Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Η είδηση του θανάτου του Στυλιανού Αλεξίου, το απόγευμα της Τρίτης, 12 Νοεμβρίου 2013, προκάλεσε συγκίνηση σε όσους τον γνώριζαν και τον συναναστράφηκαν. Η πρώτη αντίδραση, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι το νοσταλγικό καταφύγιο στη μνήμη.
Γύρισα, έτσι, τριάντα τέσσερα χρόνια πριν. Πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθεμνος, στο πρώτο μάθημα της Μεσαιωνικής Φιλολογίας.
Στη μεγάλη αίθουσα του ισογείου, στα Περιβόλια, μπήκε ένα κομψοντυμένος κύριος. Με κάποια διστακτικότητα κατέλαβε τη θέση του στην έδρα και ξεκίνησε την παράδοση. Η διδασκαλία του ήταν λιτή και απολύτως κατανοητή. Κάθε τόσο, σταματούσε την ανάλυση κάποιων στίχων και, με αφορμή μια λέξη, εξέφραζε τις αμφιβολίες του, ζητώντας την απόδοσή της από το ακροατήριο. Τις απαντήσεις που τον ενδιέφεραν, τις σημείωνε με επιμέλεια στο τετράδιό του, μαζί με το όνομα και τον τόπο καταγωγής του εκάστοτε πληροφοριοδότη. Έδειχνε να επιζητεί και να απολαμβάνει τις απαντήσεις των φοιτητριών, κρητικής καταγωγής οι περισσότερες, που είχαν σπεύσει να καταλάβουν από νωρίς τις πρώτες θέσεις των θρανίων.
Η συγκεκριμένη πρακτική μόνο τυχαία δεν ήταν. Όλα τα χρήσιμα στοιχεία, τα οποία αντλούσε από τον ιδιότυπο αυτό διάλογο, που συνεχιζόταν για χρόνια, τα ενσωμάτωνε σταδιακά στις εκδόσεις φιλολογικών κειμένων που τύπωνε, με τη ρητή πάντα αναφορά όσων τον είχαν βοηθήσει.
Γεννημένος το 1921 στο Ηράκλειο, ο Στυλιανός Αλεξίου, μεγάλωσε σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Ο λόγιος παππούς του Στυλιανός Μιχ. Αλεξίου, υπήρξε ιδιοκτήτης μεγάλου τυπογραφείου και εκδότης διαφόρων εφημερίδων στην πόλη, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνεργάστηκε με τον αρχαιολόγο και φιλόλογο Στέφανο Ξανθουδίδη για την πρώτη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτου» το 1915. Ο πατέρας του Λευτέρης Αλεξίου, γνωστός φιλόλογος και ποιητής, πρωτοστάτησε στην πνευματική ζωή του Ηρακλείου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του ανήκαν η Έλλη Αλεξίου, ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Ακόμα, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Βάσος Δασκαλάκης και ο Μιχάλης Αναστασίου.
Μετά την εγκύκλια μόρφωσή του στη γενέθλια πόλη του, τα χρόνια 1939-1946, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1947, ύστερα από εξετάσεις, προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και διορίστηκε στη Ρόδο. Ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων υπηρέτησε στη Ρόδο και στο Ηράκλειο και ως Έφορος Αρχαιοτήτων στα Χανιά. Διετέλεσε Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου και Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων. Παραιτήθηκε το 1977 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και ώς τη συνταξιοδότησή του το 1988 δίδαξε Υστεροβυζαντινή Δημώδη και Κρητική Λογοτεχνία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Παντρεύτηκε τη Μάρθα Αποσκίτη, γνωστή φιλόλογο, με την οποία έζησε ώς το τέλος της ζωής του.
Από την πρώτη κιόλας περίοδο της επιστημονικής δραστηριότητάς του, στις αρχές τις δεκαετίας του 1950, κινήθηκε με μεγάλη άνεση ανάμεσα στην αρχαιολογία και τη φιλολογία. Ο κατάλογος των δημοσιευμάτων του, και στους δύο επιστημονικούς χώρους, είναι μακρύς. Ορισμένα άρθρα του, παρότι έχουν δημοσιευτεί πριν από πολλές δεκαετίες, εξακολουθούν να παραμένουν σημείο αναφοράς.
Τα χρόνια της ωριμότητάς του πραγματοποίησε αρχαιολογικές ανασκαφές στον Λιμένα Κνωσού, τη Λεβήνα, την Αμνισό και την Αγία Πελαγία, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσίευσε αργότερα.
Παράλληλα, ξεκίνησε την κριτική έκδοση κειμένων τις Κρητικής Λογοτεχνίας. Προηγήθηκαν ο «Απόκοπος» του Μπεργαδή και η «Βοσκοπούλα». Αποκορύφωμα της δραστηριότητάς του εκείνης τις περιόδου ήταν η νέα κριτική έκδοση, το 1980, του «Ερωτοκρίτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Τα χρόνια που ακολούθησαν, με τη συνεργασία της Μάρθας Αποσκίτη, εξέδωσε υποδειγματικά και άλλα κείμενα της Κρητικής Λογοτεχνίας: την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση «Ερωφίλη», την κρητοεπτανησιακή τραγωδία «Ζήνων» και τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή.
Διαρκώς ανήσυχος, δεν αρκέστηκε στη μελέτη τις Κρητικής Λογοτεχνίας. Από την ενασχόλησή του με την υστεροβυζαντινή ποίηση προέκυψαν θεμελιώδεις εκδόσεις. Ένα αριθμό γλωσσικών μελετημάτων του, στα οποία παρέχονταν νέες ετυμολογίες για νεοελληνικές λέξεις, ανατύπωσε σε τομίδιο. Ύστερα από μεγάλη προεργασία παρουσίασε την κριτική έκδοση των «Ποιημάτων και πεζών» του Διονυσίου Σολωμού. Για το σολωμικό έργο αλλά και για άλλα θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγραψε κι άλλες σπουδαίες συνθετικές μελέτες.
