Του Μιχάλη Στρατάκη
Σεβαστέ μου παππού, το χέρι σου φιλώ.
Επικοινωνώ μαζί σου, από ανάγκη.
Άμα δεν το κάμω, θα πλαντάξω.
Το μεγάλο μου παράπονο θέλω να σου πω.
Το παράπονο που με πνίγει, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο.
Θέλω να σου πω παππού, ότι εσύ φταις για όλα.
Εσύ, μαζί με όλους τους άλλους παππούδες.
Εσείς μας καταστρέψατε.
Εδώκατε παρακαταθήκες, σε απογόνους που, καλά κατέχατε, ήτανε ανίκανοι να τις σεβαστούν και να τις τιμήσουν.
Εζήσατε με το τίποτα, και φτιάξατε τα πάντα.
Και ήρθαμε εμείς, που ζήσαμε με τα πάντα και φτιάξαμε το τίποτα.
Δεν μας αφήσατε, παππού μου, χώρο για να κάνουμε τη δική μας σπορά.
Ίσως, γιατί νομίσατε πως ήμασταν ικανοί να ανακαλύψουμε καινούριους χώρους και καινούριους σπόρους.
Πού να ξέρατε κι εσείς σε ποιούς παραδίδατε τα χωράφια, τα άροτρα και τα σπαρτά.
Τα χωράφια τα πουλήσαμε, τα άροτρα τα καταστρέψαμε, τα σπαρτά τα κάψαμε παππού.
Δεν τα είχαμε ανάγκη.
Μια χαρά βολευόμασταν με την εμπορία της μνήμης σας και των έργων σας.
Μόλις και μετά βίας, καταφέραμε να φτιάξουμε ένα σκαμνάκι, για να έχουμε κάπου να αράζουμε και να βλέπουμε τα έργα των χεριών και του μυαλού σας.
Τώρα, πουλήσαμε και αυτό το σκαμνάκι στους ξένους. Παζαρεύουμε να τους πουλήσουμε και όλα όσα βλέπαμε όταν καθόμασταν εμείς στο σκαμνάκι.
Σου ξαναλέω παππού μου, εσείς μας καταστρέψατε.
Γιατί δεν μπορούσατε να φαντασθείτε ότι τα εγγόνια σας θα ήμασταν τόσο ανάξιοι να λεγόμαστε εγγόνια σας.
Με την αγάπη που ξέρω ότι μου ‘χεις, θα σου πω και τούτη τη βαριά κουβέντα, γνωρίζοντας πως δεν θα μου κακιώσεις:
Αν δεν είχαμε τόσο πανάξιους παππούδες, σίγουρα δεν θα είχαμε φτάσει στην κατάντια που είμαστε σήμερα.
Συγχώρεσε με παππού μου, που σε στεναχώρεσα.
Μα αν δεν τα ‘λεγα σε σένα, σε ποιόν θα τα ‘λεγα;