Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Ανάμεσα στα πολλά κούρκουτα ντως, οι χωργιανοί μου εκρατούσανε και τσι σκύλους τως.
Κι όχι ότι κι ότι σκύλους, μα μπεγεντισμένα κουλούκια λίξικα και σπαθάτα.
Υπολογίζανε ντα κι αυτά στο έχη ντως και στη συρμαγιά του σπιθιού και τως βγάνανε και μερτικό οντε νε σάζανε το φαητό τση κάθε μέρας.
Είχανε τζι σα τα κοπέλια ντως , καλοζωισμένους καλανεθρεμένους και σαφή τση καλοπολεμούσανε!
Μα κι οι σκύλοι δεν ήτονε παράουροι, εκαταλαβαίνανε τη τιμή και την υπόληψη που τως είχανε οι αφεντάδες τως , ανταποδίνανε και δεν εστένανε μπαιράκια.
Δεν εγαβγίζανε δεν εμοντέρνανε, και δεν εκάνανε χιλέδες.
‘Ητονε μπελί απο μακριά η καλοζωία ντως, ποτέ δεν εκοιμούντονε στο κρι μπαίρι, και μόνο λιξίδια ετρώγανε.
Παράδοση ήτονε στο χωργιό μου οι καλοί σκύλοι, μα και μεις δεν εδίναμε ποθές στι γυροχωργιές κουλούκια κι ας μας τα γυρεύγανε σαφή. γιατί είχανε καλό μπάχτι.
Σκύλοι εργασίας, φύλακες καλοί, πραγιοί, με τα πιθέματα ντως και καθόλου ογρουσούζηδες.
Με το σιργούλιο τσι παίρναμε κι εμείς , και τσι κάναμε ψυμιθευτούς και καλούς ορτάκηδες μας.
Δε μας σε βγήκε κιανείς σκύλος κουρκουζάνης, μούδε και μπαμπακολαίμης,
δεν ενουργιούντονε κι ήτονε σαφή ορδινιασμένοι για όλες τσι δουλειές.
Η ιστορία ντως εκράθιε τολάιστο 4000 χρόνια οπίσω, απ’ τη Μινωική Κρήτη,
καλοί χαραχτήρες σπαθάτοι καμαρωτοί και με την ορά ντως στρουφιχτή και χαριλήδες.
Εχτός απο τούτηνα τη ράτσα , άλλη δεν ανεπιάσαμε και δεν είχαμε κι απο πού…
Μα κι αυτοί είχανε μαθημένα τα αντέτια τω χωργιανώ μου, εκειά απου κατουρούσαμε εμείς στο Βαθύ ργυάκι , εκειά εκάνανε κι αυτοί την ανάγκη ντως,
είχανε παρμένο το κολάι και δεν εμαγαρίζανε το χωργιό.
Θεού πεψίματα σας σε λέω!
Μόνο που δεν εμιλούσανε !! μα κι για τουτονά δεν είμαι σίγουρη..
Τως σε καλομιλούσαμε και τσι χαιδεύγαμε κιόλας και αλλάσανε τα σιφουνάκια ντως δέκα χαρούμενες όψες!
Βοήθεια μεγάλη εκάμανε στο χωργιό, και στι πχιά δύσκολους και χαλεπούς καιρούς.
Όλες οι σπιθιές είχανε χαριλήδες σκύλους, μα οι πχιά ζαρίφικοι ήτονε :
Ο Καρτσόνης ο σκύλος του Σωμαρά, η Δρακόνα η σκύλα του Αριστή κι ο Αρης ο σκύλος του Ζερβογιάννη…
Ο Καρτσόνης του Σωμαρά του Στελιανού ο σκύλος ήτονε κυνηγάρης, ντελιασμένος για το κυνήγι σα τ’ αφεντικό ντου.
Εκάτεχε απόξω κι ανεκατωτά όλους τσι λαγκούς και τσι κονταρίδες στο Μονοφάτσι , και δεν το νε παράβγαινε στο κυνήγι κανένα άλλο βγόδωμα.