Ένα σημαντικό τμήμα της συγγραφικής παραγωγής εξήντα περίπου χρόνων, με τις απαραίτητες πάντα συμπληρώσεις, τύπωσε σε πέντε κομψούς τόμους, που εκδόθηκαν από τη «Στιγμή». Οι τίτλοι και μόνο των μελετών, που περιλαμβάνονται σε αυτούς, αποκαλύπτουν το εύρος των ενδιαφερόντων του.
Την τελευταία περίοδο της ζωής του ξεδίπλωσε, ακόμη περισσότερο, το πολύπλευρο ταλέντο του. Μετέφρασε υποδειγματικά και εξέδωσε «Σονέτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στο τομίδιο «Το Εντευκτήριο» συγκέντρωσε μεταφράσεις ποιημάτων διαφόρων ξένων ποιητών. Στο ογκώδες βιβλίο του «Ελληνική Λογοτεχνία. Από τον Όμηρο στον 20ό αιώνα» έδωσε ακριβή εικόνα των κορυφαίων έργων και της εποχής τους στη διάρκεια τριάντα αιώνων. Στην έκδοση «Κείμενα Φιλίας και Μνήμης» στέγασε διάσπαρτα σε ποικίλα έντυπα κείμενά του για αγαπημένα του πρόσωπα, με τα οποία είχε συμπορευθεί για τις δεκαετίες.
Στους «Στίχους Επιστροφής», απελευθερωμένος από ενοχές, δεν δίστασε να δημοσιοποιήσει τις μύχιες σκέψεις του. Όλη σχεδόν η ζωή του, με κυρίαρχα στοιχεία τον έρωτα, τον χρόνο και την αναπόφευκτη φθορά, συμπυκνώνονται σε εξήντα ποιήματα.
Με την ανθολόγηση και μετάφραση τμημάτων τις ομηρικής «Οδύσσειας», κατάφερε να δώσει ένα νεοελληνικό κείμενο, κατανοητό στον σημερινό αναγνώστη.
Ο Στυλιανός Αλεξίου υπήρξε γνήσια αναγεννησιακός άνθρωπος. Μεταξύ των κατά καιρούς συνομιλητών του ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με τους οποίους διατηρούσε τακτική αλληλογραφία, ανταλλάσσοντας απόψεις για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Εκείνο όμως που τον έκανε ξεχωριστό άνθρωπο ήταν η ευγένεια και η απλότητα του χαρακτήρα του. Μπορούσες να συζητήσεις ώρες μαζί του, για οποιοδήποτε ζήτημα, χωρίς να έχεις την αίσθηση ότι σε αντιμετώπιζε από θέση ισχύος. Πάντα είχε απορίες για διάφορα επιστημονικά ζητήματα και δεν δίσταζε να σε κάνει κοινωνό του προβληματισμού του.
Για τελευταία φορά τον συνάντησα, τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, στο Ηράκλειο. Στο διαμέρισμά του, στη οδό Μηλιαράκη 1, όπου ζούσε λιτά με την αγαπημένη του Μάρθα. Αν και ξαπλωμένος στο κρεβάτι αδημονούσε να συζητήσει για διάφορα θέματα. Τα σημάδια ωστόσο από την περιπέτεια τις υγείας του ήταν εμφανή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε για την πρόσφατη έρευνά μου σχετικά με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ολοκληρώθηκε η πρώτη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτου», το 1915. Οι αποκαλυπτικές πληροφορίες που έδωσε για το ζήτημα, στηριζόμενος σε μαρτυρίες του συγγενικού περιβάλλοντός του, τεκμηρίωναν όσα αναφέρονταν σε έγγραφα της εποχής.
Ήταν γι’ αυτόν, φαίνεται, η ώρα του απολογισμού και τις αυτοκριτικής. Έτσι, ύστερα από μια νέα ανάγνωση τις «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη που είχε επιχειρήσει, σχολίαζε ορισμένες ποιητικές αστοχίες του αγαπημένου του συγγραφέα, αποτέλεσμα τις επίδρασης των ψυχαρικών ιδεών. Με αφετηρία τη βιβλιοκρισία του Κωστή Παλαμά για την έκδοση του «Ερωτοκρίτου» του 1915, επισήμαινε την ανάγκη επανεκτίμησης του πλούσιου κριτικού έργου του, για το οποίο, παραδέχτηκε, ότι δεν τον είχε απασχολήσει, στον βαθμό που θα έπρεπε.
Παρότι είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, με την ίδια μεθοδικότητα που πάντα τον διέκρινε, σχεδίαζε τις επόμενες κινήσεις του: να συνεχίσει τη μετάφραση ποιημάτων ξένων ποιητών που τον είχαν συγκινήσει, να ασχοληθεί με επιμέρους θέματα του σολωμικού έργου, να επιφέρει ορισμένες βελτιώσεις στα βιβλία που είχε τυπώσει…
Ο θάνατος, όμως, διέκοψε μια μακρά και πολυδιάστατη διαδρομή. Η απώλεια για τα ελληνικά γράμματα, και όχι μόνο, είναι τεράστια.
Μία πρώτη μορφή του κειμένου, με τον τίτλο «Στυλιανός Αλεξίου. Ξεχώρισε για την ευγένεια και την απλότητα του χαρακτήρα του», δημοσιεύτηκε στην εφημ. «Η Αυγή της Κυριακής» (17 Νοεμβρίου 2013).
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)