Μεγάλο Κάστρο σε μία δύσκολη περίοδο, σε μία σκληρή πραγματικά εποχή, κάτω από την πίεση κα τη φοβέρα του κατακτητή.
Οι Καστρινοί υπέμειναν πολλά, έδειξαν μεγάλη ψυχραιμία, έκαναν υπομονή και είχαν τα θάρρη τους στο προστάτη αυτής της πόλης, το αποκούμπι τους και καπετάνιο άγιό τους, τον πολιούχο Άγιο Μηνά!