Ήπιανε λαγούς και πέρδικες κι ήτονε το σπίτι του Στελιανού το πιο καλοξελαιμισμένο στο χωργιό.
Δεν ήπιανε δεύτερο κυνήγι , μήδε μωρά θηράματα, μερακλής και πιτίδιος σαν τον αφεντικό ντου κι ο Καρτσόνης.
Μονό εθώργιες λαγούς απου ήτονε τ’ αυτιά ντως ωσάν τους αθανάτους, σαν τα σαλισάμπρια αν έχετε ακουστά!
Οντε νε βαργιούντονε ο Σωμαράς να πορίσει στο κυνήγι, στι μεγάλες κάψες, του δινε παραγγελιά και του λεγε.
– Καρτσόνη , άμε και φέρε μου το λαγό μα να’ ναι σκιάς 2 κιλά κι όχι παρακάτω, και σε μια ώρα είχενε στεμένο το τσικάλι η Σωμαράδενα!!!
Ετέθοιος σκύλος!! απου ήτονε το νάμι ντου ένα!!
Η Δρακόνα, η σκύλα τ’ Αριστή, ήτονε άλλης κατηγορίας σκύλος
Καλοζωισμένη, η κοιμηθιά τζη ήτονε πουπουλένια , βαρεσάρα μα καλα αγαπητερή …
Απ’ τσι σκύλους δηλαδή απου τσι χουνε στα σπίθια μέσα , και στη καλή τη κάμερα κιόλας!!
Μπαμπακολαίμα και απής θε λα φάει εκοιμούντονε με τσι ώρες!
Μιαν ημέρα μόνο ήκαμε ένα χιλέ κι ήπνιξε μια κότα τση Ντουμπάκενας στη γειτονιά.
Ετουτηνά την ογρουσουζά ήκαμε κι αυτή η κακομοίρα, μα η Αριστείδενα την αγάπα τη Δρακόνα πχιά καλά κι απ’ τα κοπέλια τζη και δε το δέχτηκε το σουχλικό τση γειτόνισσας.
Ο Αριστής ετουτονά δεν το κανε ζάφτι και χωστά απ’ την γυναίκα ντου επολέμησε να το νε ξορίσει απ’ το σπίτι..
Παντίους τρόπους εσκαρφίστηκε , μα δε το κατάφερνε να το νε ποβγάλει.
Μιαν ημέρα το νε πήγε και το νε μόλαρε στην Ανεβάλλουσα, εκειά στα ργυάκια , μα αυτός εβρήκε το δρόμο κι εγιάγυρε οπίσω κι ογλήγορα κιόλας.
Το δε αύριο , τον ήβαλε στη σκαφτικιά και το νε μόλαρε στο Λαράνι, μα πριν να γιαγύρει ο ίδιος στο σπίτι, ήτονε πρωτοπαωμένος ο σκύλος !!
Ο Αριστής ετροζάθηκε, και μιάν εβδομάδα μετά το νε μετάδεσε του Μπλαβομάτη με το φορτηγό μια Πέφτη και το νε μολάρανε ίδια στη Λούκια απόξω.
Εθάρουνε ο Αριστής πως εξέμπλεξε απ’ όνομίς του, μα την ταχινή τον ήβρε να κοιμάται μαζί ντως στο κρεββάτι ντως…
Η Αριστειδενα του ομορφοπαράγγειλε ετοτεσάς πως ανε ξανασυνοριστεί του σκύλου,
καλιά θα ποβγάλει τον ίδιο απ το σπίτι κι εκειά εσταμάτησε το πράμα.
Αγαπητερός σκύλος ήτονε μιαολιά ρούτης μα αγαπητερός!
Μα το ξαθέρι τω χωργιανώ μας σκύλω , ήτονε ο Άρης του Ζερβογιάννη.
