Σήμερα η Τοπική μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Οσίου Κοσμά του Ερημίτου και Ομολογητού.
Ο βίος του Οσίου Κοσμά του Εριμήτου και Ομολογητού:
Στήν Κρήτη, ἔζησε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα, μία μεγάλη ἀσκητικὴ μορφὴ, ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης καὶ Ὁμολογητής ὁ ὁποίος ιδιαίτερα τιμάται στήν Ἱ. Μονή Κουδουμᾶ σέ σπηλαιώδη Ναό (Ἀββακόσπηλιο) στίς 2 Σεπτεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς γεννήθηκε, κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 6ου αἰῶνα στήν Κρήτη, ἄγνωστο σέ ποιά περιοχή. Στά νεανικά του χρόνια ἔλαβε μία ἱκανοποιητική παιδεία ὥστε νά μπορέση νά ἀσχοληθῆ, καί νά ἀντιταχθῆ στήν αἵρεση τῶν μονοθελητῶν.
Στήν ἀρχή πρέπει νά μόνασε σέ κάποιο κοινόβιο. Η ἀντίδρασή του στόν μονοθελητισμό ἔλαβε χώρα πιθανόν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί οἱ πιέσεις τῶν μονοθελητῶν ἐπισκόπων καί οἱ ἀντιδράσεις τούς τόν ὁδήγησαν στό σημείο νά ἐγκαταλείψη τήν Μονή του καί νά καταφύγη στήν ἔρημο.
Τά σπήλαια τῆς νοτίου Κρήτης γιά τόν Ἅγιο Κοσμᾶ ἀναδείχθηκαν σέ στίβο μεγάλων ἀσκητικών παλαισμάτων. Ἐκεῖ «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», ἀρχίζει μία πνευματική ἀνάβαση, κόντρα στίς δαιμονικές δυνάμεις. Μέ ὑπεράνθρωπη νηστεία καί ἄσκηση κατάφερε νά διαφύγει τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ καί νά στολιστεῖ μέ ἀρετές. Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ἔζησε ἀθόρυβα, ὄχι γιατί δὲν ἔπραξε κάτι ἀξιομνημόνευτο, ἀλλὰ γιατί ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων εἷναι ἐσωτερική, εἷναι μία καθημερινὴ προσωπικὴ καὶ ἄγνωστη σὲ ὅλους συνομιλία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Οἱ μάχες του στήν ἔρημο μέ τά στοιχεῖα τίς φύσης, τόν ἑαυτό του καί τούς δαίμονες τόν κατέστησαν πραγματικά ἄσαρκο. Ανυπόδητος καί γυμνός, καλυμμένος μέ τίς τρίχες τοῦ σώματός του, σάν δέντρο φορτωμένο μέ καρπούς, ἔπεσε και εκοιμήθη στίς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 658μ.Χ. Tό σῶμα τοῦ παρέμεινε μέσα στό σπήλαιό του γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ὥσπου ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό πιστούς οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά τό τιμοῦν. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν μποροῦσαν νά προσεγγίσουν τήν ἀπομονωμένη αὐτή περιοχή καί ἔτσι μετέφεραν τό σκήνωμα ἀπό τό σπηλαῖο καί τό τοποθέτησαν σέ ἕναν μεγάλο ναό, πιθανόν στήν Γόρτυνα. Ὅμως μία μεγάλη ἀνομβρία ἔπληξε τότε τήν περιοχή· Γιά ἀρκετό καιρό δέν ἔβρεξε καί ὅλα τά καρποφόρα δέντρα καί τά σιτηρά καταστράφηκαν ἀπό τόν δυνατό ἥλιο.
Οἱ ἄνθρωποι σαστισμένοι κατέφυγαν στόν Θεό καί παρακαλοῦσαν γιά βροχή. Τότε ὁ Ἅγιος ἐμφανίστικε σέ κάποιον καί ζήτησε πολύ αὐστηρά νά βγάλουν ἀπό τό σκήνωμα τοῦ ὅλα τά πολύτιμα κοσμήματα, και νά τό ἐπιστρέψουν στό σπήλαιό του. Οἱ ἄνθρωποι φοβισμένοι παρέλαβαν τό λείψανο τοῦ Άγίου καί τό ἐπέστρεψαν στό σπήλαιό του. Χώρισαν ἕνα μικρό κομμάτι στό βάθος τοῦ σπηλαίου καί ἀφοῦ τό τοποθέτησαν ἐκεῖ τό ἔκτισαν ἐξωτερικά. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄνοιξε ὁ οὐρανός. Τόσο πολύ ἔβρεξε πού τό νερό ἔμεινε γιά μέρες λιμνασμένο πάνω στήν καμένη γῆ.
Πέρασαν τετρακόσια χρόνια καί οἱ περισσότεροι τον ξέχασαν, μοναχά οἱ ἀσκητές τῆς περιοχῆς πήγαιναν στό σπήλαιό του γιά νά προσκυνήσουν, ὥσπου τό έτος 1058 βενετοί ἔμποροι παραβίασαν τήν κρύπτη τοῦ Ἁγίου καί ἔκλεψαν τό λείψανο, πού παρέμενε ὅπως τήν ἥμερα πού ὁ Ἅγιος εἶχε κοιμηθεῖ, ἄφθαρτο καί εὐωδιάζον.
Τό μετέφεραν στήν Βενετία καί τό κατέθεσαν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μείζονος. Ἐκεῖ παραμείνε μέχρι πέρσι, τοποθετημένο στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου.
Από την περασμένη Άνοιξη βρίσκεται και πάλι στην Ιερά Μονή Κουδουμά…