Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου
Ὁ γνωστός κριτικός θεάτρου καί λογοτέχνης Κώστας Γεωργουσόπουλος, σέ κείμενό του στά «Νέα» γράφει ἕνα περιστατικό μέ τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὑπάτης ἀείμνηστο Γερμανό Δημάκο, πού ἦταν καπετάνιος τοῦ ἦπετάνιος.
Ξεναγοῦσε κάποιους ἐπισκέπτες στό Μοναστήρι, τούς πῆγε στόν Ναό, τά κελιά καί τήν Τράπεζα. Ὅταν ἔφθασε στήν Τράπεζα, μεταξύ τῶν ἐπισκεπτῶν ἦταν καί «ἕνας γνωστότατος πανεπιστημιακός θεολόγος». Τοῦ ἔδειξε τήν τράπεζα πού ἦταν ἁγιογραφημένη καί στούς τέσσερεις τοίχους μέ ἁγίους, μάρτυρες, ἀσκητές, καί εἶπε στόν καθηγητή:
«Κύριε καθηγητά, ὅπως βλέπετε, οἱ τοῖχοι εἶναι γεμάτοι μέ ἁγίους, ἀλλά αἰῶνες τώρα δέν ἔχουμε ἁγίους καί μάρτυρες νά τούς ζωγραφίσουμε δίπλα στούς παλιούς. Ξέρετε γιατί; Γιατί πήξαμε στούς θεολόγους! Διότι, καλέ μου ἄνθρωπε, ἔχουμε θρησκεία καί λακίσαμε ἀπό τήν ἐκκλησία» (Τά ΝΕΑ, 8-10-2016).
Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Γερμανοῦ ἔχει δύο ἀλήθειες, μέ διαφορετική ἐκτίμηση ἡ κάθε μία.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι πράγματι ἡ Ἐκκλησία ἀπό πολλούς μετατράπηκε σέ μία θρησκεία, μέ θρησκευτικά βιώματα, μέ ὡραῖες τελετές πού δέν ἀγγίζουν τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου. Σέ αὐτό δέν εὐθύνονται οἱ ἀκολουθίες, ἀλλά οἱ Χριστιανοί πού τηροῦν τά ἤθη καί τά ἔθιμα, τίς κοινωνικές παραδόσεις, ἀλλά ἔχουν χάσει τήν ἐσωτερική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκκλησία σημαίνει κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀπόκτηση προφορικοῦ λόγου μέ τόν Θεό, ἐσωτερική καρδιακή καθαρότητα.
Οἱ Θεολογικές Σχολές δημιουργήθηκαν γιά νά μορφώνουν τούς φοιτητές ἐγκεφαλικά, μέ γνώσεις πού οἱ περισσότερες εἶναι εἰσαγόμενες καί προέρχονται ἀπό τήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία, ἀπό τήν ρωσική καί ὑπαρξιακή θεολογία. Δέν ἀρνεῖται κανείς καί τέτοιες γνώσεις, ἀλλά ὅταν αὐτές οἱ θεολογικές γνώσεις ἐξοβελίζουν τίς προϋποθέσεις τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, τότε μιά τέτοια θεολογία δέν «παράγει» ἁγίους.
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοί σημερινοί ἄνθρωποι αἰσθάνονται τούς ἁγίους πολύ μακρυά, τούς ἀντιλαμβάνονται ὡς ἀπόμακρους, πού δέν ὑπάρχουν στήν ἐποχή μας, ὡσάν ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀνθρώπους.
Βεβαίως, οἱ ἅγιοι ὑπάρχουν καί σήμερα, πού συναγωνίζονται τούς παλαιούς ἁγίους, ἀλλά δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά τούς ἀντιληφθοῦν.
Τά δύο τελευταῖα χρόνια ἔγινε ἁγιοκατάταξη δύο νέων ἁγίων, τοῦ ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ ἁγίου Παϊσίου, καί προτάθηκαν καί μερικοί ἄλλοι. Καί ὅμως ὑπάρχουν μερικοί «σπουδασμένοι θεολόγοι», οἱ ὁποῖοι ἀγανάκτησαν «σφόδρα λέγοντες»: «Θά κάνουμε τήν Ἐκκλησία ἐργοστάσιο Ἁγίων;».
Ἀπό τήν μιά μεριά ἰσχυρίζονται ὅτι δέν ὑπάρχουν σήμερα Ἅγιοι καί ἀπό τήν ἄλλη ὅταν ὁ εὐσεβής λαός τούς ἀναγνωρίζει, τότε διαμαρτύρονται καί ἀγανακτοῦν!
Γίνονται κηρύγματα, γράφονται βιβλία, λειτουργοῦνται καί ὅταν ἀκούσουν γιά συγχρόνους ἁγίους «δαιμονίζονται». Ὄντως «Πήξαμε ἀπό θεολόγους», οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν ἁγίους, ἄν καί ὑπάρχουν, γιατί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας.
Μακάρι νά γίνονται ἁγιοκατατάξεις πολλῶν νέων ἁγίων, ἀρκεῖ νά ἔχουν τά γνήσια κανονικά κριτήρια, γιατί ἔτσι στερεώνεται ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων.
* Από το περιοδικό «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» Τεύχος Ιανουαρίου 2017 – parembasis.gr