Ο Άρης ητονε αιτία και γλυτώσαμε απ ‘ το βουλευτή που ήρθενε στο χωργιό να μας σε νουθετήσει επί Χούντας…
Το χομε ξαναλεωμένο ετουτονά…
Αριστερός τ΄αφεντικό αριστερός κι ο σκύλος!
Εμόνταρε τοτεσάς επίτηδες στι χοίρους τσι Γαλανομαρίας και πιάσανε τη μεσοχωργιά, στην ομιλία του βουλευτή απάνω κι εγκρεμίσανε το βουλευτή οι χοίροι απ’ τη τάβλα και το ξέβγορο που του χαμε σασμένο.
Κι έτσα εγλιτώσαμε κι ανακηρύχτηκε ο Άρης ο ήρωας του χωργιού και τον εταίζαμε απο τότεσάς μόνο λουκάνικα!
Μα δεν ήκαμε μόνο ετουτηνά την αντρειά, ηρωικός ήτονε σε όλα ντου.
Εσύμπαινε κι αυτός τη δουλειά κι ήκανε την αντίσταση του στη Χούντα με το τρόπο ντου.
Τα δύσκολα εκειανά χρόνια , αγοράζανε οι αριστεροί στο χωργιό χωστά το Ριζοσπάστη.
Μόνο ο Ζερβογιάννης, ο Γύπαρης κι ο Λεμονατζής ο Γιώργης το νε ‘γοράζανε στα φανερά.
Όλοι οι άλλοι εφοβούντονε ,κι εκάνανε παντίους τρόπους να βάλουνε τη γκαζέτα στο σπίτι ντως , μα δε τα καταφέρνανε…
Μα και σε τούτονα εβρίκανε λύση οι χωργιανοί μου, γιατί ήτονε έξυπνοι και καταφερτζήδες.
Τη λύση πάλι την ήδωσε το κουλούκι του Ζερβογιάννη.
Ως θε λα φτάξει τ ‘αμάξι με τσι εφημερίδες απ τη Χώρα, εντάκιερνε κι ο σκύλος τον αγώνα ντου.
Εκρεμάσαμε ντου κι εμείς στη λαιμουδαρά ένα πορτοφολάκι, κι εκειά του βάνανε οι χωργιανοί αριστεροί τα ψιλά λεφτά .
Κι αυτός αγλάκα στου Βιβλιοπώλη, (συνεννοημένος κι αυτός) ήπαιρνε τα λεφτά και του βανε στα αντόδια το Ριζοσπάστη..!!
Με τσι πολλές στραθιές, το πήρανε χαμπάρι οι ρουφιάνοι οι χωροφυλάκοι και στέκανε δυό νομάτοι απόξω απ’ το βιβλιοπωλείο κι ανειμένανε τον σκύλο να πορίσει.
Μα ο σκύλος ήβρισκε πάντα το τρόπο κι εφουκάρωνε μέσα, εβούτα την εφημερίδα, κι απής επόριζε όξω τον εζυγώνανε τρείς χωροφυλάκοι να του πάρουνε το Ριζοσπάστη!
Κι αυτός ήπιανε τ’ ανάπλαγα το ργυάκι του χωργιού και τα δώματα κι ήβρισκε τρόπο κι ήδινε την εφημερίδα εκειά που ήπρεπε!
Κι ετσά λογιώς εκάναμε αντίσταση στο χωργιό μου κι αμε ήντα θαρρείτε!
Θυσίες θέλει η Λευτεργιά …κι απ’ τσ’ αθρώπους κι απ τσι ορτάκηδες τως τσι σκύλους!
Για ετούτουσας τσι λόγους τσι μονομεργιάζαμε τσι καλούς τσι σκύλους.
Μας σε βρίχνουντονε στο ζόρε μας, στι μεγάλες εχταγές μας κι εσυμβάλανε στο έχη μας κι είχαμε κι εμείς όλα τα θάρρητα μας απάνω ντως.
Και τσι ‘χαμε σα τσι καρνάδες βιόλες!!!
Ώρα σας καλή…
* Η κ. Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τ΄ Αστερούσια!