Κείμενο – Φωτογραφίες : Νίκος Λουκαδάκης «Ο Δαφνιανός»
Όταν επισκέφτηκα το σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου στον Κουδουμά, πριν αρκετά χρόνια, με άγγιξε πολύ και έβλεπα όνειρα με το σπήλαιο για αρκετές μέρες. Ένα από αυτά το έκανα δεκαπεντασύλλαβο.
ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΑΡΘΙΝΟ
(Σπήλαιο Αγίου Αντωνίου, Κουδουμά)
Σ’ άγριο βουνό εβρέθηκα νύχτα ξεστρατισμένος,
ήριχνε χιόνι κι ο βοριάς εφύσα μανισμένος,
ήμουν ολόγρος, η καρδιά στο μπέτη ‘χε μαργώσει
κι ήβρηκα σπήλιο να χωθώ ‘σάμε να ξημερώσει.
Στο βάθος του μου φάνηκε μια λάμψη να φωτίζει,
μπαίνω πιο μέσα και θωρώ φλόγα να λαμπυρίζει,
‘πο να καντήλι ταπεινό και πιο βαθειά χωσμένη
σε βράχο μαύρο μαγληνό κλίνη πελεκημένη.
Έκεια ‘νας Άγιος γέροντας ήτονε καθισμένος,
σκελετωμένος, κουρελής, χλωμός, βερεμιασμένος.
Μακρά ‘τονε τα μούσα του, μακρύ και το μαλλί του
κι είχε μία φλόγα που ‘καιγε πάνω απ’ τη κεφαλή του.
Σίμωσα και τη χερα του ήσκυψα να φιλήσω
μ’ αυτός με σιγανή φωνή μου ‘πε να του κλουθήσω.
Πολυώρα επορπατούσαμε σ’ άγνωστα μονοπάτια,
αλλά ‘ταν καλοπάντιδα κι αλλά στρωμένα αγκάθια
Σ’ ένα ποτάμι φτάξαμε που ήτονε στερεμένο
και δίπλα είχε δασερό πυκνό, σκοτεινιασμένο.
Ήτονε μαύρα τα δεντρά, ξερά και σαπιμένα, τάξε πως πέρασε φωθιά και τα ‘χενε καημένα.
Απάνω ντος ήταν πολλοί κοράκοι καθισμένοι
και στσι κουφάλες των δεντρών όφιδες μαχωμένοι.
Είχε παντού ξερά κλαδιά, το χώμα δεν φαινόταν κι όπου κι ανε πατούσαμε σκουλίκοι εσερνόταν
Όσο επροχωρούσαμε στου δασερού τα βάθη
μαύρο σκοτάδι επλάκωσε το φως του ήλιου εχάθη
Κρυγιός αέρας φύσηξε πάνω απ’ την κεφαλή μου,
στο μπέτη εσφίχτηκε η καρδιά κι ήτρεμε το κορμί μου.
Πίσω από ‘να ξερό δεντρό μου φάνηκε πως είδα
μέσα στην άγρια σκοτεινιά να φέγγει μια αχτίδα,
κι ως εσιμώσαμε θωρώ, ηλιοπεριχυμένη
μια βιόλα μοσχομύριστη κι ομορφοανθισμένη.
Ήσκυψα και του λουλουδιού μπεγέντιζα τα κάλλη
μα τ’ άρωμα του ήτονε βαρύ και μου ‘ρθε ζάλη,
κι είδα το κατασκότεινο το δάσος φωτισμένο
κι ότι δεντρί ήτανε ξερό μου φάνηκε ανθισμένο. Στ’ αυτιά μου εγροίκουνα πουλιά να γλυκοκελαιδούνε
και μες στα χόρτα εθώρουνα λαγούς ν’ ατζοπηδούνε.
Η κόλαση, παράδεισος εγίνηκε μπροστά μου κι ολόχαρη πετάρισε στο μπέτη η καρδιά μου.
