Οι δάσκαλοι που ” φύγαν’ “, οι παλιοί,
δέκα δραχμούλες παίρναν’ όλες κι όλες.
Δουλεύανε Δευτέρα ως Κυριακή
κι από γιορτές δεν κάτεχαν και σκόλες.
Για τ’ ακριβά, καίγονταν σαν κεριά,
τα νάματα του Έθνους τα σπουδαία
κι απ’ την ψυχούλα τους, μ’ απλοχεριά
δίναν’ κομμάτια για μια Ελλάδα νέα.
Οι δάσκαλοι που ” φύγαν’ “, οι παλιοί,
οι δάσκαλοι οι ακριβοί, οι αγαπημένοι,
Χρέος κι Όνειρο ξέραν’ τι θα πει
κι ας μη ζούσαν ζωή ονειρεμένη.
Βγαίναν’ με την κυρά τους αγκαζέ
κι είχανε σ’ όλα σύστημα και τάξη.
Ψωνίζαν’ στον μπακάλη βερεσέ
και ξεχρεώναν’ πρώτη και δεκάξι.
Οι δάσκαλοι που φύγαν’ οι παλιοί,
πασχίζανε με πάθος και μεράκι
κι είχαν σταυρό ψηλά στην κεφαλή,
σαν και του Ναζωραίου το γαϊδουράκι!
Σταυρό, που σαν πεθαίνανε, στερνά,
στον τάφο οι δασκαλίνες τούς τον βάζαν’
κι άστραφτε η γύρω νέκρα κι η ερημιά,
ώσπου τα κόκκαλά τους τ’ άγια βγάζαν’!
Άγγελος Σωτ. Παπαγεωργίου
-στην ιερή μνήμη του πατέρα μου, δασκάλου Σωτήρη Κ. Παπαγεωργίου
-στην ιερή μνήμη των δασκάλων που σα λαμπαδίτσες κάηκαν για το λαό και την πατρίδα