Του Γιώργου Μαμάκη
Στο Οροπέδιο του Καθαρού, εκεί όπου οι κορφές της Δίκτης σκίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα ακουμπούν τη γη, ο χρόνος παίρνει μορφή αρχαίου μύθου. Ο αέρας είναι τραχύς, κοφτερός σαν σπαθί· οι πέτρες κουβαλούν μνήμες, τα λιβάδια ανασαίνουν με τον παλμό της αιωνιότητας.
Εδώ γεννιέται μια ιεροτελεστία: το ζύμωμα του ψωμιού. Το αλεύρι πέφτει σαν χιόνι πάνω στη σκάφη, το νερό της πηγής κυλά σαν αίμα της γης, το προζύμι σηκώνεται σαν ζωντανή οντότητα. Τα χέρια δεν ζυμώνουν· μάχονται, δαμάζουν, πλάθουν τη ζωή την ίδια.
Ο φούρνος ανάβει με πρινους· οι φλόγες θεριεύουν σαν δράκοι, ο καπνός υψώνεται στον ουρανό σαν θυμίαμα σε άγνωστο θεό. Ο τόπος σιωπά. Περιμένει. Και τότε, μέσα στη φλόγα, γεννιέται το καρβέλι. Ροδοκόκκινο, φωτεινό, σαν ήλιος που ανατέλλει από πέτρα.
Η κορύφωση έρχεται τη στιγμή που το κρατάς στα χέρια σου. Είναι καυτό, σε δοκιμάζει· καίει, σαν να ζητά θυσία. Σπάζεις την κόρα, κι ο ήχος μοιάζει με βροντή. Ο αχνός σηκώνεται σαν ανάσα του βουνού, σαν πνοή θεών. Εκείνη τη στιγμή δεν κρατάς ψωμί· κρατάς τον ίδιο τον κόσμο: τη φωτιά και το νερό, τον κόπο και την υπομονή, τη μνήμη και τη μοίρα.
Μια μπουκιά αρκεί για να γευτείς την αλήθεια. Δεν είναι τροφή· είναι δύναμη. Δεν είναι απλώς παράδοση· είναι ιερό σύμβολο. Το ψωμί του Καθαρού είναι ο κρίκος που ενώνει τον άνθρωπο με τη γη του, τον θνητό με το άφθαρτο.
Κι όταν φύγεις, θα το κουβαλάς μέσα σου σαν όρκο. Γιατί εκεί, ψηλά στο Καθαρό, έζησες μια τελετή που δεν ανήκει μόνο στους ανθρώπους αλλά στους ίδιους τους θεούς.