Μα μου ‘γνεψε ο γέροντας να του κλουθήσω πάλι
και προπατώντας φτάξαμε σε μια ερημιά μεγάλη,
απου ποθές δεν είχενε λουλούδι φυτρωμένο
κι ήταν το χώμα ολόξερο και χιλιοραϊσμένο. Στο δρόμο δεν παντίξαμε οζά να προπατούνε
ούτε πουλιά στον ουρανό θόρουνα να πετούνε.
Ήκαιγε ο ήλιος και ζεστός αέρας εφυσούσε
στο πρόσωπο μου ποταμός ο ίδρος εκυλούσε.
Από την δίψα ήτονε τα μάθια θολωμένα
κι εγίνηκαν τα χείλη μου ξερά και σφακωμένα. Ποθές δεν είχενε νερό να πιω να ξεδιψάσω
κι ουτε δεντρό εθώρουνα να κάτσω να ποσκιάσω.
Την ώρα που το τέλος μου λόγιαζα πως θα φτάσει μου φάνηκε πως ήκουσα νερό απου σταλάσει,
κι είδα ένα βράχο θεόρατο από κορφής σκισμένο
να βγάνει από τα σπλάχνα του νερό κρουσταλλιασμένο.
Χτυπήσαν τα μηλίγγια μου, ήκλεγα σαν κοπέλι
κι απ’ τη χαρά ανεντράνισαν τα μαργωμένα μέλη.
Ως ήσκηψα να πιω νερό θωρώ στο κουτσουνάρι μια πέρδικα που ένα μικιό ήσερνε περδικάρι.
Ήταν στο μπέτη τζη αργυρή, στη ράχη χρυσαφένια
είχενε πλουμιστά φτερά και μάθια κοραλλένια.
Σαν την κορδέλα μια γραμμή είχε στο πρόσωπο τζη
που ομορφοτυλιγότανε γύρω από τον λαιμό τζη.
Ως μ’ είδε ανελώθηκε μ’ αντί να φύγει αρχίζει,
με τα φτερά ορθάνοιχτα να γλυκοκακαρίζει.
Εζήλεψε και τ’ όμορφο, μικιό ξεπεταρούδι,
εσίμωσε τση μάνας του κι ήρχιξε το τραγούδι.
Μαρμαρωμένος το γλυκό κακάρισμα εγροικούσα και μια μιλιά απ’τα χείλη μου να βγάλω δεν μπορούσα.
Εις το χαράκι εκούμπισα που ‘μουνε ξεπνεμένος
και σφάλιξα τα μάθια μου, ομορφοζαλισμένος.
Ως τ’ ανοιξα εβρέθηκα οπίσω στο σπηλιάρι
κι αμίλητος καθόμουνα στ’ άσκητικό κλινάρι.
Δίπλα μου ο Άγιος γέροντας γλυκά χαμογελούσε
μα ως είδε πως στα μάθια μου το δάκρυ εκυλούσε,
μου λέει: «Γιε μου στση ζωής τ’ αλαργινό ταξίδι
λύπες πολλές, λίγες χαρές ο θιος του ανθρώπου δίδει.
Χρέος μεγάλο η ζωή κι όσο περνούν οι χρόνοι
ο κάθαεις με βάσανα και κόπους το ξεχρώνει.
Όλοι σταυρό στη πλάτη μας, μεγάλο κουβαλούμε
πότε μας φαίνεται βαρύς, πότε το ποξεχνούμε.
Όποιος κοιτάζει στα ψηλά μα ταπεινά βαδίζει
αυτός μονάχα τση ζωής την ομορφιά γνωρίζει».
Αυτά είπενε ο γέροντας κι επαρηγόρησε με
μα ο ήλιος φανερώθηκε κι εμεταξύπνησέ με
Σηκώθηκα απ’ την κλίνη μου κι ήμουνε ιδρωμένος
με δάκρυα στα μάτια μου και χιλιομπερδεμένος
Ήπαιζε χτύπους η καρδιά να φύγει από τα στήθια
κι εφανηκέ μου το όνειρο πως ήτονε αλήθεια.